Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΤΟΥ ΜΠΟΥΧΑΡΙ… (Παναγιώτη Κωστόπουλου)

0 comment 6 minutes read

ΤΟΥ ΜΠΟΥΧΑΡΙ… (Παναγιώτη Κωστόπουλου)

Γειά σας ρε πατριώτιζμ…ωρέ έχου ψιά κιρό  να σας ζαρζαλέψου ψίχα….σας αραθύμσα κιόλας, όλα αντάμα…συναλλαγμός…λόζιους .

Χιρνώ μ’ ένα απόφθιγμα απ’ τς θκοίμας τς πάπ’ για να του συνδέσου μι του σημιρνό του Ντριανουβνό του μπέτ’…  Ήλιγαν λοιπόν οι σουφοί μας  οι πάπ’ … «Άμα δλέβ ου μπέης κι δρασκλούν οι κάνις..ήμιστι ιντάξ…αυτά αμα δλεβν  θα ζιαβαρίζουμέστι. Ου μπέης κι οι κάνις…».

Όσου, λοιπόν απιρνάει ου κιρός κι φορτώνισι στν πλάτ, αράδα, μι του πόχειρου, γκαργκατσούλα χρόνια…χιρνούν οι κάνις , οι αντέβλις νάχν καμπαχάτια, να πουνούν κι να λυγούν κι να κάμν πουλύ-πουλύ να διάβν.

Στούμπσα ψίχα του δάχλου, απ’ του ζέρβου του πουδάρ προυχτές…κι  ικτός απ’ του σκρούμπου πόβαλα  κι τα ιλιάτσια πόφκιασα…είπα να πάρου κ’ένα χάπ για να διάβ’ αγλήγουρα..κι τότι!!!!…μίρθειν!!!!

Ζούσιν  κι απ’ λέτι ..στουν απάν του μαχαλά στου χουριό μας, ένα ζιουβγάρ..ένα αντρόϊνου…ένας πάππους κι μια μπάμπου.

Μήτσιου τουν ήλιγαν τουν πάπου κι Μήτσινα τ’ μπάμπου (Τζέπου τν ήλιγαν κανουνικά, αλλά όλ’ τν ανάφιρναν Μήτσινα..έτσ’ τουχαμι στου Ντριάνουβου. Τ’ μάναμ ξέρτι…Όλγα τ’ βάφτσαν αλλά όλ’ άκουα να φουνάζν…Κώτσιναααα).Η Μήτσινα ήταν σφιχτή μι τς παράδις κι έτς έφκιανιν προυκουπή κι βουηθούσιν κι τα πιδιάτς. Δεν τς πατούσαν ετς κι αλλιώς κι έπριπι να σφίγγουντι.

Ου Μήτσιους κι η Μήτσινα, είχαν δυό κουρίτσια τ’ Λισάβη (πούταν παντριμέν’ μέναν μάγειρα κι ήταν μιτανάστρια στ’ Γιρμανία) κι τ’ Μαέκου που ήταν παντριμέν’ στου Γκινόσ’ . Ικτός απ’ τα δυό τα κουρίτσια , ου Μήτσιους κι η Τζέπου είχαν κ’ ένα πιδί, τουν Προυκόπ’ (έτσ’ τουχαμι στου Ντριάνουβου..ήλιγαν πόσα κουρίτσια εχς κι πόσα πιδιά) π’ ήταν ανύπαντρους κι δούλιβιν, στ Σαλουνίκ.

Τσ’ τιλιφτέις τς μέρις ου Μήτσιους δεν πάϊνι καλά. Πρώτα τουν τσάκουσι ένα απλό σιρμί κι είχιν ψιά άχαρα, ύστιρα χίρσαν θιρμασιές κι ανιμουπύρουμα  κι παρακάτ’ πιαλούσι αράδα στ χρεία κι έκαμνιν μιτό κι τσίλια.Χίρσαν κι κατουπίτυρα, να αργάει κι να ξιαστουχιέτι ψιά ου μπέης κι να  μη δλεβν οι κάνις κι σι καναδυό μέρις τουν γρέντουσιν ντίπ.

Του Μήτσιου χίρσιν να τουν πιρουνιάζ…να τουν γκουμπζιαλνάει. Ενακένα..τουν ήρθιν στου νούτ του τραγούδ’:

Μι γέλασαν μια χαραυγή

της άνοιξης τ’ αηδόνια

Μι γέλασαν και μου ‘πανε

ο χάρος δε με παίρνει

Μη με παίρνεις χάρε μη με παίρνεις

 γιατί δε μι ξαναφέρνεις

Άιντε και βγήκα ο μαύρος στα βουνά

ψηλά στα κορφοβούνια

Βλέπω το χάρο να ‘ρχεται

 στο άλογο καβάλα

Τι να κάνω τι να κάνω

σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω

 

Μη με παίρνεις χάρε μη με παίρνεις

 γιατί δε μι ξαναφέρνεις

 

 

 Φώναξιν τ’ Τζέπου κι τν έδουκιν ουρμήνιις για του ταχιά..τν είπιν νανι δικια κι σουστή μι του πιδί κι μι τα κουρίτσια ..να μη τς ξιχουρίς..καγκαέναν..κι ύστιρα τν ίπιν να φουνάξ τουν παπά για μιταλαβιά…τ’ φίλτσιν..τ’ χιρέτσιν…κι του βράδ’ δε μπόρισι να του βγάλ. Τς καμάρουτσιν… τ’ νύχτα χιρέτσιν. Η Τζέπου χίρσι να τσουρίζ κι να ουρλιέτι..κι σι λίγου μαζώχκιν όλους ου μαχαλάς. Ειδουποίησαν ενακένα μι τηλιγραφήματα κι του πιδί , τουν Προυκόπ’ στ’  Σαλουνίκ’ κι τ’ Λισάβη στ Γιρμανία κι τ’ Μαέκου στου Γκινόσ’. Η Λισάβη δεν πρόλαβιν να ρθεί…

Όλ τ’ μέρα ΄, έφκιασαν όλα τ’ αντέτια κι αφού τουν παράχουσαν, γύρσαν όλ’ μέσα στου βαθύ τουν πόνου στου σπίτ’… (ΔΕΝ ΤΟΥ ΒΑΡΑΙΝΟΥ ΑΛΛΟΥ).

Τς ιπόμινις μέρις έδουκαν όλα τα δουσίματα κι η Μαέκου , έκατσιν κι κοιμούνταν μι τ’ Μάνα τς ως τα σαράντα. Ου Προυκόπς έκατσιν κάμπουσις μέρις , αλλά ύστιρα πήγιν στ’ δλειάτ.

Τν παραμουνή απού τα σαράντα ήρθιν κι ου Προυκόπς απ’ τ’ Σαλουνίκ’…για να κάμν τ’ αντέτ’

Μια δόσ’ ου Προυκόπς κάθουνταν στου νουβρό κι παφκαλνούσι ένα σέρτκου κι τότι τουν ζύγουσιν γκριμπά-γκριμπά η αδιρφήτ’ η Μαέκου.(Η μάνατς η τζέπου ήταν μέσα μι τς γειτόντσις κι μι του σόϊ κι έφκιαναν τς απλάδις). Στρώνιτιτι δίπλα στουν αδιρφότς η Μαέκου κι χιρνάει:

Μαέκου : Τήρα αδιρφέ…πρέπ να σι πώ κάτ’ π’ γλέπου τοσις μέρις που είμι ιδώ σχιτικά μη τ’ μάνα μας

Προυκόπς: Λέγι μα Μαέκου…τι γένιτι; λέγι μη αντιργιέσι

Μαέκου: Τήρα Προυκόπ’ …απού τότι που τς καμάρουσιν ου μπαμπάς, ύστιρα που καναδυό μέρις…παρατήρσα τ’ μάνα μας, κάθι έξ’ ακριβώς ώρις , μόλις λαλάει ου κούκους..στου ρουλόϊ π’ έχουμε στου ντβάρ,κι δείχν’ 7 τ’ χαραΐ, 1 του γιόμα κι 7 του απόγιουμα… βάν μια κούπα νιρό…πααίν κατά του τζιάκ’ , ακουμπάει τν κούπα μι του νιρό , ουπάν στου μπουχαρί κι ύστιρα ζβαρνίζ του σκαπνί κι του βάν’ κουντά στου τζιάκ. Μόλις μπιτίσ’ πατάει ουπάν στου σκαπνί, ύστιρα στου μιντέρ δίπλα στου τζιάκ’ κι παίρν στου πόχειρουτς τν κούπα μι του νιρό…κάτ’ φκιάν’ , κάτ ρουκών’ στου στόματς..κι ύστιρα γκλιουκαλνάει μια ρουφσιά νιρό…κι όπους ανέφκιν κατιβαίν. Κανα δυό φουρές, κάτ’ ρουκών’, κιόλαντς στου τζιόπ’ απ’ τν πουδιάτς. Ουπάν στου μπουχαρί..μόνι η φουτουγραφία τ’ μπαμπά είνι οι γκαζόλαμπις κι κάτ’ χάρτινα τσιούτσιανα κτούλια, π’ απόμκαν απ’ του μπαμπά. Τι φκιάν’ δεν καταλαβαίνου.Κανά μαϊουκούτ’; Λες να βλάφκιν απ’ του χαμό τ’ μπαμπά κι να τ’ χάσουμι κι αυτή;;. Αστόησα να σι πώ, απού τότι που φκιάν αυτή τ’ δλειά, όλου εχ’ κουμάρις, όλου αντραλιάζιτι κι απουσταίν’, όλου φσαει κι τιντώνιτι..δεν ξέρου…κάτ ‘ δεν πααίν καλά

Προυκόπς: Άκσι Μαέκου..αυτά π’ μι λές είνι πουλύ σουβαρά. Δεν πρέπ να τν αφήκουμι έτς τ’ Μάνα μας.Άσι, κιόλας  θα πιπκουθεί κι θα στουμπστεί κι τότι, άμα τσακίσ’ του γκόφου το’χει στου τζιοπ του φιβγιό. Άσι θα συνουηθούμι, ύστιρα π’ τα σαράντα να τν πάρουμι ιμείς ..να μη απουμείν’ μόναχ’.Όμους πρέπ’ να παραφυλάξουμι να ιδούμι…τι γένιτι, μήπους πρεπ να τν πιαλίσουμι στς γιατροί που τωραιάς.

Σι λίγου, τα δυό τ’ αδέρφια κάμν ότι κλώθουντι αδιάφουρα, αλλά έχν και οι δυό του νούτς. Είνι ώρα…7 τ’ απόγιουμα. Χιρναει να  λαλάει ου κούκους κι του ρουλόϊ νταν-νταν-νταν…ιφτα φουρές. Του ίδιου ακούϊτι κι του καμπαναριό στουν ΑηΜνά..νταν-νταν ..ιφτά.

Τα δυό τ’ αδέρφια τηρουν απ’ τα κρυφά. γλεπν τ’ μάνα τα , παίρν τν κούπα μι του νιρό, του σκαπνί στου μιντέρ κι ύστιρα κάτ’ να φκιάν’ κι να κατιβαίν. Κατιβαίνουντας τ’ γλέπν ρουκών κάτ’ στου τζιόπ’ απ τν πουδιά τς.

Πρώτους βγαίν κι ουμιλάει ου προυκόπς…

Προυκόπς: Για έλα ιδώ μο μάνα..τι φκιάντς ικεί;;

Τζέπου: Τί τι φκιάνου μπρε Προυκόπ ..δλειές φκιάνου

Προυκόπς: Τι δλειές ρε μάνα..ισύ κάθι έξ ώρις βαντς του σκαπννι κι ανιβαίντς στου μιντέρ..κι τι φκιάντς ικεί;; θέλτς να γριντουθείς να βαρέις του λαέν’ η να τσακίις κανά γκόφου νάχουμι κι άλλα;;

Μήτσινα:…….. (δεν κρέν’ καντικάν)

Προυκόπς:Κι δε μι λές ρε Μάνα… τι ρούκουσις στου τζιόπ απ’ τν πουδιά; Για να ιδώ τι έχς ικεί;

Ρουκών’ του χερτ’ στου τζιόπ απ’ τν πουδιά τς μάνας τ’ κι βγάν ένα κτι κι διαβάζ: «Prostamol  30 μαλακές κάψουλες δια τον προστάτη»

Προυκοπς:!!!! Τι είνι αυτά ρε μάνα;; τι φκιάντς ικεί; Τα φάρμακα για τουν προυστάτ πούχιν ου μπαμπάς πίντς;

Τζέπου: Τι μπρε Προυκόπ ..ΝΑ ΠΑΝ ΧΑΜΕΝΑ;; έφυγιν που έφυγιν ου μπαμπάς τι..να τα πουλιουμήσου;;να ξέρς έτς γέγκαμι ανθρώπ…μι οικουνουμία

Γρέντα ου Προυκόπς…τ’ ανάσκιλα

 

ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00