Καλημέρα πιδιά μ΄ καλά. Δεν είμι καλά σήμιρα, ύστιρα απού τ΄ αυτό απού έπαθα ιχτές στου Τσουτύλ΄. Σας ευκιούμι μέσα απού τ΄ν ψ΄χή μ΄, ισείς να στι όλ΄ καλά!
Ιχτές πήγαμι αντάμα μι τ΄ μπάμπου στου Τσουτύλ. Ήταν από τ΄ν αρχή δύσκολ΄ μέρα, γιατί δεν είχι στου πρόγραμμα νε Χρηστάκη νε Διαμάντ΄! Σι καφετέρια τουν ήπιαμι τουν καφέ! Στου Στάθη του Μεταξά! Η μπάμπου πίν΄ Αμερικάνο. Τουν είηδι στου ίντερνετ΄ κι τ΄ν άρησι! Ιγώ παραδοσιακός: Καπουτσίνο μι μυγδαλόγαλου κι καστανή ζάχαρ΄!
Πήγαμι αντάμα, γιατί έχ΄ εκπτώσεις κι η μπάμπου ήθιλι να ψνίσ΄! Ψούντσι κι η Μπασιουνάσιαινα υπροχτές κι δε γένταν η θκή μ΄ η μπάμπου να απουμείν΄ ουπίσ΄.
Σώντας τα καφέδια, πήγαμι στου Χάτσιου. “Φωκά του Βοΐου”, τουν λέει η μπάμπου. Ότ΄ Βερσάτζια, Ντιόρια κι Σανέλια έχ΄ ου Μήτσιους, όλα τα βαλι η Μπάμπου. Ιγώ τ΄ν ήλιγα να πάμι στ΄ Νούλου, να τ΄ράψ΄ ένα ταγέρ΄ απού ήθιλι, αλλά όλα γέντι για του τικέτου, απ΄ θα να χει ουπάν΄ του ρούχου κι άμα το ΄ραβι η Νούλου, τικέτου δε θα να ΄χι!
Ύστιρα πήγαμι στου Σπύρου του Γκόσιου για παπούτσια. Πήρι η Μπασιουνάσιαινα υπρουχτέ κινούρια παπούτσια για τ΄ν εκκλησιά κι δε γένητι να ΄χει κινουριότερα παπούτσια η Μπασιουνάσιαινα, απού τ΄ θκή μ΄ τ΄ μπάμπου! Πάει κι ιδώ μσή η σύνταξ΄. Του καλό είνι ότι πήγι κι στ΄ν Αλέκα να χτιντστεί κι πετάχ΄κα ως του Χρηστάκη. Βρήκα του Λάμπρου τουν πλατέντα κι έτσουξάμι κα΄ να δυό ρακιά όσ΄ ώρα χτενίσ΄νταν.
Σαν έσουσι κι απού τ΄ ικεί κι απόμκαν κι παράδις, πήγαμι του μεσμέρ΄ κι στου Ζήσ΄ τουν Πράππα, να φάμι κα΄να κουψίδ΄. Αφού εσωσάμι, κίντσαμι να πάμι στου λιουφουρείου. Έκουψάμι εισιτήρια στου Μχάλ΄ του Μπέκα κι καητιρούσαμι να ρθει ου Τρύφωνας μι του λειουφουρείου να φύγουμι. Ήταν κι μια μπάμπου απ΄του Ντόλου κι ρουτούσι τ΄ μπάμπου τι ψούντσι. Σαν τ΄ν είπι η μπάμπου, γύρσι η μπάμπου η Ντολιανάτ΄σα κι τ΄ λέει, αμπρουστά σι όλουν τουν κόσμου: «Τυχιρή είσι, απού έης έναν πάππου κι τουν φκιάντς ότ΄ θέλτς».
Αντράπκα τόσου πουλύ κι θαρρώ ότι όλ΄ οι νουμάτ΄ που ήταν στου πρακτουρείου μι τηρούσαν κι χασγκαλιούνταν απού μέσα τς μι τ΄ ημένα. Σέφκα μι του κιφάλ΄ κατ΄ στου λιουφουρείου κι δεν καητιριούμαν να φτάκου στου χουριό, να κατέβου, να μι μι γλέπουν αυτοί απού άξαν τ΄ μπάμπου τ΄ Ντολιανάτ΄σα.
Σαν εφτακάμι στ΄ Ντράμστα κι κατέφκαμι απ΄ του λιουφουρείου, μ΄ έφυγι ένα βάρος ίσια μι εκατό ουκάδις απού ουπάνου μ΄. Μόνι σα ζιούγουμάμι στου σπίτ΄, ήταν αμπρουστά στ΄ αγκονάρ΄ ου Μίχους ου Φιάκας. Ημένα ούτι μ΄ έκρηνι, μόνι γύρσι στ΄ μπάμπου μ΄ κι τ΄ν είπι: «Τυχιρή είσι, απού έης έναν πάππου κι τουν φκιάντς ότ΄ θέλτς».
Δεν είπα καν΄ τίπουτας. Έφυγα αντρουπιασμένους, μόνι σα σέφκαμι στουν οντά, γύρσα κι είπα στ΄ μπάμπου: «Παράγγειλι στα ισόπια, να σι φέρουν ότ΄ θέλτς, όμως άλλ΄ φουρά μη παντεχαίντς ότι θα πάμι αντάμα στου Τσουτύλ΄ να ψνήης»!!
Χαλάλ΄ για τ΄ μπάμπου το ρεζίλ΄, αλλά κι του γκζότσμα δεν αντέχητι!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα