Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές μας παρεμβάσεις.
σ.σ. = Σημείωση εκδότη (δική μου).
Στο σχετικό με τη λαογραφία τρίτο μέρος του βιβλίου του, ο Σ. ξεκινάει με τη περιγραφή των σπιτιών της Βλάστης.
Τα σπίτια ήταν κτισμένα από ντόπιους οικοδόμους και από μαστόρους από το Ζουπάνι (σημ. Πεντάλοφος), τους οποίους και προτιμούσαν. Βέβαια συστηματικοί μάστορες αναφέρονται από τις εξής περιοχές: Κοντσικό (σημ. Γαλατινή) κοντά στη Σιάτιστα, Λέχοβο, Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή), Νεγκοβάνι (σημ. Φλάμπουρο) από την περιοχή της Φλώρινας και Κόνιτσα της Ηπείρου.
Οι Βλατσιώτες μαστόροι είχαν πέραση στα χωριά του κάμπου των Καϊλαρίων (σημ. Πτολεμαΐδας) και αρκετοί έφταναν μέχρι τη Λάρισα και ακόμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν ως επικρατέστερο τον τύπο του τετραγώνου με τετράκλινη στέγη και ως επί το πλείστον ήταν διώροφα, χωρίς να αποκλείονται τα μονώροφα και τριώροφα. Ήταν πέτρινα και η ασβέστη και τα κεραμίδια συνήθως φτιάχνονταν σε κοντινούς ειδικούς χώρους (ασβεσταριές, κιραμαργειά), ενώ για τη κατασκευή ιδιαίτερα των παλιότερων σπιτιών χρησιμοποιούνταν επιπλέον δρένια και κέδρινα ξύλα, καθώς και ξυλεία από πεύκο.
Σαν παρένθεση, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο Σ. μεταχειρίζεται στο κεφάλαιο αυτό πολλές λέξεις λαογραφικού ενδιαφέροντος, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στο καθημερινό τους λεξιλόγιο, σχετικές με τα σπίτια και τα σκεύη (γριντιές, πριουνάδες, τσιατόξυλα, πιρτσίνια, στινούρα, τσιάμι, bνάρι, χωρατάς, παρμακλίκια, τζιαμπλίκι, παρστχιά, μπουχαρί, γκιουμούλι, τσιτούρι, φουκάλη, βαένια, μπότια, σταφυλαρμιά, γκαβανούζες, χουκάδες, πισνίκια, μπσούρες, γιαμάκια, σουπχιέρες, χόλμπες, τσιότρες, βιλιούσκις, χλιάρια, απλάδες, μασάτια, τιλιούρια, τσίτσα, σουράϊ, γίζμπα, dάμι, σκανταλιές, καπάντζες, φουρτσέλλια, μιντι(ε)ρλίκια, μάσες, σκαπνιά, νταμπλάδες, λίμπες, γκαβόλαμπες, τσιατί, μαχιά, πέλλες, bαbα, τσιούμα, συμπστάρια, gέλ(ι)μπουρας, χαβάνι, γκιρίζι, κιουσές, μπινάς, μισάλα, πυρουμάχους, περάτης κ. ά.). Βέβαια, σε μια σύντομη σκιαγράφηση, όπως η παρούσα, είναι λογικό να μη υπάρχει η δυνατότητα λεπτομερούς επεξήγησης αυτών των λέξεων.
Όταν ανοίγονταν τα θεμέλια του σπιτιού, γινότανε αγιασμός και, όταν έμπαινε η σκεπή του, οι συγγενείς και φίλοι έφερναν πεσκέσια (δώρα). Εξωτερικά τα σπίτια ήταν μπογιατισμένα ουρανιά, μερικά άσπρα και άλλα πράσινα. Γενικά η εμφάνιση του χωριού έκανε φοβερή εντύπωση, ιδιαίτερα από τη νότια του πλευρά προς την οποία έδειχναν όλες σχεδόν οι προσόψεις των σπιτιών.
Όλα τα σπίτια είχαν μεγάλες και μικρές εξώπορτες με ρόπτρα, παρουσιάζοντας τη μορφή φρουρίου, ενώ τα παλιότερα σπίτια είχαν μικρά παράθυρα. Στην επιφάνεια των μεγάλων εξώπορτων ήταν καρφωμένα πλατειά καρφιά και εσωτερικά ήταν σφραγισμένες με σίδερα με ξύλινο σύρτη, ενώ ταυτόχρονα (οι εξώπορτες) είχαν σκεπή με κεραμίδια. Οι αυλές (νουβροί) ήταν λιθόστρωτες, με πλάκες πελεκημένες και χορταριασμένες στα ενδιάμεσα. Υπήρχαν διάφορα λουλούδια στις άκρες τους, καθώς και δέντρα, κληματαριές και μπαχτσέδες. Κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του και το νερό το έβγαζαν με τον κουβά ή με ειδικό καρούλι (τσιουκρίκι).
Η σκάλα μπροστά στην κύρια είσοδο (μεσιά) του σπιτιού παρουσίαζε ποικιλία (λίγα ή πολλά σκαλιά). Σε αρκετά σπίτια, ιδιαίτερα ευπόρων, κιγκλιδώματα (σιδερένια ή ξύλινα), στύλοι που υποβάσταζαν σκεπές και κλειστοί εξώστες πάνω από την μεσιά, πλαισίωναν τη σκάλα.
Η τετράγωνη οικία είχε το κατώϊ (ισόγειο), το κελάρι κάτω από την εσωτερική σκάλα και στον άνω όροφο τη σάλα (χαϊάτι – με πάτωμα σανιδένιο ή πλακόστρωτο ή κοκκινωπό χωμάτινο) και τα δύο δωμάτια. Το ένα από τα δωμάτια, ο στρουτός, ήταν η κύρια κατοικία της οικογένειας, όπου υπήρχε το τζάκι με το μπουχαρί από πάνω, το εικονοστάσι, κάποιο ντουλάπι ή καμάρα στον τοίχο, στρώματα, προσκέφαλα, χώρος (κόχη) για τον σεβαστότερο της οικογένειας, ο σοφράς (χαμηλό τραπεζάκι για φαγητό) κ.ά. Εκεί δέχονταν πρόχειρα μόνο τους δικούς τους ανθρώπους (ήταν προσβολή να δεχτούν ξένους στο στρουτό) και όταν έκανε κρύο εκεί κοιμόντουσαν. Στο άλλο δωμάτιο υπήρχαν η μισάντρα (μεγάλη ντουλάπα) και τα εντοιχισμένα ντουλάπια, όπου συμμάζευαν βελέντζες, κιλίμια, και λοιπά σκεπάσματα. Εκεί υπήρχαν και μικρές κρυψώνες ‘για ώρα ανάγκης’ (κρυψάνες). Τέτοιες είχαν και στο κελάρι και στο κατώϊ.
Το κατώϊ συνήθως ήταν πλακόστρωτο και είχε: βαρέλια για αποθήκευση κρασιού, καδιά για το τυρί, κιούπια για τα τουρσιά, βάζα για το γλυκό, αμπάρι για το αλεύρι και τα σιτηρά, σεντούκια, ταψιά, σκαφίδι, σήτες, κόσκινα, γκιούμια, κατσαρόλες, μαστραπάδες, στάμνες, καζάνια, τεντζερέδες, τηγάνια, γάστρες, πιατοθήκη, μαχαίρια, δοχεία, καντάρι, τριχιές, τσιγκέλια, χειρόμυλο και πολλά άλλα σκεύη, όλα βαλμένα με τάξη και νοικοκυρεμένα. Μερικά σπίτια το κατώϊ το είχαν σε υπόγειο χώρο, όπου έμπαιναν ανοίγοντας καταπακτή με σκαλιά. Εκεί έβαζαν και τα καυσόξυλα.
Παλιότερα δεν υπήρχε η δυνατότητα καλής εσωτερικής σκάλας για τον πάνω όροφο (με σανίδια και τα κελάρια από κάτω κλειστά). Αντί αυτής υπήρχαν δυο γριντιές (δοκάρια) με ενδιάμεσα γερά σανίδια, σχηματίζοντας έτσι τη σκάλα ανάβασης (φτωχότερη κατάσταση). Πολλές φορές ο πάνω όροφος ήταν άφτιαχτος και χωρισμένος μόνο με γριντιές, όπου μάζευαν διάφορα πράγματα (κασέλες, έπιπλα, σεντούκια, σκεύη, αργαλειούς κ.ά.) και όπου συνήθως κοιμόντουσαν το καλοκαίρι. Άρα τότε κατοικούνταν ο κάτω όροφος, που είχε συνήθως δύο δωμάτια.
Πρέπει να τονιστεί ότι το δωμάτιο υποδοχής (σιαχνισής) στον ‘φτιαγμένο’ (φκιασμένος) πάνω όροφο είχε μιντέρια, δηλ. συνεχή ντιβάνια με στρωσίδια και προσκέφαλα στο ντουβάρι για να κάθονται περισσότεροι. Προς το μέρος της σκάλας υπήρχε ένα είδος μόνιμου τραπεζιού. Γενικά, βέβαια, υπήρχαν τραπέζια και καρέκλες στον κάτω και στον πάνω όροφο.
Για τον εσωτερικό φωτισμό υπήρχαν λάμπες του χεριού και κρεμασμένες, ενώ τα πλουσιότερα σπίτια είχαν και πολυελαίους. Ασφαλώς υπήρχαν καθρέπτες και κάδρα μελών της οικογένειας στα καλά δωμάτια, ενώ στα πλούσια σπίτια τα ταβάνια ήταν σκαλιστά και οι τοίχοι όμορφα ζωγραφισμένοι.
Οι στέγες ήταν τέλεια και με σιγουριά κατασκευασμένες με 2-3 τζιάκια σε καθεμιά από αυτές. Είναι προφανές ότι τα τριώροφα σπίτια είχαν πολύ περισσότερα πράγματα και διαφορετική διαρρύθμιση, ανάλογα με το γούστο και την οικονομική δυνατότητα κάθε οικογένειας.
Το μαγειριό ήταν ξεχωριστό οίκημα με τον φούρνο και τα απαραίτητα σκεύη και εργαλεία. Εκεί περνούσε την ημέρα η οικογένεια τους καλοκαιρινούς μήνες. Για τα ζώα είχαν αχούρι με ειδικό χώρα για τα ξύλα, αχυρώνα και κουμάσια για τις κότες, ενώ ως τουαλέτα (ανάγκη) είχαν τον χαλέ με βόθρο. Ελάχιστα σπίτια είχαν δεύτερο αποχωρητήριο στο μαγειριό και σπανιότερα τρίτο μέσα στο σπίτι. Ο αργαλειός, τα τσιουκρίκια κλπ μπορούσαν να βρίσκονται σε διάφορα μέρη (μαγειριό, χαϊάτι, στρωτό και αυλή).
Ο Σ. τονίζει ότι απλά έχει κάνει μια επισήμανση κάποιων χαρακτηριστικών των σπιτιών (εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι), χωρίς να είναι ειδικός στην ανάλυση και την επιστημονική περιγραφή αυτών.
Τέλος, κάνει μια συγκεφαλαίωση δείγματος λεξιλογίου που σχετίζεται με την οικία, θεωρώντας το χρήσιμο για το παρακάτω συμπέρασμα: Υπάρχουν (σ.σ. δάνειες) λέξεις τουρκικής, λατινικής, βλαχικής και σλαβικής προέλευσης, η κύρια υπόσταση αυτών, όμως, είναι ελληνικής (προέλευσης) και έτσι διαπιστώνεται ‘οι δυνάμεις συνοχής της ελληνικής παραδόσεως’, αν ληφθεί υπόψη ‘όλο το λεξιλόγιο’ (σελ. 185).
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 169-185).