Δεν είμαστε οι αρμόδιοι για να σχολιάσουμε το εξαγγελθέν απο την διοίκηση της ΕΤΕ Α.Ε. νέο “BUSINESS PLAN” ή την εθελούσια έξοδο 500 έμπειρων στελεχών – υπαλλήλων, αλλά και ούτε και το κλέισιμο δεκάδων καταστημάτων που κατά τεκμήριο είναι εντάσεως καταθέσεων, την στιγμή που εξαγγέλεται η χρηματοδότηση οικονομικών μονάδων, ναυτιλιακών επιχειρήσεων κλπ.
Αναμφίβολα είναι λίαν θετικό πράγμα, η εξαγγελία από την διοίκηση της τράπεζας ότι αυτή επέστρεψε στην οργανική κερδοφορία, ανακοινώνοντας για το γ’ τρίμηνο κέρδη 84 εκατ. έναντι ζημιών 75 εκατ. που σημειώθηκαν κατά το αντίστοιχο περισυνό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα πάντα με την διοίκηση, η επίδοση αυτή οφείλεται στην αποκλιμάκωση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου, μετά την επίτευξη υψηλών ποσοστών κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον ότι την προηγούμενη περίοδο κάλυψε σε υφηλό ποσοστό τα μη εξυπηρετούμενα “ανοίγματα” κάνοντας τις σχετικές προβλέψεις.
Βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση του ποσοστού των προβλέψεων οφείλεται στην εφαρμογή του λογιστικού προτύπου ΔΛΠ 9 ( IFRS ) από 1/1/18, το οποίο έχει μεταθέσει το ενδιαφέρον σε πιθανές μελλοντικές ζημιές.
Ωστόσο μετά από όλες αυτές τις εξαγγελίες και τα “business plan” που στοχεύουν κατά την σημερινή διοίκηση στον εξορθολογισμό των προβλημάτων, παραβλέπεται η οποιαδήποτε ρεαλιστική αναφορά για τερματισμό της Δικαστικής διαμάχης, μεταξύ της τράπεζας και του πρώην προσωπικού της για το θέμα του λογαριασμού Επικούρησης, παρατείνοντας μια ανωμαλία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της τράπεζας αλλά και την τραπεζική ηθική..
Ως γνωστόν, η εν λόγω διαμάχη προήλθε λόγω της απότομης εκ μέρους της τράπεζας και μη τεκμηριωμένης καταστρατήγησης του καταστατικού-σύμβασης που επέφερε η διακοπή του βοηθήματος προς το τέως προσωπικό της και αυτό, μετά απο 70 χρόνια ομαλής λειτουργίας του.
Αποτέλεσμα, την επί ένα χρόνο έκθεση της τράπεζας στις δικαστικές αίθουσες καθώς και σε διάφορες αναφορές των ΜΜΕ, πράγμα που την εκθέτει ανεπανόρθωτα ως αδυνατούσα μερικώς ή ολικώς, στην εκπλήρωση υποχρεώσεων μεταξύ αντισυμβαλλομένων.
Επισημαίνοντας την συμπεριφορά και το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει τα πράγματα, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογα προγράμματα παροχών προς τους εργαζόμενους, λειτουργούν σε πάρα πολλές Ευρωπαικές και όχι μόνο, τράπεζες και καταγράφονται στα ΔΛΠ ως:
Πρόγραμματα « Καθορισμένων Παροχών» και πρόκειται για προγράμματα συγκεκριμένων παροχών που ενεργοποιούνται μετά την έξοδο από την υπηρεσία και στηρίζονται σε τυπικές ή άτυπες συμφωνίες βάση των οποίων η οικονομική οντότητα χορηγεί τις παροχές μετά την έξοδο από την υπηρεσία σε έναν ή περισσότερους εργαζόμενους.
Βέβαια, το όποιο άνοιγμα ή πλεόνασμα της υποχρέωσης καθορισμένων παροχών αποτυπώνεται λογιστικά, σε Παρούσα Αξία μείον την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων.
Ακριβώς παρόμοιο πρόγραμμα είναι η περίπτωση του Λογαριασμού επικούρησης του προσωπικού ΕΤΕ, προιόν συμφωνίας μεταξύ τράπεζας και εργαζομένων από το 1949.
Είναι δε χαρακτηριστικός ο τρόπος λειτουργίας του προγράμματος που περιγράφεται λεπτομερώς στο υφιστάμενο καταστατικό-σύμβαση, αναφέροντας πέραν των άλλων και την καθορισμένη παροχή στο άρθρο 9 και την εισφορά στο άρθρο 5..
Και ας μην διαφεύγει η τεράστια αξία του xαρτοφυλακίου “portofolio” του Λογαριασμού επικούρησης κατά την περασμένη δεκαετία και η μή ένταξη του με ευθύνη της τράπεζας στα ΔΛΠ.
Ωστόσο βάση των πιό πάνω διαφαίνεται ότι η ομαλοποίηση του θέματος είναι εφικτή μέσω των υφισταμενων εργαλείων και είναι αδήριτη ανάγκη να τερματισθεί αυτή η εκκρεμότητα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καλώς εννοούμενη τραπεζική πίστη ενώ παράλληλα, η αναγνώριση από την Δικαιοσύνη της τραπεζικής αυθαιρεσίας επιδεινώνει την αντίληψη αυτή.
Τέλος με δεδομένο ότι πρόκειται για μια καθαρά Διμερή σχέση μεταξύ τράπεζας και εργαζομένων βάση της υφιστάμενης νομολογίας, αλλά και της αναγνώρισής αυτής της σχέσης από την Ευρωπαική Επιτροπή, πράγμα που αποκλείει την ανάμιξη τρίτων κάτω από συνθήκες Αγοράς, θα πρέπει να αξιολογήσουν εκ νέου την κατάσταση, αφ’ ενός η διοίκηση της τράπεζας που πρέπει επαναφέρει την ομαλή λειτουργία του λογαριασμού τακτοποιώντας οριστικά την εκκρεμότητα, αφ΄ετέρου οι εποπτικές αρχές ( ΤτΕ- SSM) που θα πρέπει να επανεξετάσουν, αν στο όνομα κάποιου αόριστου προσωρινού εξορθολογισμού θα συνεχίσουν να επιτρέπουν, την δημιουργία προβλημάτων πέραν αυτών που ήδη υπάρχουν και που θέτουν υπό αμφισβήτηση την πεμπτουσία του θεσμού της Ιδιωτικής Ασφάλισης..
Δημήτρης Ζακοντίνος
Οικονομολόγος
MSc Aμυντικές & Στρατηγικές Σπουδές
τ. Αντιπρόεδρος ΕΛΙΣΜΕ