Ναπολέων Λιναρδάτος
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers οδηγήθηκε στην πτώχευση. Ηταν το πρώτο σημαντικό γεγονός μιας κρίσης που θα φτάσει στην Ελλάδα δύο χρόνια μετά, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ως αντίδοτο στην κρίση που ξέσπασε χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς τα χαμηλά επιτόκια και η λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση».
Ποσοτική χαλάρωση είναι όταν η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει κρατικά χρεόγραφα και άλλους τίτλους, με στόχο να επιτευχθεί μείωση των επιτοκίων και να αυξήσει τη ρευστότητα στις αγορές, αυξάνοντας την προσφορά χρήματος – ένα μέτρο που θεωρητικά θα ήταν προσωρινό, αλλά έγινε ίσως ο κύριος μοχλός «ανάπτυξης» αυτής της περιόδου.
Η Τουρκία έγινε καταναλωτής αυτής της πρωτοφανούς σε παγκόσμια κλίμακα ρευστότητας. Αυτή η κατανάλωση έφτασε σε επίπεδα εξάρτησης στον βραχυπρόθεσμο εξωτερικό δανεισμό σε δολάρια. Ολα έβαιναν καλώς, μέχρι που άρχισε η πτώση του εθνικού νομίσματος και, εν τω μεταξύ, είχες να αναχρηματοδοτήσεις περί τα 240 δισεκατομμύρια δολάρια τους επόμενους 12 μήνες – και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μπορεί να σου καλύψουν μόλις ενάμιση μήνα συναλλαγών.
Ο κύριος λόγος για αυτή την εξέλιξη δεν είναι τόσο οι κακές σχέσεις με τις ΗΠΑ λόγω της αιχμαλωσίας του Αμερικανού πάστορα όσο το γεγονός ότι η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα έχει αρχίσει εδώ και καιρό το «μάζεμα» αυτής της ρευστότητας. Χώρες με παρόμοιες εξαρτήσεις και μακροοικονομικά, όπως η Τουρκία, θα είναι τα επόμενα θύματα. Και αυτό το μάζεμα δεν γίνεται μόνο από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, αλλά την ακολουθούν η Ευρωπαϊκή και η Ιαπωνική – δηλαδή, οι μεγαλύτεροι παίκτες σε αυτό που θα λέγαμε «παγκόσμια ρευστότητα».
Η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, ακόμα και η Γαλλία βρίσκονται σε πολύ επικίνδυνη θέση αν ξεσπάσει νέα κρίση, που, από τις λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες», θα βρει τελικά στόχο και πάλι στην πολύ ευαίσθητη πολιτικά και οικονομικά ευρωζώνη. Και φυσικά, όλοι έχουμε μια ιδέα για το τι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, ειδικά τώρα, που οι πιστωτές μάς έκοψαν τη χρηματοδότηση αλλά μας άφησαν την επιτήρηση.
Η ποσοτική χαλάρωση ήταν η εύκολη λύση. Εδινε στην πολιτική τάξη τη δυνατότητα να παρουσιάζει μια κάποια ανάκαμψη, χωρίς να την υποχρεώνει να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να αρχίσει η Ευρώπη να παράγει πλούτο ξανά. Κάποτε, η κυρία Μέρκελ είχε πει ότι η Ευρώπη είναι το 25% της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά πληρώνει το 50% των κοινωνικών δαπανών παγκοσμίως.
Τα δεδομένα της πραγματικότητας είναι ξεροκέφαλα, όπως συχνά ανέφερε μια άλλη κυρία. Και αυτή η μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτού που παράγουμε και αυτού που καταναλώνουμε θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να ισορροπήσει. Το «μπάλωμα» της ποσοτικής χαλάρωσης αρχίζει να ξεφτίζει.