Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Β ΚΥΚΛΟΣ 5ο ΜΕΡΟΣ
Σι κανά τέταρτου, έφτασιν κι ου Νιάνιους στου σπίτ’..στρώθκαν μι του φουτουγράφου, αλλά για πρώτ’ φουρά στα χρουνικά (δεν ξαναγέγκιν), απουφάϊσαν να χιρίσν μι μιζέ μόνι κι ψουμί, για να μη τς θιρίσ’ ύστιρα του πιώμα απ’ τν τρανή τ’ ντραματζάνα .. (δεν ήξιραν πόταβου κι πόσου γιρό ήταν)…κι έτρουγαν κι ήλιγαν αλλά δεν ήπιναν ακόμα. Μια δόσ’, πν άκρα πτου ντβαρ πτου σπίτ, φάνγκι του κιφάλ τ’ ίππου « Ωρε Νιάνιου, ιγώ τ’ αγαπώ πουλύ αυτό του χαιβάν,μπουρεί ισείς να λέτι..
Νιάνιους: Όχ’ ρε Τακ’, ιγω δε λέου καντίπουτα..ου Λιολιας κι ου Κώτσιους του στόλτζαν αράδα του ζουντανό.. ίγώ καντίπουτα..
Φουτουγράφους: Ξέρου ρε Νιάνιου, ακούου κι γλέπου ιγώ, δεν ίμι κανα ντουρντουβάκ’.Προυχτές κατάλαβα πόσου πουλύ του αγαπώ τουν ίππου..άκσι γιατί , τι έπαθάμι.Προυχτές, κι απ’λές, έπριπιν να ιπισκιυαστούν τα σαμάρια πτα μπλάρια κι απ’ τα γουμάρια , να ιτοιμαστούν κι να γέν τς ουρθιάς, για τς βαριές τς δλειές για του χμώνα…να κουβαλήσν τα ύπουρα, τα ξύλα για του τζιάκ, κλαδί για τς κατσίκις, απ’ όλα. Ήρθιν λοιπόν ου σαμαράς απ τ Σέλτσα π αναφιράμι παραπάν, μι του τρικυκλου, μι φουρτουμέν’ βριζαμιά, ξύλα για τα σαμάρια, ιργαλεία για ιπισκιυές (αν κι απ τ’ Σέλτσα, ου καλυτιρους τιχνίτς για τ’ αυτά).
Τόβαλιν του τρίκυκλου, δίπλα απ’ του θκόμ του τσινάρ, γιατί δεν ίχιν αλλόυ χώρου (άφηνιν κι μέρους να πιρνούν τ’ άλλα τα πράματα , τα φουρτουμένα π’ έρχουνταν π’ σιακάτ πτ αμπέλια (πιρνούσαν πουλλά φουρτουμένα, γιατί ήταν η ιπουχη π’ έβγαναν πτα μπαχτσέδια τς πατάτις, τα κρουμύδια τα πράσσα..πουλύ κουβαλτό) .Του αλών’ πουκάτ απ τ’ Τζέκ τν αυλή γιόμσι ζουντανα.Απ’ όλου του χουριό γουμαρια μπλάρια, όλ’ ήφιραν, ου Πιρδικάς, ου μπιράτς, ου Χρήστους τ’ Στερ’ τ’ Αντρία, π’ ίχιν τα μαντριά κι τα αχούρια, πουκάτ πτου σπίτ’ τ’ φουτουγράφου (ώχ αστόησα..δε λέου ουνόματα κι παρανόμια άλλ’ φουρά…αστόησα..να μι σχουρνάτι).
Χίρσι λοιπόν ου σαμαράς , να παίρν’ μέτρα κι να φκιάν’ τα σαμάρια. Έφκιανιν τ’ δλεια ου Σαμαράς, κι για κάθι ένα π μπίτζιν, πλιαρώνουνταν μι στιάρ, μι κθαρ, μι καλαμπούκ’ , μι βρίζα, κι αν ίχιν καένας τουν πλέρουνιν μι παράδις.
Η θκήμ η μάλη η Λένκου, είχιν πάει να μας’ τουν ίππου απ’ τουν αυλαγά. Όταν ‘ύρσιν του τσιναρ ήταν πιασμένου, που άλλα γουμάρια που ήταν ίκεί ..τα γκουρτσαγκαθα πτά διναν κι αυτά πιαζμένα..κατ’ πασάλ’ βαριμέν’ γι αυτή τη δλεία …όλα πιασμένα.Ώρε λεει η θκήμ (μι τα μουλόγσιν ύστιρα, λίγου κατουπίτυρα, μι του στανιό).Μι λέει , σκέφκιν: «τώρα που δένου τουν ίππου; Τηράει καλύτιρα ..πτν καρότσα πτου τρίκυκλου, αρτηρνούσι, ένα σαν τν άκρα πτου παρμακλίκ, σα μκρο γύρζμα που κλούτσα..σα μισουκουμένου θλήκ’ ..γάντζουν. Άκσιν που ήλιγαν κιόλαντς , ότι τόχν να δεν πράματα, κι λέει η θκήμ: «Ιδώια θα του δέσου». Τσακών’ τν τριχιά , φκιάν’ διπλή θλειά στου γάντζου να μη απουλθεί, γιατί ήταν γιρό χαιβάν’ κι του σφίγγ’. Σκέφτιτι: «ρε δεν του ρίχνου στν καρότσα του χουρτάρ, πρώτουν να μη τρώει που καταή, χώματα κι πετρις , δευτιρουν ,αν ίντου καταή, να κνάει τα πουδάρια κι να τρίβιτι του χουρταρ, κι ν’ απουμέν’ μόνι κότσαλα να φαει κι ντιπ φύλλα;» «Ωρε γιατί να μη εχ’ του κιφάλ’τ’ ίσια ουπάν στν καρότσα κι να τρώει πιριφανα κι να μη του κναει παν-κατ να τρώει που καταή;… «άλλουστι», σκέφτιτι, «θιρίζν τ’ αυχινικά στς ιππ».Τού σκέφκι τούπιν κι τόκαμι.
Η ώρα πιρνούσιν , μπιτζαν κι ιτιμάζουνταν τα σαμάρια κι έφιβγαν μην αράδα κι τα γουμάρια. Ου Σαμαράς, μπίτσιν έμασι τα ιργαλεία’τ’, τ’ βρύζαμιά π’ πιρίσιψι κι όλα τα ξύλα για τα σαμάρια, όλα γινικά τα υπάρχουντατ κι τα ύπιργα. Ρούχα τς δλειάς, σακουράφις τσαγκρασούλια π’ τριπούσι του γουρνουκόζνου’ απ του σαμάρ, κι του γιόμζι ύστιρα μι βριζαμιά κι ύστιρα το ‘ραβι μη τν τρανή τν κουλουριαστή τ σακουράφα…
Αφου μπίτσι λοιπόν, τουν φουνάζ’ ου Τάκς (η φουτουγράφινα φουκαλούσι στουν πίσου του νουβουρό): «Ω Σαμαρά, αφού μπιτσις έλα να σι βάλου μια τιουλτουκου να σφιξ κι να πας στου καλό..γιατί πρεπ να σμάσουμι κι λίγου , απ τ’ δλειάς μαζώχκαν πουλά σκούπιρα όξου απ του σπίτμ κι πρέπ να τα μάσουμι…γιατί παίρν’ κι να μουργκίζ’.. μη δεν προυφτάσουμι», κΙ σιβαίν’ στου σπίτ’.. (ου Νιάνιους είχιν παει στ΄χρεία κι ίχιν ώρα, μάλουν τουν τσάκουσιν τσίλια πτν πουλί τν αρμιά..)
Ου ίππους κόντιβι να κοιμθεί, έρχουνταν ή ώρατ (ουρθός μι ανοιχτά τα μάτιατ βέβια κι όχι τζιβουμένα). Μιτα κι του νιρό πτουν έδουκιν η φουτουγράφινα, ‘ύρσιν ψίχα του κιφάλτ πουκάτ πτν καρότσα απ του τρίκυκλου, κι δε φαίνουνταν διμένου στου μουσλούκ πτν καρότσα, αλλά φαίνουνταν σα νάταν διμένου, κανουνικά στου τσινάρ.
Ου Σαμαράς δεν πίρι χαμπάρ καντίπουτα…ήπιι τ’ γιρή τ’ Βιλβιντνή τν τιουλτιούκου , να τουν κρατήσει, έχαψι , κι ένα μιζέ, τουν ρούκουσι στου στου στόμα, να ψυχουπιάσ’ ψίχα για να πάει ιντάξ’ ως τ Σέλτσα.
Ανέφκι ύστιρα στου τρίκυκλου, έβαλίν μπρουστά κι κίντσιν. ..Πρώτ’ πήριν χαμπάρ η Λισάβη τ’ Αντρία τ’ Γιώτα ..Γλεπ του τρικυκλου να φευγ’ κι απου πίσου διμένους, να πιαλάει ου ίππους τ φουτουγράφου… θάρσιν , «Του γκαφάλ’ ου Σιλτσιώτς κλεβ τουν ίππου τ’ τάκ’». Χιρνάει να τσουρίζ’ «πιάλατι μας κλευβν τουν θκό μας τουν ίππου» .
Απ του γιρό του τσούργμα τς Λισάβης, παίρν’ χαμπάρ η Αγγιλική τ’ Παγούν’. Ύστιρα η Θουμαή τ’ Τζέκ, η Στέργινα τ’ Λιάτη , η Καλλιόπ’ τ’ Δημόπουλου , , η Πόπη τ’ Τάσιου τ’ ξυλουργού, η Μαλαματή τ’ χρήστου τ’ Στερ’ τ’ Αντρία, η Κουσταντινιά τ’ Θουμά, που παν η θανάσινα, η Δέσπου τ’ Νιανιάκ’, η Θυλουία, η Όλγα τ’ Κουτσιαρή (μου επιτρέπετε η μανούλα μου..), η Ευδοκία τ’ Γιώργου . η Τσιατσιούλα τ’ μπαρμπανκόλα τ’ Δημόπουλου…όλις… αναβαλτζμός στουν κάτ’ του μαχαλά κι σ’ όλου του χουριό.
Πιτάχνουντι οι αντραίοι πτα καφινεία…που στόμα σι στόμα έφτασιν του κλιψιό. Ωρέ στου μισουχώρ στου Ντρίανουβου ρε κλιψιό απου σιλτσιώτ’;; μι τίπουτας.
Απ’όξου απ του καφινείου τ’ Τζηκαλιού του προυφταίν. Φτάν πρώτα οι γιροί κι οι ζβέλτ. «Ωρέ θα σι τιμαρέψουμι …θα σι λιανίσουμι ιδώια..όυτι δείγμα για του χημείου δε θα βρουν στ Σελτσα να παραχώσν…μπιτσις κι δεν του κατάλαβις».
Σχιδόν αμέσους φτάν’ κι ου φουτουγραφους…τουν κρατούν «Φέρτι τν κάμα τν τσιούτσιαν να τουν ζουπίσου στου γκαργκαλιάνου, να μπιτίσ’ ιδώια να μη μας παρν χαμπάρ, αν δεν έχτι κάμα, του ντάλλα π’ σφάζουμι του γουρούν’, αν δεν έχτι ντάλα, τ’ μπλίκρα ρε να τουν σφάξου ιδώια στς καρούτις..να χυθεί του αίματ, αν δεν έχτι μπλίκρα του μπιτσκί, π’ κόβουμι κλιτσιάδια, αν δεν έχτι μπιτσκί, τουν ταχρά για να τουν παρου πρώτα τα πουδάρια, αν δε σας βρίσκιτι πρόχειρους ου παλιουρουκόπους, τν τσικούρα π’ σκίζουμι τ’ αδρέϊνα»…τουν σκαλνάει ου Λιόλιας: «Αξάδιρφι μη γυρέψ του γκρα γιατί ακούιτι απου μακρυά κι θα μας τσακώσν οι χουρουφυλάκ’».
Τότι, παριμβαίν’ ου Πρόϊδρους, ου σπουδαίους ηγέτς, ου Ντάφας: «Τι γένιτι ιδώια ρε;; για λέγιτι, φουνικό στου μισοχώρ στου Ντράνουβου; Μι Πρόιδρουν του Ντάφα;; να τ’ αστουχίστι..(έμαθιν σχιδόν όλου του πιριστατικό νουρίτιρα) «Δε μι λες ρε σαμαρά, τι πήγις να μας φκιάις;» Κατιβαίν’ πτου τρίκυκλου ου σαμαρας μι δάκρυα στα μάτια. «Τίπουτας κυριι Πρόϊδρι…ρώτατι οπ’ κι αν πήγα αν έκλιψα καέναν πουτές..δεν ξέρου πως βρέθκιν του χαιβάν’ σας, διμένου, στν καρότσα τ’ θκιάμ…στ φαμπλιάμ..(απευθύνεται σ’ όλους τους αγριεμένους) « να ρε πάρτι τα όλα άμα θέλτι, βριζαμιές σαμάρια, γουρνουκόζνα, τσαγκρασουλια..ντιπ όλα ..πάρτι κι του τρίκυκλου αμα θέλτι , κι αστιμι να ζήσου να πάου στου καλόμ.»
Παρεμβαίνουν οι ψυχραιμότεροι, και ίδιαίτερα ο λογικός.
« Άστι τουν ρε, δε γλέπτι αλήθεια λέει, άστι τουν να πάει στου καλότ’ ..απόλνατέτι τουν»