Άκουγάμι ότ’ γίγκιν σεισμός στ’ Ζάκυνθου, σ’ν Καλαμάτα, σ’ν Πάτρα κι ήλιγάμι «Ώι τ’ς καημέν’ τι έπαθαν»! Μούγκι όταν γέγκιν κι σ’ ημάς κατάλαβάμι τι τα πει Αγκέλαδους.
Απέρασαν δυο βδουμάδις κι μόλις φκιάν’ πως κ’νάει ψίχα, σουντούμι όλ’ όξου σαν τα βούρλα. Απόχτσαμι ζαράλ’ κι απ’ λιέτι κι πώς τα μας φύβ’γ δεν ξέρου.
Όλ’ τ’ μέρα δεν ακούς καντίπουτα, άλλου απ’ του πόσα ρίχτερ γίγκαν χτε, πόσα τα γέν’ σήμιρα κι τι τα γέν’ ταχιά. Σας γράφου τώρα ένα διάλουγου π’ άκ’σα απού δυο Κουζανιώτσις λίγου μουντέρνις.
– Έλα καλέ, πού είσαι; Τι μου κάνεις; Πώς περνάς με τους σεισμούς;
– Άσε, άσε, τι να σου πω, και μη χειρότερα. Τον κατάλαβες το χθεσινό;
– Αν τον κατάλαβα λέει. Δεν ξέρεις πως τον αισθάνθηκα αυτή τη φορά.
– Αχ καλέ, τι θα γίνουμε; Είπαν πως θα γίνει κι ένας ακόμα μεγαλύτερος. Ξέρεις, η φίλη μου η Πηνελόπη έχει κάποιο γνωστό που δουλεύει στα ρίχτερ, ναι, ναι και είπε ότι θα γίνει ένας μεγαλύτερος σεισμός απ’ αυτόν
– Αχ καλέ, ναι; Πω, πω… Επομένως ο βλάχος έχει δίκιο.
– Ποιος βλάχος καλέ;
– Να καλέ, ο βλάχος απ’ τη Σαμαρίνα. Είπε πως θα γίνει κι άλλος σεισμός. Είναι αυτός που καταλαβαίνει τον καιρό.
– Άσε, άσε, μη συζητάς. Ήρθε και στο σπίτι μου προχτές ένας απ’ αυτούς τους Ιεχωβάδες και μου είπε ότι αν δεν γυρίσουμε με τον Ιεχωβά, θα έρθει η συντέλεια του κόσμου
– Ναι; Αυτό δεν είναι τίποτα! Εγώ άκουσα ότι ένα αεροπλάνο που περνούσε πάνω απ’ το Μπούρινο, είδε έναν κίτρινο καπνό να βγαίνει απ’ την κορυφή του βουνού κι είπαν πως θα σκάσει το ηφαίστειο και θα μας πνίξει, όπως στην Πομπηία.
– Ναι, ναι, το άκουσα και γω αυτό. Αλλά να σου πω κι ένα άλλο; Ένας που ψάρευε στη λίμνη είδε να χουρχουλιάζ’ του νιρό κι να βγάν’ μπουρμπουλίθρις ζιουματ’στές.
– Ναι, ναι, αχ τι θα κάνουμε; Αχ ξέχασα να σου πω ότι βάϊσιν κι του καμπαναριό κι θα του σκώσ’ν μι ιλικόπτιρου κι θα πααίν’ να του βάλ’ν στουν Αρίνταγα!
– Αμ τ’ άλλου; Έχει μια φίλη μου έναν παπαγάλο στου σπίτ’ κι κάθι φουρά που γίνεται σεισμός, το πτηνό φωνάζει «θα γίνει σεισμός, θα γίνει σεισμός» και βγαίνουν όλοι έξω. Αλλά τώρα ο καημένος κουράστηκε απ’ τις πολλές φορές που το είπε και λέει το παλιό.
– Και ποιο είναι το παλιό καλέ;
– «Είστε όλοι βλάκες, είστε όλοι βλάκες».
– Τι θα κάνουμε, τι θα κάνουμε; Και δεν μας φτάνουν όλ’ αυτά, έχω και τον άντρα μου που θέλει σεξ. Του λέω «τι σεξ καλέ, ούτε να το συζητάς».
– Α να σου πω. Εγώ του ξέκοψα του άντρα μου. Όταν θέλει κάτι τέτοιο, μόνο κάτω απ’ το τραπέζι.
– Καλέ, ξέρεις ότι τους Σκαρκιώτ’δις δεν τους πείραξε καθόλου ο σεισμός;
– Μα τι να τους πειράξει χρυσή μου; Αυτοί σε βουνό είναι, είναι και οι ίδιοι τούβλα, πού να τους ταρακουνήσει ο Εγκέλαδος!
– Άντε σ’ αφήνω τώρα χρυσή μου, θα μου κόψει η μπεσαμέλ.
Του τι μασλάτια τέτοια ακούγουντι, δε λέγιτι. Τ’ ακούει κι η Κατίγκου μ’ κι ν’ πααίν πέντι-πέντι, όλα τα πιστέβ’. Ντιπ δεν κάθιτι στου σπίτ’, όλου όξου τριουρνάει κι μ’ ακ’λουθάει απού πίσου σα γάτα. Αλλά ιγώ δεν ακούου καγκάναν. Ξιζούμ’σιν η δ’λειά. Όλ’ θέλ’ να πααίνουμι στ’ς δ’λειές μας κι στα σπίτια μας κι ό,τ’ ήταν να γέν’, γέν’κιν.
Μας φύλαξιν ου Θ’ός απού χειρότιρα.