Βρήκαμι το μπελιά μας μι τ΄ αυτές τ’ς μπάμπις. Από τότε που τς πήραμι τα τάμπλετ, τα άιφον κι τα λάπτοπ, όλ΄ τ΄ν ώρα είνι στο σκρούτζ κι ψνίζουν.
Κι δε νι που ψνίζουν μόνι, είνι κι που συνερίζουντι συναμεταξύ τ’ς η μιάν μι τ΄ν άλλ΄ κι ότ΄ παραγγέλν΄ η μιαν σήμιρα, το παραγγέλ΄ν κι η άλλ΄ ταχιά. Κι άμα το βρει η μιάν κι κα΄να μσό ευρώ ιφνότερο, γκζοτίζ΄ τ΄ν άλλ΄ για καμιά βδομάδα, κι τ΄ λέει ότι δεν ξέρ΄ να ψνίζ΄.
Όλ΄ τ΄ μέρα ακούς μια βαϊμούρα, από τα μοτοσακά από τς κούριερ, που κλώντι στα σοκάκια κι στα γκαλντερίμια, όπως οι τζιντζαραίαι γύρω από τς βουζλιές το Μάη. Για τ΄ αυτό κι συλλοϊάζω πως θα βγώ όξω, να μη μι πάρ κα΄να μοτοσακό σβάρνα κι τι τζιλάπ΄ θα δώσω στον κόσμο, που θα πουν ότι ου Τσιαμήτς δεν είχι κυκλοφοριακή αγωγή.
Κι να ψούντζαν κι τίποτα χρειαζούμενο, χαλάλ΄. Ξεπαραδιάζοντι οι παππούδες κι φέγουν οι συντάξεις πρου μη να τς πάρουν στα χέρια τς. Πήρι υπροχτές η Βάσαινα αποσκληρυντικό για το πλυντήριο, επειδή πήρι κι η Ντώναινα, μόνι που η Βάσαινα πλέν στ΄ν κουπάνα.
Μι ξεπαράδιασι κι ημένα μιάν η μπάμπου, μι ξιπαράδιασι δυό κι σαν είηδα κι απόειδα, απόλκα τον Καλέσ΄ κι δεν κοτάει να ζγώσ΄ στ΄ν αυλή καένα μοτοσακό. Υπροχτές ένας είηδι τον καλέσ΄ που γκαμπγκαλνούσι κι θάρεσε ότι «σκλί που γκαμπγκαλνάει δε δαγκών΄», αλλά όταν ζιούγουσι κι τον χνήθκι, απέρασι κι το Τζιάκομο Αγκοστίνι στα νειάτα τ΄, για να γλυτώσ΄. Όσο θα ξαναπάει η αρκούδα που έσκιαξι ου Μήτσιους τ΄ Κουρκουλόζ΄ στ΄ Ρούπα, όλο τόσο θα ξαζγώσ΄ αυτός ο Κουριεράς στου σπίτ΄. Ά μα κι τι!!!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης