Το έτος 2018 ζήσαμε το απόλυτο θέατρο του παραλόγου: Έλληνες πολιτικοί, αποφάσισαν ερήμην του λαού και της ιστορίας, να «λύσουν» το «Σκοπιανό πρόβλημα» παραχωρώντας σε τυμβωρύχους μια ανύπαρκτη Μακεδονική «γλώσσα», «ιθαγένεια» και ένα σύνθετο όνομα με την λέξη «Μακεδονία» συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορική κληρονομιά χιλιετιών. Το αντιφατικό μείγμα Σλάβων, Αλβανών, Βουλγάρων και Ρομά που έχει δημιουργηθεί στα βόρεια σύνορα μας, διαθέτει «γερές πλάτες» και επικίνδυνους «δασκάλους», όπως ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ και Τουρκία, αποτελώντας ένα απλό όργανο στα χέρια τους. Επιστρατεύσαν απειλές, εκβιασμούς μέχρι άφθονο μαύρο χρήμα σε Σκοπιανούς «αξιωματούχους» – και όχι μόνο!
Πριν στεγνώσει το μελάνι της «συμφωνίας», ο πρωθυπουργός τους διαλαλεί με κάθε ευκαιρία: «Είμαστε Μακεδόνες», «Μιλάμε την Μακεδονική γλώσσα και κανείς δεν θα μας αμφισβητήσει ξανά», «Υπάρχει πλέον η δυνατότητα να διδάσκεται η Μακεδονική γλώσσα στα Ελληνικά σχολεία», υπάρχουν «Μακεδόνες» σε Ελλάδα και Βουλγαρία και πολλά άλλα τα οποία τουλάχιστον απαγορεύονται ρητά από την «Συμφωνία των Πρεσπών». Κρατούν ότι τους βολεύει, και αφού το διαστρεβλώσουν κατά το δοκούν, παρακάμπτουν τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις αυτής έστω της συμφωνίας!
Στο σκηνικό αυτό και στο πλαίσιο πανελλήνιων κινητοποιήσεων, μαθητές σχολείων κυρίως από τη Μακεδονία προχώρησαν σε καταλήψεις, μια πρακτική που γινόταν παλιότερα για ψύλλου πήδημα ή ακόμα και χωρίς αυτό. Η πρακτική αυτή ήταν πάντα καταδικαστέα από τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία γενικότερα. Όμως, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των καταλήψεων ήταν τελείως διαφορετικά και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με ότι μέχρι τώρα ζήσαμε. Παρόλα αυτά όμως ανησύχησαν αυτούς που ανέδειξαν τις καταλήψεις ως ιδανική αγωνιστική πρακτική του μαθητικού κινήματος και πολλοί έχτισαν καριέρες με αυτά.
Έτσι, θορυβημένοι προχώρησαν σε συλλαλητήρια, ενάντια στις «εθνικιστικές καταλήψεις» και μάλιστα από σχήματα καινοφανή, όπως «Πρωτοβουλία για τον Συντονισμό Σχολείων και Μαθητών Αθήνας». Ο στόχος τους «η μάχη για ένα σχολείο στο ύψος των αναγκών των μαθητών» μακριά από «παρακρατικές ομάδες». Όλες οι προηγούμενες καταλήψεις με ανυπολόγιστες καταστροφές κάθε φορά που μετέτρεψαν τα σχολεία σε σιδερόφρακτα φρούρια, ήταν ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση?
Σύμφωνα με ανακοίνωσή τους: «Συντονίζουμε πολύμορφες δράσεις, κρεμάμε αντιφασιστικά πανό και κάνουμε εκδηλώσεις στα σχολεία μας, για να μην χαρίσουμε ούτε μια μέρα εθνικιστικής φιέστας στους δολοφόνους του Παύλου Φύσσα και τους υποστηρικτές του μίσους και του ρατσισμού». Για έναν μέτριο νου δεν φαίνεται κανείς τέτοιος συσχετισμός.
Άλλοι ανησύχησαν να μη γίνουν οι μαθητές υποχείρια ακραίων στοιχείων και έσπευσαν να τους προστατεύσουν με όπλο τον διάλογο και το παράδειγμα. Άραγε έκαναν το ίδιο δεκαετίες τώρα που τα σχολεία γινόταν συστηματικά χώρος «έκφρασης» των κάθε είδους εξωσχολικών στοιχείων? Άλλοι πάλι, όπως ο υπουργός Παιδείας Κ. Γαβρόγλου, δήλωσε ότι υποκινούνται τη Χρυσή Αυγή. Πραγματικά, ένα ανέλπιστο δώρο σε αυτό το κόμμα.
Συμφωνούμε να καταδικαστεί και να αποκλειστεί αυτή η μορφή κινητοποίησης, έστω και για το καίριο εθνικό μας θέμα. Όμως θα ήταν υποκρισία να γίνεται από τους πρωταγωνιστές των κινημάτων καταλήψεων, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός. Εκτός, αν διακρίνουμε τις επιτρεπόμενες ή μη καταλήψεις ή αλλιώς την καλή ή κακή βία. Μάλιστα, η ΟΛΜΕ μας κάλεσε να συντονιστούμε με τις υποδείξεις της για «διαπόμπευση» και άσκηση σωματικής βίας προς παραδειγματισμό»!
Ανεξάρτητα με το κατά πόσον επηρέασαν την εξωτερική μας πολιτική, οι πρόσφατες καταλήψεις είχαν μια μοναδική χρησιμότητα. Ανάγκασαν πολλούς να επανεκτιμήσουν αυτή τη μορφή δράσης. Να κατανοήσουν ότι δεν αποτελούν οι καταλήψεις αποκλειστικό προνόμιο κάποιου συγκεκριμένου πολιτικού χώρου και κάποτε αυτό το όπλο μπορεί να στραφεί και εις βάρος τους, με αποκλειστικό χαμένο την παιδεία μας αλλά και τον Ελληνικό λαό που κλήθηκε και ξανακλήθηκε να πληρώσει τα σπασμένα. Ευκαιρία λοιπόν να ομονοήσουμε ότι οι μαθητές, κομμάτι της κοινωνίας μας, έχουν κάθε δικαίωμα να αντιδρούν σε ότι τους θίγει και τους αφορά αρκεί η αντίδρασή τους να μην βλάπτει την εκπαιδευτική διαδικασία και το χώρο του σχολείου.
*Καθηγητής Βιολογίας ΑΠΘ