ΤΟΥ ΡΟΥΛΟΪ..ΜΙ Τ’Σ ΦΕΞΕΙΣ ΚΙ ΟΥ ΠΥΡΑΥΛΟΥΣ (1)
Γειά σας ωρέ τσιλιμπατζιώνδις κι τσιλιμπατζιώντσις… γιάμι πάλι. Είστι ιντάξ’;; όπους σας μουλουγούσαν;;
Δε σας είπα ότι θα σας κασμιρέψου πάλι ψίχαλας, κι θα σας ρουκώσου φ’τίλια; μι τουν Κώτσιου κι μι του Λιόλιου ; ε, άκσιτι:
Μια μέρα , σαν κι ιχτές, Πέφτ’ , τ’ χαραΐ, ου Κώτσιους κατιβαίν στ’ν πλατέα στου Χουριό. Τραβάει ίσια στου πηγάδ’, σκύβ’ κι ρφάει ψιά νιρό απ’ τ’ μισιά τ’ σιούρκα , σκώνιτι ουρθός , πλιακαλνάει ψιχα τα χείλιατ’ σφουγκίζ, του μ’στάκ’ τ’ κι τηράει κα του καφινείου. Σκέφτιτι να πάει να προυφταστεί , να σβιγγώσ’ καμιά 25αριά τιουλτιούκις, για να τουν ανοίξ η όριξ’ για να τραβήξ’ στου τσιαρδίτ’ του γιόμα να γκλιουκατίσ’ του φαΐ μι όριξ. Σβέλτα, τραβάει κατ’ του κάτ’ του καφινείου κι στρώνιτι σ’ ένα τραπέζ’ πουκάτ’ που ένα ‘γριουτσέναρου, μι χουντρό κτούκ’, καμπόσου αρύ, σα μπαϊαγκουφουλιά. Να χιρίσ’ να παραγγέλν, για να προυφταστεί, αλλά κι για να μη παρ’ να ‘ δυνατίζ’ η τιουλτιούκου κι πεφν τα γράδα, για νάνι του πιόμα γιρό να τουν πιρουνιάζ’. Βγάν κι απ’ του τζιόπ απ’ του γιαλέκου τ’ν κασιτίνα μι τα σέρτκα κι ιτοιμάζιτι να παυκαλίσ’ ένα γιατί τόχ’ ξιτασκό να μη ρουφκαλνάει τιουλτιούκου χουρίς να παφκαλνάει σέρτκου. Βγάν’ κι του τσιακμάκ’ ρουκών’ κι τ’ν ίσκνα κι τσιάφ…τσιακτάει κι ανάβ’ τ’ν τσιγάρα.
Δεν προυφταίν’ να χ’πήσ’ τα τσιούγκατ , να χιρίσ’ να παραγγέλν’ τ’ς ρακές, απουμέν’ μι του στόμα ‘νοιχτό σα γκλαβανή. Σμά κουντά, για φτάν’ που πέρα ‘π’ του σκουλειό κι τουν προυφταίν’ , ου Δάσκαλους. Έρχιτι να καρτιρέσ’ τουν ταχυδρόμου, να πάρ’ τ’ν αλληλουγραφία ‘π τ’ Νουμαρχία.
Ου Κώτσιους, απού αντρουπή κι απού σέβας βγάν’ τα δόντια ‘πόξου , κ’νάει τ’ τζιουμανίκα κι λέει στου δάσκαλου:
Κώτσιους : Καλημέρα δάσκαλι. Τι φκιάντς; Για σκαλίσκα κι σκώθκα ψια κατουπίτυρα σήμιρα κι ήρθα να ρφίσου κανάν καφέ. Μη θαρρείς ότι ρουφκαλνώ τιουλτιούκις; Ότι είμι κανάς μιθούκας; Όοχ’ κυριι δάσκαλι . Ιγώ είμι έμπριπους, νοικουκύρ’ς. Έχου φαμπλιά, έχου δυο πιδιά κι δυό κουρίτσια (έτσ’ ήλιγαν…τα ξιχώρζαν). Ισύ ρε δάσκαλι τι σκλιά σπαράχκις χαραϊάτκα;. Τι δεν έρχουσαν ψια κατουπίτυρα , να προυφτάσου να ρουφκαλίσου καμιά δικαριά ( !!! ξιαστουχίθκιν , κόντιψι να μαρτυρθεί) …καφέδια να ξινιστάξου;
Δάσκαλος: Καλημέρα κύριε Κώτσιο. Δε χρειάζεται να μου λές τι πίνεις και τι τρώς..ξέρω για το πιοτό..αλλά δεν πειράζει, δικό σου θέμα είναι. Να εγώ ήρθα λίγο νωρίτερα σήμερα να πάρω την αλληλογραφία , γιατί σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία και πρέπει να ‘μια έτοιμος για την ορθή λειτουργία του σχολείου. Εσύ;;πως είναι η οικογένεια;..τα παιδιά;
Κώτσιους : Ιντάξ’ είμιστι όλ’ δάσκαλι. Φόντας σκόλασαν τα σκουλειά , όλ’ οι λιαβέρδις ίντς μέσ’ τ’ χαρά. Πιαλούν όλ’ τ’ μέρα στράτις, τσιαλκεβουντι, παίζ’ν. Όλα τα ουρταλίκια πιάλτσαν όλου του καλουκαίρ’… Έχουμε κι κάμπουσις δλειές βέβια κι τ’σ στχούμι ψίχα του θέρους σ’ αυτές αλλά, για να ψένουντι που νουρίς…πρώιμα.