Εν συντομία, συμφωνώ και την στηρίζω. Εφόσον γίνει σωστή διαχείριση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, θεωρώ ότι θα αποβεί προς όφελος της Ελλάδας.
Με στεναχωρεί ιδιαίτερα (αν και δεν με εκπλήσσει) ότι για άλλη μια φορά ένα σημαντικό εθνικό ζήτημα καταντάει αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Η διχόνοια και η έλλειψη μέτρου που επικράτησαν (πλην εξαιρέσεων) στην Βουλή κατά την συζήτηση για την πρόταση μομφής, στα ίδια πρότυπα που χάραξε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση, υπονομεύουν την συλλογικότητά μας και την ικανότητα που έχουμε να διαχειριστούμε ευνοϊκά στο μέλλον τις όποιες ασάφειες και τα όσα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά.
Η συμφωνία στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση έχει θετικά και αρνητικά σημεία. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι στο σύνολο της είναι ωφέλιμη για την Ελλάδα.
Ο όρος «Βόρεια Μακεδονία» αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση που θα μπορούσε να πετύχει η χώρα μας στο θέμα του ονόματος. Και δεν το λέω αυτό τώρα που κλείδωσε το συγκεκριμένο όνομα: αντιθέτως, είχα εκφέρει ανοιχτά την άποψή μου σχετικά με το θέμα αυτό πριν από έξι μήνες. Για την ακρίβεια όταν παρουσιάστηκαν για πρώτη φόρα οι 5 προτάσεις Νίμιτς. Το σχετικό άρθρο είναι παρακάτω.
Το καινούργιο όνομα είναι σύντομο και απλό. Παράλληλα, ο υπόλοιπος κόσμος είναι εξοικειωμένος με τον συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό (βλ. Νότια Αφρική, Ανατολικό Τιμόρ, Νότια/Βόρεια Κορέα κλπ). Αυτό σημαίνει ότι το όνομα πληροί βασικές προϋποθέσεις για να καταφέρει να επικρατήσει έναντι του «Μακεδονία» σκέτο. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ονομασία θα μεταφράζεται διεθνώς ως «North Macedonia» και συνεπώς η αμετάφραστη εκδοχή του «Severna Makedonija» που διεκδίκησε η ελληνική πλευρά, ευτυχώς δεν έγινε τελικά πραγματικότητα.
Επιπλέον, ο όρος «Βόρεια Μακεδονία» θέτει συγκεκριμένα όρια στους γείτονές μας. Ουσιαστικά, αποτρέπει άμεσα την οικειοποίηση της γεωγραφίας, επειδή αποσαφηνίζει εξ ορισμού ότι αναφερόμαστε πλέον σε ένα κράτος, η επικράτεια του οποίου περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων περιοχών– μόνο ένα βόρειο τμήμα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας.
Κατά την άποψη μου, αυτή ήταν η ουσία της υπόθεσης στο θέμα της επιλογής του ονόματος: από την μία πλευρά να πληροί βασικές προϋποθέσεις για να καταφέρει να επικρατήσει έναντι του «Μακεδονία» σκέτο, και από την άλλη να συνεπάγεται αυτόματα την ύπαρξη μιας άλλης σύγχρονης Μακεδονίας, δηλ. της ελληνικής Μακεδονίας.
Καμία από τις υπόλοιπες προτάσεις που ήταν στο τραπέζι δεν συνδύαζε τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα ο προσδιορισμός «Άνω» (βλ. «Άνω Μακεδονία» ή “Upper Macedonia” στα αγγλικά) δεν συναντάται σε καμία άλλη ονομασία χώρας στον κόσμο και συνεπώς δεν υπάρχει η απαραίτητη εξοικείωση διεθνώς. Επίσης, το «Νέα Μακεδονία» συνεπάγεται απλά την ύπαρξη μιας παλιάς/αρχαίας Μακεδονίας και τίποτα περισσότερο.
Στα αρνητικά της συμφωνίας, ξεχωρίζει κυρίως η αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και «μακεδονικής» γλώσσας εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Παρεμπιπτόντως, στην ελληνική νομική γλώσσα δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των όρων «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα».
Θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι καλύτερο; Πιθανώς ναι. Για παράδειγμα, θα μπορούσε ίσως η Ελλάδα να εξασφαλίσει ότι το όνομα της ιθαγένειας/υπηκοότητας θα συμβαδίζει πλήρως με την καινούργια ονομασία του κράτους.
Αλλά ακόμη και σ’αυτήν την περίπτωση, η πραγματικότητα είναι πως δεν επρόκειτο ποτέ να πετύχουμε συμφωνία η οποία δεν θα επιβεβαίωνε με κάποιον τρόπο την αντίληψη που έχουν οι γειτονές μας όσον αφορά την «μακεδονική» τους εθνότητα, ότι κι αν σημαίνει αυτή. Με άλλα λόγια, για τους λόγους που αναλύονται παρακάτω, εάν υπήρχε στην συμφωνία ξεκάθαρη αναφορά «Nationality: North Macedonian» αντί της παρούσας «Nationality: Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonia», θεωρώ ότι θα υπήρχε υποχρεωτικά μια ξεκάθαρη αναφορά επίσης όσον αφορά το εθνοτικό θέμα, π.χ. «Ethnicity: Macedonian».
Ας μην γελιόμαστε, η σχετική μάχη στην διεθνή αρένα για το όνομα της εθνότητας χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου πριν από 75 ολόκληρα χρόνια. Ο γνωστός σε όλους μας Κίρο Γκλιγκόροφ διατυμπάνιζε όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν: «εμείς είμαστε Σλάβοι και κατεβήκαμε στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Δεν έχουμε καμία σχέση με τον Μ. Αλέξανδρο». Ταυτόχρονα όμως, ο Γκλιγκόροφ αυτοπροσδιοριζόταν ως «Μακεδόνας» σκέτο, τίποτα διαφορετικό.
Κι αν οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει η Ελλάδα κάτι καλύτερο (υποθετικά μιλώντας πάντα), η ευκαιρία πέταξε οριστικά έπειτα από την απόφαση που έλαβε το συμβουλίο πολιτικών αρχηγών το 1992.
Η περιβόητη εθνική γραμμή που χάραξε η Ελλάδα στο Βουκουρέστι το 2008, την οποία υιοθέτησαν στην συνέχεια τα περισσότερα κόμματα στα προγράμματά τους, ήταν γενικόλογη και ασαφής: προέβλεπε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις».
Αυτό είναι δικαιολογημένο εν μέρει γιατί σε μια διαπραγμάτευση αφήνεις πάντα χώρο να ελιχθείς. Εξάλλου, ο εθνικιστής Γκρουέφσκι δεν επρόκειτο τότε να δεχτεί σύνθετη ονομασία, ακόμα κι αν αυτή ήταν το «Μακεδονία του Ίλιντεν». Παρόλα αυτά, η ανεπάρκεια έγκειται στο γεγονός ότι δεν συζητήσαμε με σαφήνεια τι είδους γεωγραφικό προσδιορισμό προτιμάμε και για ποιούς λόγους. Ως αποτέλεσμα, καταλήξαμε να παίζονται στο παιχνίδι μέχρι και την τελευταία στιγμή κάποιες ονομασίες που ήταν απαράδεκτες.
Η κ. Μπακογιάννη, την οποία σέβομαι και εκτιμώ διότι ανήκει στις σχετικά λίγες φωνές του ελληνικού κοινοβουλίου που διακρίνονται από σοβαρότητα και συνέπεια, ισχυρίστηκε τις προάλλες ότι η εθνική γραμμή που χάραξε η Ελλάδα στο Βουκουρέστι έθιγε και το ζήτημα της ονομασίας της εθνότητας (όχι μόνο αυτό της υπηκοότητας) των Σλαβομακεδόνων.
Εάν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, θεωρώ ότι η ελληνική πλευρά θα βρισκόταν αργά ή γρήγορα σε αδιέξοδο. Τζάμπα γίνεται η συζήτηση. Με ποιά διαπραγματευτικά χαρτιά θα μπορούσε άραγε η Ελλάδα να πείσει τον γειτονικό λαό να αποδεχτεί μια συμφωνία η οποία δεν θα επιβεβαίωνε με τον ένα ή άλλο τρόπο την αντίληψη που έχει όσον αφορά την εθνότητα του εδώ και 75 χρόνια; Με την υπόσχεση ότι θα άρει τα εμπόδια για την ένταξη της πΓΔΜ στην ΕΕ; Κάτι το οποίο σημειωτέον για να πραγματοποιηθεί, θα περάσουν 15 και πλέον χρόνια;
Για να γίνει κατανοητή η έλλειψη αξιοπιστίας του συγκεκριμένου επιχειρήματος, θυμίζω εδώ ότι στο γελοίο δημοψήφισμα του 2015 (γελοίο όσον αφορά την διαδικασία που ακολουθήθηκε), η πλειονότητα του ελληνικού λαού δεν δίστασε να σταθεί ουσιαστικά υπέρ της εξόδου από την ΕΕ: πολλοί από εμάς το επέλεξαν γιατί απλά έκλεισε η στρόφιγγα με τα Ευρωπαϊκά κονδύλια. Άλλοι πάλι, επειδή η ακραία αντιπολίτευση που είχε ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ κ.α. πριν το ‘15 κατάφερε να διεγείρει το θυμικό τους. Και θα μπορούσε η ελληνική πλευρά σήμερα να κερδίσει κατά κράτος όλα τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης απλά και μόνο με το δέλεαρ της ένταξης της πΓΔΜ στην ΕΕ σε 15 και πλέον χρόνια;
Τι άλλα διαπραγματευτικά χαρτιά υπήρχαν στην διάθεσή μας; Επαρκούσε η προοπτική ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ; Για ποιό λόγο, για να νιώσουν και εκείνοι τόσο ασφαλείς όσο νιώθουμε για παράδειγμα εμείς λόγω της πίεσης που ασκεί το αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν; Πώς αλλιώς θα τους πείθαμε;
Όσον αφορά την επίσημη αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, η οποία έμμεσα είχε ήδη γίνει από το 1977, το χάπι καταπίνεται κάπως καλύτερα με το άρθρο 7 παρ. 4 της συμφωνίας, το οποίο διευκρινίζει το εξής:
«Το Δεύτερο Μέρος (δηλ. η πΓΔΜ) σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. Τα Μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν καμία σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (όπου Πρώτο Μέρος βλ. Ελλάδα)».
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι για να γίνει αποδεκτός από τους δύο λαούς ένας πολιτικός συμβιβασμός εξ άνωθεν, η συμφωνία υποχρεωτικά θα ήταν τέτοια που θα επέτρεπε στους δύο πρωθυπουργούς να επιστρέψουν στο εσωτερικό της χώρας τους και να ισχυριστούν με σχετική πειθώ ότι κέρδισαν κάτι σημαντικό από την διαπραγμάτευση. Καμία άλλη πολιτική συμφωνία δεν ήταν εφικτή, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες.
Εφόσον γίνει σωστή διαχείριση των εκκρεμοτήτων, είμαι πεποισμένος ότι η συμφωνία πρόκειται να αποβεί προς όφελος της Ελλάδας. Πρωτίστως, θα σταματήσει επιτέλους η υφήλιος να αναφέρεται στην γειτονική χώρα ως «Μακεδονία» σκέτο, κάτι το οποίο θα ακυρώσει την πορεία πλήρης οικειοποίησης της γεωγραφίας, της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς που σχετίζεται με τους αρχαίους Μακεδόνες.
Για τους παραπάνω λόγους, εγώ προσωπικά λέω «ΝΑΙ» στο «Βόρεια Μακεδονία» καθώς και στην συμφωνία γενικότερα, χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές.
- Αναπληρωτής καθηγητής Monash University