Στα τέλη του 19ου αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία
εμφανίζει σαφή δείγματα παρακμής και αδυναμίας
προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής για να
χαρακτηριστεί ο «Μεγάλος ασθενής» γεγονός που
παρακινούσε τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης να
ενδιαφερθούν άμεσα για την κάλυψη των κενών που
επρόκειτο να προκύψουν σε περίπτωση μερικής ή και
ολικής κατάρρευσης.
Η αίσθηση αυτή πέρασε όμως και στους Βαλκάνιους
λαούς και στα κράτη που είχαν σχηματιστεί από την
αρχή του αιώνα και αγωνίζονταν για την εθνική τους
ολοκλήρωση μέσα από έντονους και συχνά σκληρούς
ανταγωνισμούς και εντάσεις.
Η πραγματικότητα αυτή που δεν είχε καμιά σχέση
με την ιδέα και το όραμα του Ρήγα Φεραίου για
συγκρότηση Βαλκανικής Ομοσπονδίας, δημιούργησε
καταστάσεις έντασης τις οποίες πυροδοτούσε
πολλές φορές οι ωμές παρεμβάσεις των Μεγάλων
(Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας) που
προσδοκούσαν να αποκτήσουν γεωπολιτικά οφέλη
στην περιοχή αυτή της νοτιοανατολικής Ευρώπης που
αποτελούσε υποχρεωτικό πέρασμα προς τις πλούσιες
αγορές της Ανατολής.
Στον ανταγωνισμό των Βαλκανίων βρέθηκαν όλα τα
ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που
συγκροτούσαν τα επτά «βιλαέτια» (μεγάλες διοικητικές
περιφέρειες) της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου, του
Κοσσυφοπεδίου, των Ιωαννίνων, της Γκιουμουλτζίνας
(Κομοτηνής), του Σκουτάρεως (Σκόδρας) και της
Αδριανούπολης.
Στις περιοχές αυτές έντεχνα υποδαυλίστηκε από την ξένη
διπλωματία ο εθνικός σοβινισμός παρά τις προσπάθειες
ανθρώπων του πνεύματος να υπάρξει προσέγγιση
και συνεννόηση ώστε από κοινού να οργανωθεί ο
απελευθερωτικός αγώνας κατά των Τούρκων.
Τα Βαλκάνια στο επίκεντρο των ανταγωνισμών
Τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα τα «βιλαέτια» της Θεσσαλο-
νίκης και του Μοναστηρίου, έγιναν το επίκεντρο της
διαμάχης με την Ρωσία να δραστηριοποιείται έντονα
στα πλαίσια της «πανσλαβιστικής» κίνησης ώστε να
ελέγχει την ευρύτερη περιοχή που θα της εξασφάλιζε τον
αιώνιο πόθο της διεξόδου στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο
θάλασσα.
Τον ίδιο ή παρόμοιο στόχο είχαν η Αγγλία, η
Αυστροουγγαρία και η Γαλλία η οποία επανέκαμψε στα
ευρωπαϊκά πράγματα.
Στη διαμάχη αυτή η Βουλγαρία, μετά την βίαιη
προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, ήταν το
μεγαλύτερο κράτος της Βαλκανικής και αποτελούσε για
τη Ρωσία το πλέον κατάλληλο «προγεφύρωμα» που θα
της εξασφάλιζε τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, των
Δαρδανελίων και του Αιγαίου Πελάγους, Αποτέλεσμα
ήταν να ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό ο βουλγαρικός
εθνικισμός ιδιαίτερα μετά τον σχηματισμό της
ανεξάρτητης Βουλγαρικής «Εξαρχίας» το 1870 και την
ενσωμάτωση της σχισματικής Βουλγαρικής Εκκλησίας
στην «πανσλαβιστική ιδέα» με στόχο την δια παντός
τρόπου προσάρτηση της Μακεδονίας σύμφωνα με το
περιεχόμενο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878
που προέβλεπε τον σχηματισμό της Μεγάλης Βουλγαρίας
με έξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος παρά το γεγονός ότι αυτή
ανατράπηκε αμέσως στη συνέχεια από τη Συνθήκη του
Βερολίνου.
Η Βουλγαρική «Εξαρχία» μάλιστα από τα τέλη του
19ου ως και τις αρχές του 20ου αιώνα θα καταστεί το
κύριο όργανο προπαγάνδας και βίαιου προσηλυτισμού
των πληθυσμών της Μακεδονίας όπου κυριαρχούσε
το ελληνικό στοιχείο. Για τα ένοπλα αντάρτικα
βουλγαρικά σώματα που δρούσαν σχεδόν ανενόχλητα
υπό τα βλέμματα της Τουρκίας στην περιοχή,
αποτελούσε λόγο εξόντωσης και αφανισμού ακόμα
και η απλή δήλωση κατοίκων της Μακεδονίας ότι
ήταν «πατριαρχικοί» δηλαδή ανήκαν στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αρνούμενοι να
ενταχθούν στην Βουλγαρική «Εξαρχία».
Και «πατριαρχικοί» στη Μακεδονία ήταν ΄Ελληνες, ή
ελληνόφωνοι (και σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση)
αγρότες και χωρικοί οι οποίοι ένεκα αυτού υπέστησαν
μύρια όσα δεινά, εκβιασμούς και διώξεις αλλά δεν
απαρνήθηκαν ούτε το θρησκευτικό τους «πιστεύω»
ούτε το εθνικό τους φρόνημα.
Ακόμα ο Καθολικισμός της Δύσης ταυτίστηκε με
την διασπαστική πολιτική του «πανσλαβισμού» στα
Βαλκάνια με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τον
Προτεσταντισμό να επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν
την αποδυνάμωση του Ορθόδοξου Οικουμενικού
Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προκειμένου να
εδραιωθούν στα Βαλκάνια με τη χρήση κατά κόρον της
Ελληνόρυθμης Λατινικής Εκκλησίας της «Ουνίας».
Η προσπάθεια αυτής της διείσδυσης εκδηλώνεται
φανερά από τα προξενεία της Γαλλίας και
Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη με κύριο όργανο
το «Τάγμα των Ιησουιτών μοναχών και τους μοναχούς
του «Τάγματος του Αγίου Βικεντίου» (Λαζαριστών)
που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη.
Ο ελληνισμός της Μακεδονίας
Η Οθωμανική Πύλη όπως ήταν επόμενο
εκμεταλλεύτηκε έντεχνα τις αντιθέσεις και τους
ανταγωνισμούς των βαλκάνιων λαών για το δικό της
όφελος. Σύμφωνα με βάσιμα στοιχεία την εποχή αυτή
στα δύο «βιλαέτια» (περιφέρειες) της Θεσσαλονίκης
και του Μοναστηρίου κατοικούσαν 650.000 ΄Ελληνες,
600.000 Τούρκοι, 250.000 Βούλγαροι και μερικές χιλιάδες
Σέρβοι, Εβραίοι και Αλβανοί. ΄Εχοντας υπόψη αυτή την
πληθυσμιακή πραγματικότητα αλλά και την οικονομική
και πολιτισμική επικράτηση του ελληνικού στο χώρο της
Μακεδονίας, η Τουρκία επέτρεψε να οργανωθούν δίκτυα
προπαγάνδας που καλλιεργούσαν τις σοβινιστικές
τάσεις των Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών και Ρουμάνων
στη Μακεδονία αλλά και να συγκροτηθούν ένοπλα
αντάρτικα σώματα που απειλούσαν τον ελληνικό
πληθυσμό και ασκούσαν διώξεις σ΄αυτόν ιδιαίτερα
όταν εκδηλωνόταν στην περιοχή κάποιο επαναστατικό
κίνημα από ΄Ελληνες ή όταν ελληνικά ένοπλα
τμήματα εισέρχονταν στην τουρκική επικράτεια για να
οργανώσουν ξεσηκωμούς κατά των Τούρκων.
Παρά ταύτα και καθώς ο ελληνισμός είχε αφυπνιστεί
πλήρως, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο από την
διαιώνιση του τουρκικού ζυγού αλλά και από τις πιθανές
εξελίξεις των σοβινιστικών τάσεων των βαλκανικών
κρατών, συγκροτήθηκαν ελληνικά αντάρτικα τμήματα με
γηγενείς οπλαρχηγούς στη ΒΔ Μακεδονία ξεσηκώνοντας
τον πληθυσμό για να ακολουθήσουν νικηφόρες για τους
΄Ελληνες αιματηρές συγκρούσεις με τουρκικές δυνάμεις
που ανησύχησαν ιδιαίτερα την τουρκική διοίκηση.
Στον ξεσηκωμό της Μακεδονίας μεγάλη ήταν η
προσφορά του Ελληνικού Γενικού Προξενείου της
Θεσσαλονίκης και ειδικά του προξένου Κωνσταντίνου
Βατικιώτη ο οποίος μέσα από μεγάλους κινδύνους
ενίσχυσε με κάθε τρόπο τα ελληνικά κινήματα για να
συγκροτηθούν ένοπλα τμήματα στη Χαλκιδική, στα
Γιαννιτσά, στο Κίτρος, στη Γουμένιτσα, στη Βέροια,
στη Νάουσα κ.α. ενώ συγκεντρώθηκαν χρήματα από
εισφορές και δωρεές Ελλήνων για τις ανάγκες του
αγώνα.
Αλλωστε η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη ασφυκτικά
αδυνατούσε να παράσχει κάθε βοήθεια ή συνδρομή
καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις επιθυμούσαν να τηρηθεί
το «Status quo» στην περιοχή με την διατήρηση της
ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ότου
αυτές καθορίσουν το μέλλον της με βάση αποκλειστικά
τα δικά τους συμφέροντα και οφέλη. Αποτέλεσμα ήταν
οι εξεγέρσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία να μένουν
συχνά ακάλυπτες με οδυνηρά αποτελέσματα όπως έγινε
με τον ξεσηκωμό του Χαλκιδικιώτη λοχαγού Κοσμά
Δουμπιώτη το Φεβρουάριο του 1878 στο Λιτόχωρο
Πιερίας όπου η επανάσταση κατέληξε σε άγρια σφαγή
του τοπικού πληθυσμού από τα τουρκικά στρατεύματα
όταν ο Δουμπιώτης με τις περιορισμένες δυνάμεις του
αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία.
Εξεγέρσεις Ελλήνων ακολούθησαν και μετά τη
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878) όπου
με παρέμβαση της Ρωσίας σχηματίστηκε η «Μεγάλη
Βουλγαρία» που ενσωμάτωσε ολόκληρη τη Μακεδονία.
Η εξέλιξη αυτή ανατράπηκε με τη Συνθήκη του
καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς που υπήρξε και
πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1910. Υπήρξε μαζί με τον γιό
του ΄Ιωνα Δραγούμη και τον γαμπρό του Παύλο Μελά, ένας
από τους κύριους παράγοντες οργάνωσης του Μακεδονικού
Αγώνα των ετών 1904 -1908