Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις.
σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)
Ο Σ., χωρίς να κάνει κάποια εισαγωγή για τα παιδικά παιχνίδια, προβαίνει στην παράθεση μερικών από αυτά με κάποια συνοπτική ανάλυσή τους:
Παίζουν με τους αστράγαλους (σ.σ. το αστραγαλίζειν, το γνωστό από την αρχαιότητα παιδικό παιχνίδι), που τους ονομάζουν βασᵢλιάδια, βασᵢκλιάδια, κότσια, σέγκια και πάϊα. Ο μεγάλος και χοντρότερος αστράγαλος λέγεται βασιλιάς, ενώ ο βαρύτερος αστράγαλος λέγεται νουμάς (έχει συγκολλημένο μολύβι) και, ανάλογα με τη θέση των αστραγάλων στο παιχνίδι, έχουμε ονόματα για αυτούς, όπως: αλάκα, αdάπα, τσιούρλα, dούγκουλους κλπ). Υπάρχουν διάφορα παιχνίδια με τους αστραγάλους, όπως, για παράδειγμα, ου σόϋρας, μουνά ζυγά κ. ά.
Η καμηλίτσα ή καμbλίτσα (ψηλή ή χαμbλή). Στην ψηλή, που είναι η καθαυτό καμηλίτσα, έχουμε δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών. Η μία ομάδα κάθεται κυκλικά με σκυμμένα κεφάλια και δεμένα τα χέρια (κάνουν την ‘καμήλα’), ενώ ένας από αυτούς φυλάει (ως αρχηγός), έτσι ώστε τα άτομα της άλλης ομάδας να μην πηδήσουν στη καμήλα και κάτσουν καβάλα της. Η πρώτη ομάδα θα χάσει, όταν αυτός που φυλάει ακουμπήσει με το πόδι του στον ‘αέρα’ κάποιον που επιχειρεί να πηδήσει. Τότε, κάθεται σαν ‘καμήλα’ η άλλη ομάδα. Μπορεί βέβαια, να πηδήσουν όλοι επάνω στην καμήλα και να μη προλάβει ο αρχηγός να τους ακουμπήσει. Τότε, η πρώτη ομάδα ξαναπηδάει.
Η χαμbλή είναι παραλλαγή της ψηλής καμηλίτσας (τα χέρια των παιδιών ακουμπούν στη γη κλπ) και όταν πηδήσουν όλοι, ο πρώτος, σηκώνοντας 1 ή περισσότερα δάκτυλα, φωνάζει: Τιατάλι, ματάλι, κατσιανέστι, μπουχαρί, καρακάξα, κουλουβιά, ανέβινι, κατέβινι, σαράντα δικανίκια. Πόσα (σ.σ. δάκτυλα) είν απάν; Αν ο πρώτος, που είναι από κάτω, βρει τον αριθμό των δακτύλων, οι κάτω παίρνουν τη θέση των επάνω· αλλιώς επαναλαμβάνεται η καβάλα (γενικά μοιάζει με το παιχνίδι ‘Μακριά Γαϊδούρα’ που όλοι γνωρίζουμε).
Κατόπιν περιγράφεται το παιχνίδι ‘του παχύ του κριάς’ και μετά γίνεται αναφορά στη φούρλα τη πουλίτικη (ή τις φούρλις) ή τον κακαρδάκου (ντόπιας κατασκευής), που δεν τίποτε άλλο από τη γνωστή σβούρα ή σβούρες. Γενικά το παιχνίδι με τις φούρλις το λένε ζβουγκάδες από τον ήχο ζβ’ γκ, που προκαλείται από τις σβούρες.
Άλλα παιχνίδια παίζονται με τη τόπκα (μπάλα από πανί ή λάστιχο), τη τσιλίγκα και το τσιλιγκόξυλου (το γνωστό τσιλίκ’ τσο μακ), τη bίτσᵢκα (τενεκεδάκι ή κοτσάνι καλαμποκιού) κ. ά.
Επίσης, έχουμε τα παρακάτω παιχνίδια: Απού τί μάτι είνι ιτούτου (παιχνίδι – αίνιγμα), ου φίκους ή του φίκου (παιχνίδι των κοριτσιών κυρίως), τα κουρπανάκια (το παίζουν κορίτσια με μικρές στρόγγυλες πέτρες) και το γνωστό κρυφτό ή κρυφτούλι (παραλλαγή του το τζιβουντάκι), τ’ ς bίλις (η μεγαλύτερη μπίλια με την οποία κτυπούν τις μικρές λέγεται καφάς), την τριότα και τη σᵢκλέντζα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ως όνομα, το παιχνίδι στς τρεις τουν αρτιρμά (αρτιρμάς σημαίνει γενικά το περίσσευμα κ. ά.), που είναι συναγωνισμός των παιδιών με τρία άλματα (όπως το ‘τριπλούν’ χωρίς φόρα), καθώς και το ρίξιμο πέτρας, όπου ο παίκτης γονατιστός ρίχνει με το στόμα πέτρα τυλιγμένη με μαντηλάκι, όσο μπορεί μακρύτερα.
Οι πασᵢπάκις ή η πασᵢπάκα: Παίρνουν ένα κομμάτι ξύλο από βούζᵢλα (σ.σ. βουζιά-κουφοξυλιά) και αφού βγάλουν την ψίχα (σ.σ. εσωτερικό μαλακό μέρος), προσαρμόζουν μέσα στο κοίλο το λεγόμενο πασᵢπακόξυλου με μουστάκια μπροστά σαν τριχωτό. Έτσι, μέσα σε αυτό βάζουν κάθε φορά ένα κιθρουμπόμπαλου (σ.σ. κάτι σαν πετρίτσα), που το σπρώχνουν με το πασᵢπακόξυλο με δύναμη και αυτό φεύγει μακριά με κρότο.
Τα σκλαβάκια: Τα παίζουν δυο ομάδες. Σε αρκετή και αντικριστή απόσταση οι ομάδες έχουν καθορίσει τις εστίες τους, βάζοντας καταγής κάποιο ρούχο τους. Ο εξερχόμενος από την εστία του έχει το δικαίωμα να χτυπήσει, να ακουμπήσει παίκτη της άλλης ομάδας που βγήκε από τη δική του εστία και να του πει φωναχτά: «σᵢ έχου». Δηλαδή τον πιάνει σκλάβο. Όποιος οπισθοχωρήσει στην εστία του και δεν κτυπηθεί σε επίθεση, γλυτώνει. Οσοι πιάστηκαν σκλάβοι, στέκονται με τα χέρια ψηλά. Η ομάδα, της οποίας όλα τα μέλη έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια (‘πιάστηκαν σκλάβοι’), έχει χάσει.
Έπαιζαν ακόμα τις κνιές (κούνιες – αναφέρθηκαν αναλυτικά στα έθιμα του Πάσχα) και τη τραμπάλα, που και αυτή είναι ένα είδος κούνιας, καθώς και τον πετροπόλεμο. Ο Σ. σημειώνει ότι το καλοκαίρι στη περιοχή Λιβάδια έπαιζαν πετροπόλεμο οι Βλάχοι με τους Γκραίκους (ακόμα και μεγάλοι στην ηλικία)· το χειμώνα τα παιδιά από τουν απάν’ μαχαλά έκαναν πετροπόλεμο με αυτά του κάτ’ μαχαλά. Επίσης, το χειμώνα με τα χιόνια έκαναν παγοδρομίες στα Λιβάδια, ‘γλίστρες’ στα σοκάκια του χωριού και έπαιζαν χιονοπόλεμο με τα σβώλια (χιονόμπαλα).
Η επιτυχία (έπαθλο) στο παιχνίδι ονομαζόταν ζαμπούκι, η αποτυχία καζ΄κι (λ. τουρκ.), η ψευτιά και η πονηριά ζαβλικιά (ου ζαβλικιάρς = αυτός που δεν παίζει τίμια).
Τα κορίτσια είχαν και άλλα παιχνίδια όπως: Πολλές πέρδικες έχετε…, να στείλω το χεράκι μου… Σας πήραμε νύφη καμαρουμένη… Μας πήρατε του μπάμπακα πτ’ αυλάκι. Τσιμ τσιμ του λιφτό, του λιφτό του σιγανό κ. ά.
Τελειώνουμε με μερικές λέξεις, που χρησιμοποιούνταν κυρίως στη παιδική γλώσσα:
Τα bάλα: τα πόδια. Τα λέλια: τα χέρια. Η τζούκα: η κοιλιά. Τα πόπα, του πόπου: τα ρούχα, το ρούχο. Η πτιάπτια: η πίτα. Του λιλί: το πέος. Του μάμα: το ψωμί, το φαγητό. Μαμ, γιέ μ’: να φάει. Του dιάκα: το άλογο, γομάρι. Βαβά: επί αδιαθεσίας, αρρώστιας, πόνου στο κεφάλι «Τί έχ’ ς γιέ μ’; βαβά;». Στράτα · στρατούλλα: να περπατήσει ή όταν περπατάει. Τσιούλᵢ «Κάμι γιέ μ’ τσιούλᵢ»: να κατουρήσει. Το ίδιο και τα τσίσια. Κούλι κούλι· «θα του κάμου κούλι κούλι»: επί μπάνιου. Η Τσουρουβέλλα: το πέος, χαϊδευτικά, «έλα έλα τσουρουβέλλιμ’» ή «τσουρουβέλλιμ’»: παιδάκι μου· «Τσουρουβέλλα καρτσανή, πάϊ στου γάμου να χαρεί» (λογοπ.). Τα κουκουβέλια: τα γεννητικά όργανα άρρενος. Τα τιάτια: τα σκατά. Επίσης, τα κακά: περιττώματα και μάτσια. Το τσίτσι: ο μαστός, το κρέας που τρώει κανείς. Το bιbέκι · «ένα bιbέκι»: ένα μικρό παιδί. Του τσιουτσέκι · «ένα τσιουτσέκι»: ένας μικρόσωμος (περιφρονητικά). Τζιαρίτι · «ένα τζιαρίτι»: επί ζωηρού, ευκίνητου ατόμου.
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 280- 286).