Του ρουλόι… με τ’ς φέξεις κι ου πύραυλους (2). Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου.
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Μια δόσ’ ου Κώτσιους τιζαρών’ τα γκαβάτ, τα γκαμπλίων’ κι τηράει μι απουρία του λιάβου του τσιούγκου τ’ δάσκαλου, γιατί ζάρσιν κάτ’ . Στουν καρπό , ουπάν π’ του πόχειρου, είνι διμένου, μι λουρί τέτοιου πό’χν τα σκλιά στου λιμό, αλλά στινότιρου, ένα τιτράγουνου μι φέξεις ιουμάτου μι αριθμοί π’ αλάζ’ν αράδα. Ενακένα τουν τρώει η πιριέργεια
Κώτσιους: Τι είνι αυτό ρε δάσκαλι; Τι είνι αυτό του μαύρου ιουμάτου μι αριθμοί π’ έχ’ φέξεις κι παρλατίζ’ σαν τ’ γκαζόλαμπα; Γιατι αλλάζν αράδα τα νούμιρα;
Δάσκαλος: Ποιο εννοείται κυριε Κώτσιο; Για ποιό πραγμα λέτε;
Κωτσιος: Να για τ’ αυτόϊα λέου ρε δάσκαλι (κι τουν δείχν’ του χερ’τ)
Δάσκαλος: Ααα αυτό; Ρολόϊ είναι κε Κώτσιο…ηλεκτρονικό ρολόϊ. Είναι τα σύγχρονα ρολόγια που δείχνουν αριθμητικά την ώρα. Μάλιστα είναι τόσο λεπτομερή , που δείχνουν ανα πάσα στιγμή, την ώρα, τα λεπτά και τα δεπτερόλεπτα. Κάθε στιγμή τακ-τακ-τάκ αλλάζουν τα δευτερόλεπτα. Επίσης δείχνει και την ημερομηνία , το μήνα και το έτος που διανύουμε..
Κώτσιους : Σώπα ρε δάσκαλι; Αυτό δεν ουμιάζ’ ντιπ μι του ρουλόϊ μι ν’ αλτσίδα κι του καπάκ’ πόχου ιγώ στου τζιουπούλ στου γιαλέκου. Ικείνου του βγάνου για να ιδώ τι ώρα είνι για να υρίσου στου τσιαρδίμ’ αλλά ύστιρα που καμιά τριανταριά τιουλτιούκις κι απου δυό ντραματζάνις κράσου π’ ρουφκαλνώ που να του ιδώ. ( Είχιν αστουχής π’ κρύβουνταν απ’ του Δάσκαλου) Κλώθουντι κατ’ βιλουνίδια κατ’ ιδώ κατ’ ικεί..ένα σουγλιτιρό βιλουνίδ’ σκαλνιέτι αράδα τάκα-τούκα, τάκα-τούκα..λόζιους κι ανακατουσιά. Που να σμαδέψ’ τι ώρα είνι. Αμ μέρα;; εχ’ς δυό μέρις ρουφκαλνάς;;τρείς;; . Πότι χίρσις Κυριακή; Πέφτ’; για να πας στου τσιαρδίς καλουτρόπ’ς να μη ουρλιέτι η άλλ’. Μ’ άρισιν παραφύσις, του ρουλόϊς δάσκαλι, μ’ άρισιν . Άμα βρώ θα πάρου κι γώ ένα, να ξιλουζιάζου τ’σ μέρις κι τ’σ ώρις. Ωρέ δάσκαλι…που τα πλούν αυτάια ρε; σι πόταβου μαγαζί; Ου πιταλουτής στου Λιαψίστ’ λες νάχ’ κι να πλάει;; λές να πλάει ρε ου γανουματζής στ’ Χρούψτια; Κάμν πουλλές παράδις Δάσκαλι;;
Δάσκαλος: Ααα κύριε Κώτσιο, υπάρχουν ειδικά μαγαζιά που τα πουλούν αυτά αλλά μπορεί να τα βρεις και πιο εύκολα.Πολλές φορές περνούν και από το χωριό διάφοροι μικροπωλητές , που μαζί με την υπόλοιπη πραμάτεια τους έχουν και ηλεκτρονικά ρολόγια. Τώρα, όσο για την τιμή, δεν ξέρω ακριβώς πόσο κάνουν, γιατί το δικό μου είναι δώρο από τη μνηστή μου, αλλά…. νομίζω δεν είναι ιδιαίτερα ακριβά. Δεν είδες καμιά φορά κανέναν μικροπωλητή με ρολόγια;; σχεδόν κάθε μέρα περνούν από εδώ από την πλατεία . Αρκετοί έχουν αγοράσει..δεν είδες κανέναν;;
Κώτσιους: Όχ δάσκαλι..που να ιδώ. Ιγώ αράδα είμι στα πρόβατα ή είμι ψια μιθζμένους (κι βγάν’ ξανά τα δόντιατ’ απόξου) κι θέλου να ξέρου ψίχα τ’ν ώρα για να ξέρου πότι είνι χαραΐ κι είνι για βόσκμα, μα πότι κουντεύ’ γιόμα κι είνι για του στάλου, πότι είνι για άρμιγμα…Τήρα , ιγώ πρώτα δεν είχα ούτι αυτόϊα του ρουλόϊ μι ν’ αλτσίδα. Δώρου μι τόφκιασαν κι μένα όταν γέγκα τρανός μπράτμους, στ’ χαρά απ’ τ’ αμσίδ’μ. Πρώτα π’ δεν είχα καντίπουτα, ρούκουνα μια ξιάλα στου χώμα κι τηρούσα τουν ίσκιου κι καταλάβινα παν-κατ τι ώρα είνι. Ιτούτου ιδώ του πράμα του θ’κος είνι αλλιώτκου χαμπάρ…θα μι σωσ’, κι δε μιλές ρε δάσκαλι (δεν προυφταίν)
Εκείνη την ώρα από την άκρη του δρόμου, φαίνεται ένας με το «σκελετό» μιας καρέκλας στον ένα ώμο και στον άλλο έχει « κότσα» κι σαλάμκις βριζαμιά (επανέρχομαι στη ντοπιολαλιά)
Ακούγεται: Καρέκλιιιις …καρέκλις φκιάνου , αμα τ’ς τσάκσιτι απου πιόμα η απ’ του χόντρους φκιάνου έεεεκπτους.Φκιανου μέχρι τρία πουδαρκά..ιατί δε συμφέρν’ ..του τεταρτου να του φκιαστι μόοοοοναχ’. Τ’ς φκιάνου τς ουρθιάς, σλουπίσις μι βριζαμιά κι μι κόοοοτσα….ο καρεκλάαααας
Του κατόπ ένας άλλους… «Σίτιις..κόσκνα, σλιάρια για σκιπάριααα, για φκιάριααα , για μπέλιααα κι γινικά για όλα τα ύπιργαααα.Έχου κι πέταλα κι καρδάρια απ’ όλα τα τζάαααβαλα. Πάρτι π’ τι μένα είμι ιφνόοος