Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ δεν είμι ντιπ καλά, γιατί βρήκαμι το μπελιά μας μι τ΄ αυτήν τ΄ Νάσαινα.
Η Νάσαινα ήταν θκό μας κορίτς. Χουριανκιά! Πρου μη να πάρ΄ το Νάσιο, τ΄ν ήλιγαν Τασιούλου. Ύστιρα πάει στ΄ν Αθήνα να σπουδάξ κι ούτι σπούδαξι, μόνι όταν γύρσι πίσ΄ είχι αλλάξ΄ κι το όνομα τς. Αντις για Τασιούλου, ήθιλι να τ΄ φουνάζουμι Νάνσυ. Ύστιρα παντρεύκι κι του Νάσιου κι γίγκιν Νάσαινα. Ούτι Νάσαινα θελ΄ να τ΄λέμι, αλλά σ΄ αυτό τουλάϊστον απολοϊέτι, γιατί ουμοιάζ΄ μι το Νάνσυ.
Η Νάσαινα στ΄ν Αθήνα γίγκιν αυτό απού το λεν φεμινίστρια κι απ΄ τα τότες απού ήρθι στου χουριό, όλο βαν σκαντλίθρες στς μπάμπες, ότι τάχα οι πάπ΄ τς καταπατούν τα δικαιώματα. Έτς γιόμωσε η Ντράμστα μι μπάμπες δικαιωματίστριες κι βρήκαμι του μπελιά μας. Σμα σ΄αυτές κι η θκιά μ΄ η μπάμπου, όλο κι μι ρίχν μπόντο, κάθε φορά που ανταμώνητι μι τ΄ Νάσαινα.
Σήμιρα κίντσαμι μι το Μίχο κι μι το Γούλα, να πάμι στο καζαναριό. Όσο ζιουγουνάμι, ακουγάμι ένα λόσκοτο. Σίμωσάμι να ιδούμι τι γένταν κι τι να ιδούμι! Αμπροστά – αμπροστά στέκουνταν η Νάσαινα κι από πίσ΄ ήταν πεντέξ΄ μπάμπες. Όλες είχαν από ένα φασλότσακνο κι στ΄ν κορφή από το φασλότσακνο είχαν από ένα σανίδ΄ κι έγραφαν συνθήματα. Τς Νάσαινας το σανίδ΄ έγραφε: «Δώστε το καζαναριό, τώρα σ΄ όλο το χωριό». Κι δεν ταν μόνι αυτό. Άλλ΄έγραφε: «Έξω οι βάσεις του Θανάτου», άλλ΄ έγραφε: «Ψωμί – παιδεία – ελευθερία» κι άλλ΄ έγραφι: «Μ΄ αγώνες καταχτούμε, τα δικαιώματά μας».
Θιαμάχκαμι! Όλα αυτά ήταν δλειά τς Νάσαινας! Δεν ηξιράμι τι να κάουμι! Ου Γούλας τότε ρώτσι του Μίχου: «Τι να φκιάσου»; Δώσ΄ τς το κλειδί κι θα ιδούμι, είπιν ου Μίχους. Τς το δωκι κι δε μας άφκαν να πάρουμι ούτι τ΄ν τραμαντζάνα μι το ρακί κι το βάζο μι τ΄ν αρμιά. Έβγαλι η Νάσαινα ψήφισμα κι τα κοινονικοποίησαν.
Κίντσαμι να φύγουμι κι λέω το Μίχο: «Γιατί είπις να τς δώσουμι του κλειδί»; Έχω το σκοπό μ΄, είπιν ου Μίχους κι έβγαλι απ΄τον πρόπκατο το άιφον. Πήγε στς ρυθμίσεις κι έβγαλι αυτό απού λέει «αποστολή στοιχείων μου» για να χει απόκρυψ΄ κι πήρι ένα νούμερο. Απολοήθκιν αυτός απού καλνούσι κι ου Μίχους γύρεψε τον κύριο εισαγγελέα.
Ύστιρα από ώρα, απολοήθκιν κι ου εισαγγλέας κι ου Μίχους τουν είπι ότι θέλ΄ να κάμ΄ μια ανώνυμ΄ καταγγελία. Τουν είπι ότι θέλ΄ να καταγγείλ΄, ότι οι μπάμπες στ΄ Ντράμστα πααίνουν κι κάντι στο καζαναριό κι παραβιάζουν το υγειονομικό πρωτόκολλο.
Σαν άξι αυτά ου εισαγγελέας, γινάτουσι κι χήρσι να τσουρίζ΄ τόσο που τον ακουγάμι κι ιγώ μι του Γούλα. «Ιγώ κύριε ανώνυμε, καν΄ πθενά δε βρήκα τόσο νομοταγείς πολίτες, όσο στ΄ Ντράμστα κι είνι η δεύτερ΄ φορά που γένητι τέτοια καταγγελία, για τ΄ αυτό δε σι ψτεύω», είπιν ου εισαγγελέας.
Σαν άξι έτς ου Μίχους, έκλεισι του άϊφον, να μη πέφτουν τζιάμπα κι μονάδες κι είπι: «μοναχοί μας εβγαλάμι τα μάτια μας». «Κάλλιο να βγει του μάτ΄, παρά το ονομά τ΄», είπιν ου Γούλας. Σώπατι τώρα, τς είπα. Τώρα που απόμκαμι άστεγοι, πρέπ΄ να κάτσουμι να σιλουϊάσουμι που θα πααίνουμι να πίνουμι τς ρακές μας. Θάρουμ ως τ΄ν άλλ΄ τ΄ν Παρασκιβή θα βρούμι τόπον!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα