Το γνωστό απρόσωπο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας δει (πρέπει ή είναι επιβεβλημένο να) επιβιώνει σε ορισμένες λόγιες φράσεις της νέας ελληνικής γλώσσας: «πολλού δει» (λείπει πολύ, χρειάζεται πολύ, απέχει πολύ από), «ολίγου δει» (παραλίγο να, λίγο έλειψε να, σχεδόν), «δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων» (παροιμιώδης φράση σε Ολυνθιακό του Δημοσθένη, «χρειάζονται χρήματα, και χωρίς αυτά δε γίνεται τίποτα από τα αναγκαία»).
Η μετοχή δέον του εν λόγω ρήματος, που δήλωνε στην αρχαία ελληνική γλώσσα αυτό που είναι υποχρεωτικό, αναγκαίο ή πρέπον (π.χ., μάλλον του δέοντος, εν δέοντι καιρώ), απαντά επίσης στη νέα ελληνική γλώσσα.
Εν πρώτοις, πολλοί είναι αυτοί που ακόμη και σήμερα, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, κάνουν λόγο για το δέον γενέσθαι, δηλαδή αυτό που πρέπει να γίνει: «Στη ζωή μου ενεργώ πάντοτε με γνώμονα το δέον γενέσθαι»».
Άλλοι πάλι αναφέρονται στα δέοντα, έχοντας κατά νουν είτε τα μέτρα που λαμβάνονται και τις ενέργειες που γίνονται για την αντιμετώπιση ενός γεγονότος ή μιας καταστάσεως («Μην έχεις καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι υπεύθυνοι θα πράξουν τα δέοντα», «Η ελληνική κυβέρνηση ενήργησε εγκαίρως τα δέοντα για την αποτροπή του πολέμου»), είτε (σπανιότερα) τα χαιρετίσματα, τους χαιρετισμούς που στέλνουμε σε κάποιον μέσω ενός τρίτου προσώπου («Του ζήτησα να διαβιβάσει τα δέοντα στον πατέρα του»).
Εξάλλου, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την υπερβολή, με άλλα λόγια την υπέρβαση του κανονικού και του συνηθισμένου, το ξεπέρασμα του ανεκτού ορίου, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είτε τη φράση υπέρ το δέον (υπέρ + αιτιατική) είτε τη φράση πέραν του δέοντος (πέραν + γενική): «Ήταν πάντοτε υπέρ το δέον επιεικής απέναντι στα παιδιά του», «Η μητέρα σου υπήρξε πέραν του δέοντος σκληρή και αδιάλλακτη στο ζήτημα του διαζυγίου».
Όμως, δεν επιτρέπεται να κάνουμε χρήση της φράσης υπέρ του δέοντος (υπέρ + γενική), για να δηλώσουμε, όπως συχνά πράττουν πολλοί, υπέρβαση ή υπερβολή. Και τούτο, διότι η πρόθεση υπέρ που συντάσσεται με γενική δηλώνει κάτι εντελώς διαφορετικό, δηλαδή κάτι που γίνεται προς υπεράσπιση, βοήθεια ή ωφέλεια κάποιου: «Έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος», «Ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε υπέρ του γιου του», «Διεξάγεται έρανος υπέρ των σεισμοπαθών».
Ιδού και ένα τελευταίο παράδειγμα, όπου το υπέρ του δέοντος χρησιμοποιείται με ορθό τρόπο: «Ο υπουργός τάχθηκε υπέρ του δέοντος από εθνικής απόψεως και όχι υπέρ του συμφέροντος από κομματικής απόψεως».
Βαγγέλης Στεργιόπουλος