Γίγκαμι όλ’ μια φαμπλιά ικεί σιαπάν στο Σμάθκου, στου σπίτ’ απ’ τ’ς Κασμιρτζίδις. Μέχρ’ σκ’νί χάλιψαν οι γυναίκις κι χίρσαν να πλιέν’ κι ν’ απλών βρακιά απ’ αλλόϊρα. Πιρνούσαμι καλά. Ε τώρα βέβαια καμόσ’ είχαμι λίγα χούια, π’ μας έβγιναν όμους σι καλό. Τα πιρνάμι όλ’ απ’ τ’ν αλαφρά τ’ μιρά κι γιλούσαμι.
Του χαραϊάτκου του ξύπνημα γένουνταν απ’ του Μαργαρίτ’ π’ έριχνιν κάτ’ πουρδές, λιες κι είχιν κλάξουν στουν κώλου. Κι δεν έφτανιν αυτό, είχαμι κι τουν Πέτρου π’ τουν ήλιγιν «ξαναπάτα». Μπράστ αυτός ξανά κι ξανά. Λιες κι τ’ς είχιν μαζουμένις.
Ξιθάρριψαν κι καμόσ’ άλλ’ κι διαβαίνουνταν ποιος τα ρίξ’ τρανίτιαρ’. Πρώτ’ φουρά άκ’σα χουρουδία μι πουρδές. Του τι χάζ’ έφκιαναν τα μ’κρά δε λέγιτι. «Ξαναπάτα» φώναζαν, «ξαναπάτα» ουμαδικά.
Μι τ’ ιμάς αντάμα κοιμούνταν κι μια φαμπλιά π’ δεν ήταν Κουζανιώτ’κι. Αλλά τ’ς ήφιριν ένας φίλους πουλί σμαζουμέν’. Ούτι μιλούσαν ούτι λαλούσαν. Ώσπου ένα βράδ’ ου σύζυγους, πίνουντας δυο κούπις παραπάν’ μας είπιν:
– Σας παραδέχομαι. Είστε πολύ απελευθερωμένοι άνθρωποι εσείς οι Κασμιρτζίδις. Ο σεισμός μ’ έκανε κι ένα καλό. Δεν φαντάζεστε τι πάθαινα στο σπίτι μου. Δεν μπορούσα ν’ αεριστώ. Δεν μ’ άφηνε η γυναίκα μου. Τώρα εδώ δε λέει τίποτα. Το ανέχεται. Αλλά εκείνο που θέλω να μου πείτε είναι, πώς θα την πείσω να λέει «ξαναπάτα»; Πολύ μου αρέσει αυτό το πράγμα. Δεν ξέρετε πόσο το ευχαριστιέμαι, ΞΑΝΑΠΑΤΑ…