Ἀρχιμ. Χρίστος Κυριαζόπουλος
Στό ὄγδοο βιβλίο τῆς Ἱστορίας του ὁ Ἡρόδοτος, ὁ πατέρας τῆς ἱστορίας καί ἱστορικός τῶν Περσικῶν πολέμων, διηγεῖται μέ πολύ γλαφυρό τρόπο πῶς τό βασιλόπουλο τοῦ Ἄργους Περδίκκας ἵδρυσε τό κράτος τῆς Μακεδονίας. Ἡ διήγηση τοῦ κορυφαίου ἱστορικοῦ μας συνδέει τούς γενάρχες τῆς Μακεδονίας μέ τούς Τημενίδες τοῦ Ἄργους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπόγονοι τοῦ Ἡρακλῆ. Κατά συνέπεια, ἀναδεικνύει τήν κοινή καταγωγή τῶν Ἑλλήνων τοῦ Βορρᾶ καί τῶν Ἑλλήνων τοῦ Νότου. Ὅταν ἔγραφε ὅλα αὐτά ὁ Ἡρόδοτος, δέν θά μποροῦσε οὔτε κἄν νά φανταστεῖ ὅτι 2.500 χρόνια ἀργότερα θά ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ ἕνας πολυσπερματικός λαός, οἱ Σκοπιανοί, – πού στά μέρη αὐτά τά ἑλληνικότατα, βορειοανατολικά τῆς Ἀχρίδας καί τῶν Πρεσπῶν κι ὡς τά ὄρη τῆς Ροδόπης, σποραδικά πρωτοεμφανίστηκε δώδεκα ὁλόκληρους αἰῶνες μετά τόν ἱστορικό – ὁ ὁποῖος θρασύτατα θά ἐπιχειροῦσε νά κλέψει τό ὄνομα καί τά προαιώνια σύμβολα ἀλλά καί τή γῆ τοῦ λαοῦ τῶν Μακεδόνων!
ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Οἱ Ἀρχαῖοι Μακεδόνες ἦταν ἀναμφίβολα Ἕλληνες. Τό ἔχουν ἀποδείξει αὐτό πολύχρονες ἔρευνες. Ἡ ἑλληνικότητά τους δέν ἀμφισβητεῖται πλέον, διεθνῶς. Ὅλες οἱ ἐπιγραφές πού ἔχουν βρεθεῖ στόν χῶρο τόν γεωγραφικό τῆς Μακεδονίας εἶναι ἑλληνικές. Τά ὀνόματα ἀνθρώπων καί θεῶν ἦταν κοινά μέ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. Τά κλασικά μακεδονικά ὀνόματα Φίλιππος καί Ἀλέξανδρος εἶναι ὀνόματα σύνθετων ἑλληνικῶν λέξεων. Ἐπιστημονικῶς καί ἱστορικῶς δέν τίθεται ζήτημα. Τό θέμα τό συντηρεῖ μόνον ἡ στρεβλή καί ἀνιστόρητη προπαγάνδα τῶν Σκοπίων. Ἄς παραθέσουμε κάποιες ἀλήθειες.
Γιά τήν ἑλληνικότητά τους μαρτυροῦν οἱ ἀρχαῖες πηγές καί συνηγοροῦν τά πορίσματα τῆς γλωσσολογίας πού βασίζονται στή μελέτη τοῦ ἑλληνικοῦ μακεδονικοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος.
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε πρῶτος ὁ Ἡρόδοτος, στίς ἀρχές ἤδη τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., ἀναφέρει τούς Μακεδόνες ὡς Ἕλληνες: «Ἕλληνας δέ εἶναι τούτους τούς ἀπό Περδίκκεω γεγονότας, κατά περ αὐτοί λέγουσι αὐτός τε οὕτω τυγχάνω ἐπιστάμενος καί δή καί ἐν τοῖσι ὄπισθεν λόγοισι ἀποδείξω…». (Ἡρ. Ἱστ. V, 22, 1)(=οἱ Μακεδόνες πού κατάγονται ἀπό τόν Περδίκκα εἶναι Ἕλληνες, ὅπως καί οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ἀλλά καί ἐγώ ὁ ἴδιος προσωπικά γνωρίζω καί θά τό ἀποδείξω αὐτό με ὅσα θά πῶ ἐν συνεχείᾳ…). Ὁ ἴδιος ἱστορικός παρουσιάζει τόν βασιλέα τῶν Μακεδόνων Ἀλέξανδρο Α΄ (+495-450/440), δεσπόζουσα μορφή τῆς μακεδονικῆς ἱστορίας κατά τόν 5ο αἰ. π.Χ., νά λέει τήν ἐποχή τῶν περσικῶν πολέμων: «αὐτός τε γάρ Ἕλλην γένος εἰμί τὠρχαῖον, καί ἀντ᾿ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἄν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τήν Ἑλλάδα». (Ἡρ. Ἱστ. ΙΧ, 45, 1-2) (=ὁ ἴδιος εἶμαι Ἕλληνας ἀπό τά πανάρχαια χρόνια καί δέν θά ἤθελα νά δῶ τήν Ἑλλάδα ὑποδουλωμένη στούς Πέρσες). Ὁ Ἡρόδοτος, ἀκόμη, θυμίζει τή σχέση Μακεδόνων καί Θεσσαλῶν, ὅταν μιλᾶ γιά τούς Δωριεῖς τῆς Θεσσαλίας (Ι, 56).
Τήν ἑλληνικότητα τῶν Μακεδόνων βεβαιώνει καί ὁ αὐστηρός κορυφαῖος ἱστορικός μας Θουκυδίδης, ὅταν λέει ὅτι οἱ βασιλεῖς τῶν Μακεδόνων εἶναι Τημενίδες ἀπό τό Ἄργος (Θουκ. ΙΙ, 99, 3-6), καθώς ἀργότερα καί ὁ Ἀρριανός, ὁ ἱστορικός τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος διασώζει τό περιστατικό τῆς ἀποστολῆς τῶν τριακοσίων πολυτελῶν περσικῶν ἀσπίδων, μετά ἀπό τήν νίκη στόν Γρανικό ποταμό, καί καταγράφει καί τό ἐπίγραμμα πού μέ ἐντολή τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου συνόδευσε τίς ἀσπίδες αὐτές, κατά τήν ἀποστολή τους στήν Ἀθήνα, προκειμένου νά ἀναρτηθοῦν στόν Παρθενώνα: «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες πλήν Λακεδαιμονίων ἀπό τῶν βαρβάρων, τῶν τήν Ἀσίαν κατοικούντων» (Ἀρρ. Ι, 16, 11). Οἱ Μακεδόνες, οἱ κύριοι νικητές, δέν ἀναφέρονται ὀνομαστικά στό ἐπίγραμμα, διότι εἶναι αὐτονόητο πώς συμπεριλαμβάνονται μέσα στούς «Ἕλληνες».
Στήν ἀρχαιότητα οὐδέποτε τέθηκε θέμα ἐθνικότητας τῶν Μακεδόνων, ἀκριβῶς γιατί ἦταν Ἕλληνες. Οἱ «ἱστορικοί» τῶν Σκοπίων ἔχουν εὐρύτατα ἐκμεταλλευθεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Δημοσθένης ἀποκαλεῖ τόν Φίλιππο Β΄ «βάρβαρο», ὡς ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς μή ἑλληνικότητάς του. Ὡστόσο, ὅταν ὁ Δημοσθένης λέει ὁ «βάρβαρος», ἐννοεῖ «ἄξεστος», «ἀπολίτιστος» καί ὄχι ἀλλόγλωσσος ἤ ξένος. Ἄλλωστε, ἦταν ἀδύνατον ὁ Δημοσθένης λέγοντας «βάρβαρο» τόν Φίλιππο Β΄, τόν πατέρα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, νά μήν τόν θεωρεῖ Ἕλληνα, διότι ἡ δική του μητέρα ἦταν Σκύθισσα. Ἁπλῶς λοιπόν θεωροῦσε τόν βασιλιά τῆς Μακεδονίας ὡς κατώτερο πολιτιστικά ἀπό τούς Ἀθηναίους. Γνωρίζουμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Δημοσθένης ἐπισκέφθηκε δύο φορές τή Μακεδονία καί ἔμεινε ἐκεῖ τρεῖς μῆνες. Ἄν διαπίστωνε πώς οἱ Μακεδόνες δέν μιλοῦν τήν ἑλληνική γλώσσα, θά τό ἐκμεταλλευόταν αὐτό ἐξάπαντος στην πολεμική του κατά τοῦ Φιλίππου. Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ἄς ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι ὁ Δημοσθένης ἦταν μέν ὁ κορυφαῖος καί ἀξεπέραστος ρήτορας τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά δέν ἦταν καθόλου διορατικός πολιτικός, ἀφοῦ, προσκολλημένος στό παλαιό πολιτειακό σχῆμα τῆς πόλης-κράτους, δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ τήν ἀλλαγή πού ἐπέβαλαν οἱ Μακεδόνες, μιά καί στόν καινούργιο κόσμο πού αὐτοί (οἱ Μακεδόνες) ὁραματίζονταν ἡ Ἀθήνα δέν θά διαδραμάτιζε τόν πρῶτο ρόλο. Κι ἄς μήν ξεχνοῦμε, φυσικά, πώς διαφορετική στάση ἐπί τοῦ ζητήματος τηροῦσαν ἄλλοι πολιτικοί, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἰσοκράτης καί ὁ Αἰσχίνης. Διαχρονική, ἐξάλλου, ἰσχύ ἔχει τό ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἱστορικοῦ Πολύβιου (2ος αἰ. π.Χ.), ὁ ὁποῖος βάζει τόν Ἀκαρνάνα Λυκίσκο νά λέει: «τίνος καί πηλίκης δεῖ τιμῆς ἀξιοῦσθαι Μακεδόνας, οἵ τόν πλείω τοῦ βίου χρόνον οὐ παύονται διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβάρους ὑπέρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας;». Καί γιά τόν λόγο αὐτό χαρακτηρίζει τούς Μακεδόνες «πρόφραγμα» τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Δέν θά μακρηγορήσουμε ἐπί τοῦ θέματος τῆς ἑλληνικότητας τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων. Ἀξίζει ὅμως νά προσθέσουμε ὅτι αὐτή καταφαίνεται καί ἀπό τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς Μακεδόνων στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες, στούς ὁποίους, ὡς γνωστό, συμμετεῖχαν μόνον Ἕλληνες. Μακεδόνες πού ἔλαβαν μέρος στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες καί νίκησαν ἦταν οἱ ἀκόλουθοι:
Ὁ βασιλιάς Ἀλέξανδρος Α΄, στήν 80ή Ὀλυμπιάδα, τό 460 π.Χ., στό στάδιο.
Ὁ βασιλιάς Ἀρχέλαος Περδίκας, στήν 93η Ὀλυμπιάδα, τό 408 π.Χ., στό τέθριππο.
Ὁ βασιλιάς Φίλιππος Β΄ ἀναδείχθηκε τρεῖς φορές Ὀλυμπιονίκης. Στήν 106η Ὀλυμπιάδα, τό 356 π.Χ., ἔτρεξε μέ τό ἄλογό του. Στήν 107η Ὀλυμπιάδα, τό 352 π.Χ., ἔτρεξε μέ τό τέθριππό του. Στήν 108η Ὀλυμπιάδα, τό 348 π.Χ., νίκησε στήν συνωρίδα.
Ὁ Κλίτων στήν 113η Ὀλυμπιάδα, τό 328 π.Χ., στό στάδιο.
Ὁ Δαμασίας ὁ Ἀμφιπολίτης, στήν 115η Ὀλυμπιάδα, τό 320 π.Χ., στό στάδιο.
Ὁ Λάμπος ὁ Φιλιππήσιος, στήν 119η Ὀλυμπιάδα, τό 304 π.Χ., στό τέθριππο.
Ὁ Ἀντίγονος στήν 122η Ὀλυμπιάδα, τό 292 π.Χ., καί στήν 123η Ὀλυμπιάδα, τό 288 π.Χ., στό στάδιο.
Ὁ Σέλευκος στήν 128η Ὀλυμπιάδα, τό 268 π.Χ., στό στάδιο.
Ἡ Βελεστίχη, στήν 128η Ὀλυμπιάδα, τό 268 π.Χ., στό ἀγώνισμα τῶν συρομένων ἀπό πώλους ἁρμάτων (συνωρίς πώλων).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Ὅπως προαναφέραμε, εἶναι ἀπό χρόνια ἀποδεδειγμένο πώς ἡ γλώσσα τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων ἦταν ἡ ἑλληνική. Συγκριτική μελέτη ὅλου τοῦ γλωσσικοῦ μας πλούτου ἀπέδειξε ὅτι ἡ μακεδονική ἦταν μία διάλεκτος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως ἡ ἀττική, ἡ δωρική, ἡ ἰωνική, ἡ ἰωνοαττική ἤ ἀργότερα ἡ κυπριακή, ἡ ποντιακή, ἡ κρητική κ.ἄ. Τό ἴδιο τό ὄνομα τῶν Μακεδόνων εἶναι ἑλληνικό: ἡ λέξη μακεδνός (<μᾶκος<μῆκος) μαρτυρεῖται ἤδη στόν Ὅμηρο (Ὀδ. η, 106) καί σημαίνει μακρύς, ψηλός, λυγερόκορμος. Οἱ λέξεις σέ μακεδονικό ἰδίωμα ἀπαντοῦν σέ ὅλες τίς ἑλληνικές διαλέκτους καί τό σύνολο τοῦ μακεδονικοῦ ὑλικοῦ (τοπωνύμια, κύρια ὀνόματα, προσηγορικά) συνηγορεῖ στήν ἑλληνικότητα τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου. Ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἑλληνική. Φθογγικά πάθη, καταλήξεις, κλίσεις, ἄλλα γνωρίσματα, ὅλα εἶναι ἑλληνικά.
Οἱ Σκοπιανοί ἔχουν ἀναγάγει σέ μεῖζον θέμα τή μαρτυρία τοῦ Πλουτάρχου (Πλούτ., Ἀλέξ. 51,6) ὅτι ἐπάνω στή δυσκολότερη στιγμή τῆς διαβάσεως τοῦ Γρανικοῦ ποταμοῦ ὁ Ἀλέξανδρος «ἀνεβόα μακεδονιστί καλῶν τούς ὑπασπιστάς». Θεωροῦν πώς τό «μακεδονιστί» ἀποδεικνύει ὅτι ἡ γλώσσα τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἀλεξάνδρου δέν ἦταν ἑλληνική. Ὅμως ἐδῶ ἡ λέξη σημαίνει πολύ ἁπλά τήν τοπική μακεδονική διάλεκτο καί ὄχι μία ξεχωριστή, μή ἑλληνική γλώσσα! Ὅπως δηλαδή θά ἔλεγε: δωριστί, ἀττικιστί, ἰωνιστί κτλ. Δέν γνωρίζουν, ὅπως φαίνεται, ὅτι ὁ Πλούταρχος ἀλλοῦ λέει πώς κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Ἀλεξάνδρου οἱ ξένες ἐπιγραφές ἐξηγοῦνταν στά ἑλληνικά, γιά νά τίς καταλαβαίνουν οἱ Μακεδόνες καί οἱ ἄλλοι Ἕλληνες στρατιῶτες: «τήν δέ ἐπιγραφήν ἀναγνούς ἐκέλευσεν ἑλληνικοῖς ὑποχαράξαι γράμμασιν» (Πλ. Ἀλέξ. 69,4)· δέν λέει «μακεδονικοῖς». Ξεχνοῦν καί πώς τήν ἑλληνική γλώσσα διέταξε νά μάθουν οἱ Πέρσες: «ἐκέλευσε γράμματα τε ἑλληνικά μανθάνειν καί μακεδονικοῖς ὅπλοις ἐντρέφεσθαι». (Πλ. Ἀλέξ. 47,6).
Ὁ μεγαλοφυής Μ. Ἀλέξανδρος εἶχε τόν λαμπρότερο δάσκαλο τῶν χρόνων ἐκείνων, τόν ἐπίσης Μακεδόνα Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ὡς πνευματικός γιός τοῦ Πλάτωνος καί πνευματικός ἐγγονός τοῦ Σωκράτη εἶχε ἀποθησαυρίσει μέσα του ὅλη τή σοφία τοῦ τότε κόσμου κι αὐτήν μετέδωσε στόν ἐκλεκτό μαθητή του. Αὐτήν τή σοφία, πού ἄριστα κατεῖχε, μετέφερε μέ ἀγάπη στήν Ἀνατολή ὁ Μακεδόνας μεγαλοφυής στρατηλάτης, γιατί ἦταν σοφία τῶν δικῶν του προγόνων κι ὄχι ξένη. Καί καθώς ὁ κόσμος τῆς μακρυνῆς Ἀνατολῆς τόν ἀγάπησε, ἀγάπησε μαζί καί τόν πολιτισμό πού ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ μετέδωσε καθώς καί τήν ἑλληνική γλώσσα, τή γλώσσα τήν ὁποία ὁ Ἀλέξανδρος καί οἱ Μακεδόνες μιλοῦσαν, ἡ ὁποία ἔγινε τό λαμπρότατο ὄχημα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ. Τήν κοινή ἑλληνική γλώσσα ἡ ὁποία στή συγκεκριμένη μορφή της μιλήθηκε καί γράφηκε γιά ἕξι περίπου αἰῶνες ἀπό ὅλους τούς λαούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης. Τή γλώσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τή γλώσσα στήν ὁποία ἀπευθύνεται ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Μακεδόνες τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Φιλίππων καί στήν ὁποία διατύπωνε τίς θεῖες ἀλήθειες, ὅταν ἐκήρυττε σέ κάθε περιοχή τῆς μακεδονικῆς γῆς ἀπ’ ὅπου πέρασε. Ἀλλά καί μόνο ἡ ὕπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων ἀρχαίων θεάτρων [Δίου, 5ου αἰ. π.Χ., Βεργίνας (Αἰγῶν), 4ου αἰ. π.Χ., Φιλίππων, 4ου αἰ. π.Χ., καί Θάσου 4ου αἰ. π.Χ.] στή Μακεδονία, ὅπου παρουσιάζονταν ἑλληνικά δράματα, ἀποδεικνύει πώς καί ἑλληνικά μιλοῦσαν οἱ Μακεδόνες καί ὑψηλό ἐπίπεδο πολιτισμοῦ εἶχαν. Ἀλλιῶς πῶς θά κατανοοῦσαν τίς τραγωδίες πού διδάσκονταν ἐκεῖ καί τά ἄλλα εἴδη τῆς ἀρχαίας δραματικῆς ποίησης μέ τήν πολύ δύσκολη γλώσσα πού τήν καθιστοῦσαν δυσκολότερη τά ὑψηλά νοήματα τῶν ἔργων αὐτῶν καθώς ἐπίσης καί ἡ ὑποχρέωση τῶν κορυφαίων ποιητῶν τους νά ἀκολουθοῦν στά χορικά τους τίς ἐπιβαλλόμενες γλωσσικές ἀποκλίσεις και τό πολυποίκιλο τῆς μετρικῆς;
Ἑλληνική, λοιπόν, ἡ γλώσσα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, ἑλληνικά τά ὀνόματά τους, ἑλληνικά καί τά ὀνόματα τῶν θεῶν τους. Ὅλα κοινά μέ ἐκεῖνα τῶν νότιων Ἑλλήνων. Τό ἀποδεικνύουν, ἐπιπροσθέτως, πάμπολλες ἐπιγραφές καί ψηφίσματα τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων ἀπό τόν χῶρο τῆς Μακεδονίας. Π.χ.: «Φιλωτέρα Ἀρριδαίου Ἑρμῇ Ἀγοραίῳ εὐχήν» (Αἰανή), «Βάσσος Ἀντιπάτρου ἐλευθερωθείς ὑπό Ἀντιπάτρου Ἀλεξάνδρου Ἡρακλῇ Κυναγίδᾳ» (Βελβενδός), «Ἐκκλησίας ἀγομένης ὑπό τοῦ Βαττυναίων πολιτάρχου Ἀλεξάνδρου τοῦ Λεωνίδου καί πολλῶν ἀποδυρωμένων πολιτῶν…νῦν δε οἱ δυνατώτεροι τῶν ἐπαρχικῶν ἐκβιάζονται τούς πένητας…τά ἤδη πεπραμένα ἄκυρα εἶναι καί μή κρατεῖσθαι τοῖς ἠγορακόσιν… Ἀλέξανδρος Λεωνίδου ὁ πολιτάρχης ἐπεσφραγισάμην, Θεότιμος Νικολάου, Παρμενίων Κλείτου, Νικόλαος Φίλωνος,…Ὀρέστης Ἀριστολάου,…Ἀντίγονος Κασσάνδρου,…Νικόλαος Μενελάου,…Νικάνωρ Θησέως,…Κλεῖτος Ἀντιγόνου, Φίλιππος Φιλώτου… κ.ἄ. 44 πολίτες» (Βαττύνα, κάπου στήν Καστοριά).
ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ – Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥΣ
(ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ)
Ἄς δοῦμε στή συνέχεια πότε καί μέ ποιές συνθῆκες ἐμφανίσθηκαν στή Βαλκανική –ἤ ὀρθότερα στήν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου– οἱ πρῶτες σλαβικές φυλές, πρόγονοι τῶν σημερινῶν Σκοπιανῶν.
Οἱ Σλάβοι τό 578 μ.Χ. διέβησαν τόν Δούναβη καί ἐγκαταστάθηκαν στίς βορείως τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Αἵμου θρακικές περιοχές, ὅπου τό Βυζάντιο τούς παραχώρησε γαῖες. Οἱ Βούλγαροι –λαός ἀσιατικός πού κατά πᾶσα πιθανότητα προῆλθε ἀπό τή συγχώνευση τῶν ὑπολειμμάτων τῶν Οὕννων τοῦ Ἀττίλα, πού μετά τόν θάνατο τοῦ ἀρχηγοῦ τους ἀποσύρθηκαν πρός τήν Ἀνατολή, καί τῶν Ὀγούρων Τούρκων, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στίς βόρειες ἀκτές τῆς Μαύρης Θάλασσας– ἐπιχείρησαν ληστρικές ἐπιδρομές στίς νοτίως τοῦ Δουνάβεως βυζαντινές ἐπαρχίες μόλις τό 681 μ.Χ. Τό Βυζαντινό Κράτος τούς ἀναγνώρισε ὡς «φοιδεράτους» (ὑπόσπονδους). Ἡ βουλγαρική ἐθνότητα διαμορφώθηκε ἀπό τή «συνάντηση» τῶν ὀλιγαριθμότερων, ἀλλά δυναμικῶν καί ὀργανωτικῶν Βουλγάρων, καί τῶν πολυαριθμότερων Σλάβων.
Στήν ἐπίμαχη περιοχή τῆς Πρώην Γιουγκοσλαβικῆς Δημοκρατίας τῆς Μακεδονίας ἔχουμε σποραδικές ἐγκαταστάσεις Σλάβων μετά τόν 8ο αἰ. μ.Χ. Οἱ ἐγκαταστάσεις αὐτές ὑπῆρξαν μεμονωμένες καί διακεκομμένες. Στά ὀρεινά μέρη διατηρήθηκαν ὡς τόν 10ο αἰ.. Στά πεδινά γρήγορα ἀφομοιώθηκαν ἀπό τό ἑλληνικό τους περιβάλλον. Ἐπηρέασαν, ἑπομένως, μόνο ἐν μέρει τήν ἐθνολογική σύσταση τῆς περιοχῆς-ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀπώλεσε τόν ἑλληνικό της χαρακτήρα-καί δέν μετέβαλαν τήν διοικητική ὀργάνωση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους στά μέρη αὐτά. Ἐξάλλου, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι καθ’ὅλη τή βυζαντινή ἐποχή οἱ νοτιώτερες σερβικές περιοχές ἀπεῖχαν ἀπό τήν πόλη τῶν Σκοπίων περισσότερο ἀπό ἑκατό χιλιόμετρα κι ἀκόμη, φυσικά, πώς ὡς τά τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος ὁλόκληρη ἡ Σερβία εἶναι ὑποτελής στό Βυζάντιο.
Οἱ Σέρβοι προχώρησαν στήν ἐκτός σημερινῶν ἑλληνικῶν συνόρων ΒΔ Μακεδονία μετά τό 1299, ἀλλά πάραυτα ἐκδιώχθηκαν ἀπό τούς Βυζαντινούς. Οἱ Βούλγαροι παρέμειναν στήν ἴδια περιοχή κάπως περισσότερο, ἀναμεμειγμένοι μέ Σέρβους, Ἕλληνες τῶν ἀστικῶν κέντρων καί τῶν κωμοπόλεων καί μέ βοσκούς Ἕλληνες (Βλάχους, Σαρακατσαναίους κἄ.). Ἴχνη ἄλλου σλαβικοῦ λαοῦ ἤ φύλου –μή σερβικοῦ καί μή βουλγαρικοῦ-δέν διαπιστώθηκαν στήν περιοχή.
Ὡς τήν ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν καί συγκεκριμένα ὡς τό 1188, ἐποχή τῆς ἱδρύσεως τοῦ λεγόμενου β΄ βουλγαρικοῦ κράτους ἀπό τούς ἀδελφούς Πέτρο καί Ἀσσάν στίς βορείως τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Αἵμου θρακικές περιοχές, παρά τίς ἐπιδρομές τοῦ Συμεών (893-927) στήν περιοχή τῆς Θράκης καί τήν ἐπανάσταση τοῦ Σαμουήλ (969-1017), ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά δημιουργήσει δικό του κράτος στήν περιοχή τῆς Ἀχρίδας καί τῶν Πρεσπῶν (περιοχή τοῦ σημερινοῦ κράτους τῶν Σκοπίων), ἡ βυζαντινή διοίκηση σ᾿ ὁλόκληρη τήν περιοχή τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Οἱ βίαιοι ἐκβουλγαρισμοί καί ἐκσλαβισμοί δέν ἴσχυσαν νά μεταβάλουν τό καθεστώς. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν Σκοπιανῶν ἱστορικῶν πώς ὁ Σαμουήλ, πρίν νικηθεῖ ἀπό τόν Βασίλειο Β΄, δημιούργησε στήν περιοχή τους τό πρῶτο «μακεδονικό κράτος» μέ σλαβικό χαρακτήρα στεροῦνται ἱστορικῆς βάσης. Ὁ Βασίλειος Β΄ εἶναι ἐκεῖνος πού μετά τή συντριβή τοῦ Σαμουήλ ἵδρυσε τήν ἀρχιεπισκοπή αὐτή, ἡ ὁποία ἄλλωστε κατέστη περιφανές ἑλληνικό πνευματικό κέντρο μέ Ἕλληνες ἀρχιεπισκόπους. Ἡ περιοχή, ἐξάλλου, τῶν λιμνῶν βρίθει ἑλληνικῶν γραπτῶν μνημείων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας οἱ ἑλληνόφωνοι, οἱ σλαβόφωνοι, οἱ βλαχόφωνοι καί οἱ ἀρβανιτόφωνοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ταυτίζονται μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί θεωροῦνται μέλη τῆς ἴδιας κοινωνίας, δηλαδή Ἕλληνες. Παρά τίς ἐθνολογικές περιπέτειες οὐδέποτε διακόπηκε ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ στή Μακεδονία. Οἱ Σλάβοι ἐπιδρομεῖς-σ’αὐτούς συμπεριλαμβάνουμε καί τούς Βουλγάρους-εἴτε ἀποκρούσθηκαν εἴτε ἀφομοιώθηκαν πολιτισμικά.
ΤΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» ΩΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ὁλόκληρο τό πλέγμα τῶν ἀνταγωνισμῶν (ἐθνικῶν, οἰκονομικῶν, διπλωματικῶν, στρατιωτικῶν) πού δημιουργήθηκαν στή Βαλκανική μετά τήν ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν ἵδρυση τοῦ ἀνεξάρτητου Νεοελληνικοῦ Κράτους (1830) καί τῶν δύο ἄλλων βαλκανικῶν ἡγεμονιῶν (Σερβίας 1829 καί Βουλγαρίας 1878) κι ὡς τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἔγινε γνωστό ὡς «Μακεδονικό Ζήτημα» καί ἐντάσσεται μέσα στά πλαίσια τοῦ γενικότερου «Ἀνατολικοῦ Ζητήματος».
Μέσα στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία διεισδύουν μέ ὅλο καί πιό σκληρό τρόπο οἱ Βούλγαροι, ἐνῶ ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἀρχίζουν νά προωθοῦνται στόν χῶρο αὐτό καί οἱ Σέρβοι περιπλέκοντας ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ὁ νικηφόρος γιά τούς Ρώσους ρωσοτουρκικός πόλεμος τοῦ 1877-1878 ὄξυνε τό «Μακεδονικό Ζήτημα»· διότι μέ τή συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (3/3/1878), μέ τήν ὁποία ἡ σύρραξη αὐτή ἔκλεισε, ἡ τσαρική Ρωσία ἐπιχείρησε νά δημιουργήσει μιά Μεγάλη Βουλγαρία, ὑποτελή στή Ρωσία, ἀπό τόν Δούναβη καί τόν Πόντο ὥς τό Αἰγαῖο καί σχεδόν ὥς τήν Ἀδριατική. Στόχος της νά ἀποκτήσει διά τῆς Βουλγαρίας διέξοδο στό Αἰγαῖο καί στή Μεσόγειο, ὑπερφαλαγγίζοντας τά Στενά, καί νά κυριαρχήσει στή Βαλκανική. Παρά τό γεγονός ὅτι εὐθύς ἀμέσως οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μέ τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου (Ἰούλιος 1878) ἀκύρωσαν τή Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τό ἰδεῶδες τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας, πού τόσο εὔκολα-ἔστω καί πρός στιγμήν καί μέ ξένα ὅπλα-δημιουργήθηκε, ἀπετέλεσε ἔκτοτε ἕνα μόνιμο ὄνειρο τῶν Βουλγάρων.
Τό 1885 οἱ Βούλγαροι προσάρτησαν πραξικοπηματικά στό κράτος τους τήν ἑλληνικότατη Ἀνατολική Ρωμυλία, πράξη πού ἔγινε τελικά ἀποδεκτή ἀπό τίς Μεγάλες Δυνάμεις. Μέ τήν αἴσθηση τοῦ ἰσχυροῦ θέτουν ὡς ἑπόμενο στόχο τους τήν πολιτική αὐτονόμηση ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας, μέ ἀπώτερο στόχο τή διεθνή ἀναγνώριση τοῦ βουλγαρικοῦ χαρακτήρα της, κάτι πού θά ἄνοιγε τόν δρόμο γιά την ἐνσωμάτωση ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας στή Βουλγαρία, ὅπως εἶχαν πράξει καί με τήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Τέτοιες εἶναι μάλιστα οἱ φιλοδοξίες τους, πού μέσα στά σχέδιά τους συμπεριλαμβάνουν ἀκόμη καί τή Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία οὔτε ἡ Ρωσία εἶχε τολμήσει νά περιλάβει στόν χάρτη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Ἡ πολιτική αὐτή ἀκολουθήθηκε ὡς τό 1912.
Ἡ βουλγαρική τρομοκρατία στή Μακεδονία εἶχε ἀρχίσει ἤδη νωρίτερα μέ τήν ἀπόσχιση τῆς βουλγαρικῆς ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (28 Φεβρ. 1870). Ἡ ἔνοπλη φάση τοῦ ἔνδοξου Μακεδονικοῦ Ἀγώνα (1904-1908), τόν ὁποῖον οἱ Βούλγαροι ξεκίνησαν, ἔγειρε ἀποφασιστικά τήν πλάστιγγα ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας καί ἔληξε μέ τήν ἥττα τῆς Βουλγαρίας, παρά τίς μαζικές ἀποστολές ἐνόπλων βουλγαρικῶν τμημάτων καί ὁμάδων στή Μακεδονία πού στρέφονταν μέ τόν πλέον ἀδίστακτο τρόπο ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καί ἰδιαίτερα ἐναντίον τῶν ἑλληνόφρονων, ἀλλά σλαβόφωνων πληθυσμῶν.
Ἡ βουλγαρική ἀπληστία δελέασε τήν ἀρκετά ἀπομακρυσμένη Σερβία, ὥστε ἄρχισε νά εἰσχωρεῖ κι αὐτή ὅσο γινόταν βαθύτερα στή βόρεια Μακεδονία καί νά προσανατολίζεται πρός τήν ἑλληνικότατη Θεσσαλονίκη.
Στά 1912 συμμάχησαν ἡ Ἑλλάδα, ἡ Βουλγαρία, ἡ Σερβία καί τό Μαυροβούνιο καί διεξήγαγαν τόν νικηφόρο πρῶτο βαλκανικό πόλεμο κατά τῆς Τουρκίας. Ἡ κατανομή τῶν μακεδονικῶν ἐδαφῶν δέν ἱκανοποίησε τή Βουλγαρία, ἡ ὁποία μέ τόν δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (Ἰούλιος 1913) ἐναντίον τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησε νά καταλάβει τή Μακεδονία. Ὁ πόλεμος ἔληξε μέ τήν ἧττα τῆς Βουλγαρίας.
Ἡ Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου πού ἀκολούθησε (Αὔγουστος 1913) καθόρισε τά ὁριστικά σύνορα μεταξύ Ἑλλάδος, Σερβίας καί Βουλγαρίας. Ἐπιδίκασε στήν Ἑλλάδα τίς μακεδονικές περιοχές πού σήμερα τῆς ἀνήκουν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες περιοχές τοῦ ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἑλληνικότατου μακεδονικοῦ χώρου περιῆλθαν κυρίως στή Σερβία-τή μεγάλη κερδισμένη-, ἐν μέρει στή Βουλγαρία («Μακεδονία τοῦ Πιρίν») καί μιά στενή λωρίδα δυτικά τῶν λιμνῶν, ΒΑ τῆς Κορυτσᾶς, στήν Ἀλβανία.
Η ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ
Γιά τήν πληρέστερη παρουσίαση τοῦ θέματος θά ἀναφερθοῦμε ἐν ὀλίγοις καί στή λεγόμενη σχισματική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων. Σύμφωνα μέ τόν καταστατικό χάρτη τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ψηφίσθηκε τό 1994, ὁ ἀρχιεπίσκοπός της φέρει τόν τίτλο «Πρόεδρος τῆς ἁγίας ἀρχιεπισκοπικῆς συνόδου τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῆς Μακεδονίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καί Μακεδονίας».
Τό πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας στίς 15/9/1967 ἐκήρυξε τήν τότε λεγόμενη «μακεδονική ὀρθόδοξη ἐκκλησία» σχισματική θρησκευτική ὀργάνωση καί διέκοψε κάθε κανονική κοινωνία μαζί της. Ὅλες οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἐπιδοκίμασαν τή στάση τῆς σερβικῆς ἐκκλησίας.
Στίς 17/5/2002 στό Νίς τῆς Σερβίας συμφωνήθηκε -ἀλλά ἡ σχισματική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ἐν συνεχείᾳ ὑπαναχώρησε – ἡ «ἐκκλησία τῶν Σκοπίων νά ὀνομασθεῖ «Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος». Αὐτόν τόν τίτλο φέρει σήμερα ἡ δημιουργηθεῖσα ἀπό τή σερβική ἐκκλησία «κανονική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων».
Τό σερβικό πατριαρχεῖο δέχεται σήμερα -ἐν ἀντιθέσει μέ τό παρελθόν – γιά τή σκοπιανή ἐκκλησία τόν τίτλο αὐτό («Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος»), ἀλλά ἀρνεῖται τήν προσθήκη στόν τίτλο της τῆς ὀνομασίας «Μακεδονίας» για δικούς του ἐθνικούς λόγους κι ὄχι φυσικά γιά νά προσφέρει ἐκδούλευση στήν Ἑλλάδα. Προφανῶς γιατί ἡ σερβική ἐκκλησία θεωρεῖ τή Μακεδονία σερβική.
Ὅπως ὅμως ὁ τίτλος «Μακεδονίας» εἶναι μόνον ἑλληνικός, ἔτσι και ὁ τίτλος «Ἀχρίδος» εἶναι ἀποκλειστικά ἑλληνικός. Ὁ σημερινός κανονικός ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος θεωρεῖ τόν τίτλο του, κατά τήν δική του διατύπωση, «τελείως σωστό ἀπό ὅλες τίς πλευρές». Σέ εὐχαριστήρια ἐπιστολή του πρός τόν μητροπολίτη Ναυπάκτου στίς 7/7/2007 μεταξύ ἄλλων γράφει: «Ἔχουμε δεχθεῖ νά πάρουμε τό ἔνδοξο ὄνομα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδος πού εἶναι τελείως σωστό ἀπό ὅλες τίς πλευρές, κανονικά καί ἐκκλησιολογικά, ἀντίθετα ἀπό τό ὄνομα πού χρησιμοποιοῦν οἱ σχισματικοί στήν ΠΓΔΜ πού χαρακτηρίζουν τόν ἑαυτό τους ὡς Μακεδονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Θά γνωρίζει, βέβαια, ὁ κανονικός ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σκοπίων ὅτι προφανῶς καί εἶναι ἔνδοξο τό ὄνομα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδος, ὄχι ὅμως διότι τό χρησιμοποιοῦν καταχρηστικῶς οἱ Σλάβοι, ἀλλά διότι τήν ἀρχιεπισκοπή αὐτή τήν ἵδρυσε ὁ ἐνδοξότατος Ἕλληνας αὐτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ὁ ἐπονομασθείς Βουλγαροκτόνος, – ἤδη τό 1020 καί ἐξακολούθησε να ὑφίσταται ὡς τό 1767 – καί τό ὄνομά της τό ἐτίμησαν οἱ διαπρεπεῖς ἀρχιεπίσκοποί της-ὅλοι τους, πλήν ἑνός, Ἑλληνες-μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἐπιφανής Δημήτριος Χωματιανός καί ὁ ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πρώην καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος. Κι ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς ἡ Ἀχρίδα ταυτίζεται μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική Λυχνιδό, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σέ Ἀχρίδα (Ohrid) ἀπό τούς πρώτους Σλάβους πού ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ. Ἡ λίμνη λεγόταν πρό τῶν Σλάβων Λυχνῖτις. Ἡ πόλη Λυχνιδός ὑπῆρξε ἕδρα ἐπισκοπῆς ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου ὡς, τουλάχιστον, τίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος.Ἀπό τόν 4ον αἰ., λοιπόν, ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀχρίδος, ἡ ὁποία πάντοτε διατήρησε τόν ἀκραιφνῶς ἑλληνικό της χαρακτήρα.
Ἀπό τόν 19ον αἰώνα Βούλγαροι καί Σέρβοι ἐρίζουν γιά τήν ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος, ἡ ὁποία δέν ἀνῆκε ποτέ σέ κανένα ἀπό τούς δύο. Τελικά φαίνεται πώς γιά τήν ὥρα τήν κερδίζουν οἱ νεήλυδες, αὐτοί πού τελευταῖοι μπῆκαν στό παιχνίδι, δηλαδή οἱ Σκοπιανοί. Οἱ Ἕλληνες ἁπλῶς θεώμεθα σιγοῦντες. Πόσοι, ἄραγε ὑποψιαζόμαστε τά ἱστορικά μας δίκαια ἐπί τῆς Ἀχρίδος; Τήν ἐκχωροῦμε-μέ τήν ἀδράνειά μας-ἀνυποψίαστοι σάν κάτι τελείως ξένο προς ἐμᾶς! Ἄν ἡ σερβική ἐκκλησία, ἐνώπιον τῆς δεδομένης σκοπιανῆς ἀδιαλλαξίας ἤ πιεζόμενη ἀπό ἐσωτερικούς παράγοντες ἤ ἴσως λόγῳ ἀλλαγῆς τῆς ἡγεσίας της ἤ γιά ἄλλους δικούς της λόγους δεχθεῖ κάποτε – μήπως ἄραγε καί πολύ σύντομα; – τήν προσθήκη «Μακεδονίας» στήν ὀνομασία τῆς σχισματικῆς ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ἐμεῖς καί πάλι δέν θά ἀντιδράσουμε; Ἡ σερβική ἐκκλησία καί οἱ Σέρβοι ἐν γένει ἴσως λύσουν τό πρόβλημά τους. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὅμως, οἱ κληρονόμοι τῶν δύο αὐτῶν παλαίφατων ἱστορικῶν τίτλων «Μακεδονίας» καί «Ἀχρίδος», εἶναι σωστό νά συμβιβασθοῦμε μέ δύο σέ βάρος μας ἀσύστολα ἱστορικά ψεύδη; Δέν εἶναι καιρός πιά νά ἀναλογισθοῦμε τίς ευθύνες μας; Πρός Θεοῦ ὅμως, ὄχι, ὅπως συνήθως, ὡς Ἐπιμηθεῖς, κατόπιν ἑορτῆς.
Ἐν τέλει, ἡ ἱστορική ἀλήθεια ἐπιβάλλει νά τονίσουμε πώς ἡ παντοιοτρόπως ἐπιχειρούμενη παραχάραξη τῆς ἱστορίας τῆς Μακεδονίας, στό ἐθνικό εἴτε στό ἐκκλησιαστικό πεδίο, ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν οἱ Μακεδόνες -Ἕλληνες ἀνέκαθεν στήν καταγωγή -ἐσφράγισαν καθοριστικά μέ τήν ἀνεπανάληπτη συνεισφορά τους στόν πολιτισμό τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀλήθεια στό τέλος θά ὑπερισχύσει. Εὐλογημένοι ὅσοι μέ τήν καρδιά τους καί μέ λεβεντιά τήν ὑπηρετοῦν.