Το Παλαιόκαστρο ανήκει διοικητικά στο νομό Κοζάνης ο οποίος προσαρτήθηκε στον υπόλοιπο κορμό της Ελλάδας, το 1913, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Το 1914 ο νομός είχε τέσσερις υποδιοικήσεις (Κοζάνης, Ανασελίτσας, Γρεβενών και Καϊλαρίων), αλλά δύο χρόνια αργότερα, οι δύο υποδιοικήσεις (επαρχίες), της Ανασελίτσας και των Καϊλαρίων μετονομάστηκαν σε Βοϊου και Εορδαίας αντίστοιχα.
Σ΄αυτήν, λοιπόν, την επαρχία Βοΐου εντάχθηκε και το Παλαιόκαστρο που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νομού, σε υψόμετρο 900 μέτρων, χτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Βούρινου (ύψους 1621 μέτρων). Το 1964 αποσπάστηκε από το νομό η επαρχία Γρεβενών και συστάθηκε ο ομώνυμος νομός, ο οποίος συμπεριέλαβε και την κοινότητα Παλαιοκάστρου μαζί με τις κοινότητες Δασοχωρίου και Παρασκευής του νομού Λάρισας, όπως και το δήμο Δεσκάτης του ίδιου νομού. Όμως, δέκα χρόνια αργότερα το 1974, η κοινότητα Παλαιοκάστρου (Παλαιόκαστρο – Δαφνερό) επανήλθε και πάλι στην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης.
Από το σύνολο των 131.957,4 τετρ. χιλιομέτρων της ελληνικής επικράτειας καταλαμβάνει, σύμφωνα με την εμβαδομέτρηση του 1963, μια έκταση 48 τετρ. χιλιομέτρων και ο πληθυσμός της, όπως καταγράφτηκε στις εκάστοτε απογραφές έχει ως εξής:
Το 1928 ήταν 460 κάτοικοι (322 Παλαιοκάστρου και 138 Δαφνερού), το 1940 ήταν 675 (461 και 214), το 1951 ήταν 590 (424 και 166), το 1961 ήταν 697 (492 και 2205), το 1971 ήταν 611 (457 και 154 το 1981 ήταν 567 (426 και 141), το 1991 ήταν 467 (346 και 121), το 2001 ήταν 404 ( 323 και 81) και το 2011 ήταν 310 (241 Παλαιοκάστρου και 69 Δαφνερού).
Στην περιοχή του Βοΐου υπήρχαν πολλοί οικισμοί από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια ( Μικρόκαστρο, Λικνάδες, Παλαιόκαστρο, Πελεκάνος, Δρυόβουνο κ.α..) πριν ακόμα εμφανιστούν στην περιοχή οι Κοζανίτες, οι οποίοι πρέπει να ήρθαν γύρω στο 1390 από την Ήπειρο.
Οι πρώτοι Παλαιοκαστρίτες δεν είναι ξεκάθαρο από που ξεκίνησαν για να έρθουν στο Βόιο, οπωσδήποτε, όμως, συγκαταλέγονται στους χριστιανικούς εκείνους πληθυσμούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κατά τον 14ο αιώνα για να γλιτώσουν από τους άγριους εποίκους της Ανατολής, τους διάφορους Τουρκομάνους, τους Κονιάρηδες, τους Γιουρούκηδες κλπ. Στην περιοχή έφτασαν χριστιανοί από την Ήπειρο (Μοσχόπολη, Δάρδα, Λάγγα, Σούλι ), γιατί Οι Τούρκοι μετέφεραν εκεί μουσουλμάνους της Ανατολής για να μπορούν να κρατήσουν τις κατακτήσεις τους, με όσο το δυνατόν λιγότερους στρατιώτες.
Από τις κατατρεγμένες, λοιπόν, χριστιανικές οικογένειες του 14ου αιώνα ήταν οι πρώτοι Παλαιοκαστρίτες που έστησαν τον οικισμό τους, αρχικά, στην τοποθεσία Πέτροβο, κοντά στον ποταμό Αλιάκμονα, γύρω από ένα μικρό ύψωμα (τούμπα). Η Σιάτιστα δεν είχε ακόμα χτιστεί, αλλά υπήρχαν στη γύρω περιοχή χριστιανικοί οικισμοί (Τσιαρούσινο, Πέλκα, Τραπεζίτσα κ.α ).
Δεν κατάφεραν, όμως, εκεί να στεριώσουν και να ριζώσουν για πάντα, γιατί αργότερα είχαν να αντιμετωπίσουν τις παντός είδους ληστρικές συμμορίες των Τουρκαλβανών και των Αλβανών. Έτσι τα μάζεψαν και πάλι και άρχισαν να αναζητούν πιο δυσπρόσιτο μέρος και κάπως έτσι έφτασαν στη σημερινή θέση του Παλαιοκάστρου, όπου εγκαταστάθηκαν, γιατί δεν ήταν ορατοί από πουθενά. Η θέση αυτή, που επέλεξαν για να στήσουν τον οικισμό τους περιτριγυρίζεται από βουνά, τα οποία λειτουργούν σαν οχυρωματικοί φυσικοί όγκοι.
Όταν ο Μουράτ Β΄ άρχισε να μεταφέρει μπουλούκια Τούρκους από τα βάθη της Ανατολής, τους πιο άγριους και φανατισμένους εποίκους, τους εγκατέστησε στα χαμηλώματα, τα τότε πεδινά του νομού Κοζάνης. Εκεί που σήμερα είναι τα χωριά (Δρέπανο, Πετρανά, Αγ. Δημήτριος, Λευκόβρυση, Βατερό, Ξηρολίμνη, Σκήτη, Νέα Νικόπολη, Σιδερά, Κοίλα, Μαυροδένδρι κλπ) , στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν τα τουρκοχώρια Καρά Τζιλάρ, Τζιτζελέρ, Τοπσιλάρ, Ακ Μπουνάρ, Σαχινλέρ, Κοτζιά Ματλή, Κιουτσιούκ Ματλή, Ισλαμλή, Καραγάτς, Ντεμίρ Τζιλάρ κλπ).
Στο Παλαιόκαστρο μπορεί το χιόνι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα να ξεπερνούσε τα δύο μέτρα, αλλά εκεί ψηλά στα κατσάβραχα, οι κατατρεγμένοι εκείνοι χριστιανοί απολάμβαναν την απομόνωσή τους, γιατί τους παρείχε μια αίσθηση ελευθερίας έστω και επίπλαστης. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι γλίτωσαν από τις επιδρομές και τις λεηλασίες και ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς που ζούσαν περιτριγυρισμένοι από αλλόθρησκους.
Σε μια εποχή που η θρησκεία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο διάκρισης, οι Παλαιοκαστρίτες δεν προσκύνησαν κατακτητή και δεν βρέθηκε ούτε ένας λιπόψυχος, για να αλλαξοπιστήσει, όπως έγινε με άλλους χριστιανούς των επαρχιών Γρεβενών και Ανασελίτσας, που εξισλαμίστηκαν, τους λεγόμενους βαλαάδες.
Στα νεότερα χρόνια οι επιστημονικές έρευνες και ανακαλύψεις συνέδεσαν την περιοχή Παλαιοκάστρου με την προϊστορία. Ανατολικά του χωριού, στο λόφο του Γλα, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν πολλαπλά ίχνη αρχαίου οικισμού, ενώ το 1963, τα ευρήματα μιας ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, πιστοποίησαν την κατοίκηση του ελληνικού χώρου από την παλαιολιθική εποχή. Ένα από τα ευρήματα, ο λίθινος χειροπέλεκυς, αν και τυπολογικά φαίνεται το αρχαιότερο παλαιολιθικό εργαλείο, η ηλικία του δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια και το τοποθετούν χρονολογικά πριν από εκατό χιλιάδες περίπου χρόνια. Πρόκειται για έναν αμυγδαλόσχημο «διπρόσωπο» χειροπέλεκυ από πρασινωπό τραχύτη λίθο. Βρέθηκε επίσης και μια μικρολιθική αιχμή.
Είναι το αρχαιότερο εργαλείο που βρέθηκε σε ελληνικό χώρο, έχει μήκος 15,5 cm, πλάτος 10 cm,πάχος 3,6 και μοιάζει με τους χειροπέλεκεις του «Αχελαίου» τύπου, από τη γαλλική τοποθεσία Σαίντ Ασέλ. Είναι κατασκευασμένο με την τεχνική Λεβαλλουά από πυριτόλιθο, έχει αδρή κατεργασία, βάση αδούλευτη και λίγα σχετικά χτυπήματα. Αυτό το εργαλείο, ο παλαιολιθικός άνθρωπος το χρησιμοποιούσε για την εκδορά και το διαμελισμό των θηραμάτων, αλλά και ως βλήμα σε ώρα ανάγκης.
ΓΛΑΣ ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ όπου οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ίχνη αρχαίου οικισμού…
Μια άλλη, όμως ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, σχετικά πρόσφατη, είναι αυτή που ανακοίνωσε το 2007 ο καθηγητής παλαιοντολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, Βαγγέλης Βελιτζέλος. Στην περιοχή Παλαιοκάστρου ανακαλύφθηκαν απολιθώματα κορμών δένδρων που λαμπυρίζουν στο φως, επειδή είναι γεμάτα από κρυστάλλους χαλαζία. Κατά τους επιστήμονες, λοιπόν, πρόκειται για κορμούς κωνοφόρων (φοίνικες και δρύες) ηλικίας είκοσι εκατομμυρίων ετών.
Μάλιστα, κατά την εκτίμησή τους οι δασώδεις αυτές εκτάσεις ήταν εκτεταμένες και μάλιστα πέρα από την περιοχή που βρέθηκαν, δηλαδή εκτείνονταν και σε σημερινές περιοχές του νομού Γρεβενών και Καστοριάς.
Η διαδικασία της απολίθωσης μπορεί να προκλήθηκε από ηφαιστειακή δραστηριότητα, αφού ένα από τα υλικά που συνήθως απελευθερώνεται ύστερα από κάποια έκρηξη είναι ο λειωμένος χαλαζίας, το ένυδρο δηλαδή διοξείδιο του πυριτίου. Αυτό το υγρό και θερμό διάλυμα χαλαζία φαίνεται ότι εισχώρησε στη δασώδη έκταση κι ερχόμενο σ΄επαφή με τους κορμούς, αντικατέστησε μόριο προς μόριο την οργανική ύλη τ6ου ξύλου με κρυστάλλους χαλαζία οι οποίοι λαμπυρίζουν στο ηλιακό φως.
Και σ΄αυτή την ανακάλυψη το Παλαιόκαστρο πήρε και πάλι τιμητική θέση στην ιστορία, αφού κατά τους επιστήμονες ήταν το πρώτο εύρημα αυτού του τύπου. –
Ηλίας Κ Μάρκου