“Εάν τα παρεληλυθότα μνημονεύεις, άμεινον περί των μελλόντων βουλεύσει”, μας υπενθυμίζει ο αρχαίος ρήτορας Ισοκράτης, δηλαδή ”Αν θυμάσαι τα περασμένα, ξέρεις να αντιμετωπίζεις καλύτερα το μέλλον”.
Αποτελεί εθνικό μας χρέος λοιπόν σήμερα, να θυμηθούμε και να θυμίσουμε στον κόσμο την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, την τραγωδία δηλαδή του αφανισμού των εκατοντάδων χιλιάδων προγόνων μας από τους Τούρκους τον περασμένο αιώνα.
Τί εννοούμε όμως με τον όρο γενοκτονία; Σύμφωνα με τον νομικό ορισμό που αναγράφεται στο άρθρο 2 της σχετικής συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών από το έτος 1948, γενοκτονία σημαίνει μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, σκοτώνοντας ή προκαλώντας σοβαρή φυσική ή πνευματική βλάβη ή προκαλώντας συνθήκες για την φυσική εξόντωση μελών της ομάδας αυτής. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Είναι γεγονός ότι όσα έγιναν στον Πόντο την εποχή εκείνη, ήταν αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων σωβινιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων, δηλαδή με τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, καθώς και με τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Ήδη, η προσπάθεια αφανισμού των χριστιανών της περιοχής του Πόντου είχε αρχίσει από το 1911, με απόφαση που πήραν οι Νεότουρκοι σε συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη. Απόφαση για εξόντωση, η οποία και δυναμώθηκε το 1914 με τον οικονομικό πόλεμο και την καταλήστευση των ελληνικών περιουσιών, με τις επιθέσεις και λεηλασίες από οργανωμένες συμμορίες, τις εξορίες, τις ομαδικές εκτοπίσεις και τα τάγματα εργασίας σε απόμακρες περιοχές της Ανατολίας, όπου ελάχιστοι επέζησαν.
Η λυσσαλέα εκστρατεία γιγαντώθηκε από το έτος 1916, οπότε και σταδιακά δημιουργήθηκε το αντάρτικο κίνημα των Ποντίων με αποκλειστικό κίνητρο τη σωτηρία τους. Το ποντιακό αντάρτικο, που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης, έγραψε νέες σελίδες ηρωισμού της Ελληνικής ψυχής.
Η σκληρότερη όμως φάση της γενοκτονικής εκστρατείας άρχισε στις 19 Μαΐου 1919, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, με άδεια του Σουλτάνου, και κράτησε μέχρι το 1924. Με την υποστήριξη 2 Σωμάτων Στρατού, της Σεβάστειας και του Ερζερούμ και τη βοήθεια τούρκων αιμοσταγών τσετέδων (ανταρτών ληστών), άρχισε το φοβερό έργο του.
Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς; Τις εκτελέσεις των επιφανών ποντίων, βουλευτών, τραπεζιτών, δασκάλων, παπάδων, δημοσιογράφων; Τους διωγμούς και τους φόνους απλών ανθρώπων; Τις αρπαγές και τους βιασμούς των γυναικών, τις αρπαγές και σφαγές μικρών παιδιών; Τις εκκενώσεις και πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων και χωριών, τις λυσσαλέες καταστροφές εκκλησιών και μοναστηριών, ή ακόμη και τους ομαδικούς εξισλαμισμούς;
Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Από τους περίπου 700.000 Έλληνες που ζούσαν στον Πόντο την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα. Όλοι αυτοί έπεσαν θύματα ενός προμελετημένου εγκλήματος, ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, χωρίς στην περιοχή εκείνη να υπάρχει πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Τον επίλογο της γενοκτονίας ακολουθεί η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία ρύθμιση από μια συνθήκη ειρήνης, τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923, και η επιβολή από τη διεθνή κοινότητα της υποχρεωτικής ανταλλαγής εκατομμυρίων ανθρώπων, πληθυσμών δηλαδή όχι κάποιων συγκεκριμένων περιοχών, αλλά ολόκληρων χωρών. Έτσι οι πρόγονοί μας ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες εστίες τους και μεταφέρθηκαν αναγκαστικά σε μια νέα πατρίδα.
Οι εορτασμοί των ιστορικών γεγονότων της ζωής ενός έθνους όπως το δικό μας, επιβάλλεται να έχουν ως στόχο την εθνική ενότητα και την εθνική αφύπνιση. Ένας λαός ή ένας άνθρωπος με όπλο την ιστορία του, μπορεί να ερμηνεύσει σωστά το παρελθόν, ώστε επαγωγικά να σταθεί αξιοπρεπώς και κριτικά στο παρόν και να σχεδιάσει αισιόδοξα για το μέλλον. Η ιστορία διεκδικεί το δικαίωμα της μνήμης, της αναγνώρισης, της συγγνώμης και της δικαίωσης των ανθρώπων που έγινα βορά της Τουρκικής βαρβαρότητας και της τέλειας κτηνωδίας, γιατί ήταν Έλληνες, γιατί ήταν Χριστιανοί, γιατί είχαν έναν ανώτερο πολιτισμό.
Ας θυμηθούμε ότι πριν την ανταλλαγή στον Πόντο υπήρχαν περισσότερα από 1000 Ελληνικά σχολεία με πάνω από 1200 δασκάλους και 76.000 περίπου μαθητές και μαθήτριες. Ακόμη υπήρχαν 1.130 ναοί, 22 μοναστήρια και πάνω από 1600 παρεκκλήσια με 1.500 κληρικούς. Επιπλέον τράπεζες ελληνικών συμφερόντων, εφημερίδες, σύλλογοι, αδελφότητες, θέατρο, αθλητισμός, και γενικά μια απόλυτα ακμάζουσα Ελληνική κοινότητα.
Εμείς οι σημερινοί Πόντιοι
Φλογερά προσευχόμαστε για τις ψυχές των αδίκως τελειωθέντων προγόνων μας. Οι καρδιές μας συντρίφτηκαν! Αλλά δεν θα υποκύψουν!
Είμαστε υπερήφανοι που καταγόμαστε από τον ”Ελλενόποντο”, από περιοχές όπου οι ρίζες μας βυθίζονται βαθιά σε χώματα ποτισμένα από αρχαία και πρόσφατα αίματα προγόνων. Είμαστε αυτοί, που μπορεί να δύσαμε στην ανατολή αλλά ανατείλαμε στη δύση.
Είμαστε πολλοί, είμαστε δυναμικοί, είμαστε γεμάτοι ζωντάνια, με τους συλλόγους μας, με τη μουσική μας, με τους χορούς, τα τραγούδια, το θέατρο και τόσες άλλες πνευματικές και λοιπές δραστηριότητες.
Είμαστε αισιόδοξοι, κι αυτή την αισιοδοξία την αντλούμε από την φανταστική νεολαία μας, τα υπέροχα αυτά παιδιά, που ενάντια στις αντεθνικές προκλήσεις της εποχής μας, επιμένουν στη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Πιστεύουμε στη φιλία και τη συνεργασία των γειτονικών λαών, αλλά παράλληλα διεκδικούμε το δικαίωμά μας στην ιερή μνήμη των προγόνων μας και απαιτούμε δικαίωση.
Επιπλέον, πηγαίνουμε σήμερα στον Πόντο, κατά χιλιάδες. Στον Πόντο, όπου έχουμε αδέλφια ψυχής, όπου οι μνήμες έχουν ξυπνήσει. Οι εκεί πατριώτες μας, μέσα από τη μουσική, τους χορούς και τα τραγούδια, συναντώντας ένα μεγάλο αριθμό από εμάς που επισκεπτόμαστε τα μέρη των προγόνων μας, αλλά και περιδιαβαίνοντας το διαδίκτυο παγκοσμίως, καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν σημαντικά στοιχεία πολιτισμού που τους ενώνουν μαζί μας.
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Τουρκία αντιδρά και πιέζει. Ενεργεί σύμφωνα με το συμφέρον της. Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών των πολέμων ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων, καθώς και των μέτρων που αναγκάστηκαν να λάβουν για δήθεν προστασία του βασανιζόμενου μουσουλμανικού στοιχείου.
Από αυτήν την πλευρά, οι δικοί μας ταγοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκονται ναρκωμένοι, σε πλήρη αδράνεια, από την πολιτική, οικονομική και πνευματική παρακμή, καθώς και την εθνική ταπείνωση!
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, δυστυχώς, δεν έδωσαν στο Ποντιακό ζήτημα τη δυναμική που θα έπρεπε. Εκτός από την αναγνώριση της 19ης Μαΐου, ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τίποτε παραπάνω. Φαίνεται ότι δεν έχουν την πολιτική δύναμη και τόλμη να θέσουν το θέμα επισήμως ή το θυσιάζουν στα πλαίσια της δήθεν ελληνοτουρκικής φιλίας.
Η φιλία όμως των λαών, προϋποθέτει την ειλικρινή προσέγγιση και αποδοχή της αλήθειας εκατέρωθεν. Η μονομερής αφελής λήθη της χώρας μας, αφενός αφαιρεί ένα ισχυρό βέλος από τη διπλωματική φαρέτρα μας, αφετέρου αποθρασύνει τους γείτονες ωθώντας τους σε περισσότερη αδιαλλαξία.
Σήμερα, επιδιώκουμε την ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους λαούς, και φυσικά με τους ίδιους τους Τούρκους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απεμπολούμε την ιστορική αλήθεια, διότι εκεί βασίζεται η συνείδηση της συνέχειας του Ελληνισμού, με την οποία μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο και κάθε κρίση.
Σήμερα χαλυβδώνουμε το φρόνημά μας με το προσκλητήριο μνήμης αυτής της επετείου, και διατρανώνουμε, ότι ο ποντιακός χώρος εμπεριέχει μια τεράστια δυναμική, με εθνικές προεκτάσεις. Γι’ αυτό χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε να είμαστε ενωμένοι. Μόνον έτσι θα διεκδικήσουμε με αξιώσεις τα δικαιώματά μας.
Και έχουμε δικαιώματα στον Πόντο. Και το πιο βασικό από όλα, έχουμε δικαίωμα στη μνήμη! Η διεθνής αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου είναι αδιαπραγμάτευτη και επιβάλλεται να αποτελεί τον πιο βασικό στόχο όλων μας!
Ζήτω ο Πόντος ο Ελληνικός!!!
Νικόλαος Ταμουρίδης
Αντιστράτηγος (ε.α)-Επίτιμος Α’ Υπαρχηγός ΓΕΣ
Μέλος Διοικούσας Επιτροπής Ελεύθερης Πατρίδας