Πέμπτη, 10 Ιουλίου, 2025

Το Μακεδονικό Ζήτημα. Γράφει ο Απόστολος ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ*

0 comment 13 minutes read

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία
εμφανίζει σαφή δείγματα παρακμής και αδυναμίας
προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής για να
χαρακτηριστεί ο «Μεγάλος ασθενής» γεγονός που
παρακινούσε τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης να
ενδιαφερθούν άμεσα για την κάλυψη των κενών που
επρόκειτο να προκύψουν σε περίπτωση μερικής ή και
ολικής κατάρρευσης.
Η αίσθηση αυτή πέρασε όμως και στους Βαλκάνιους
λαούς και στα κράτη που είχαν σχηματιστεί από την
αρχή του αιώνα και αγωνίζονταν για την εθνική τους
ολοκλήρωση μέσα από έντονους και συχνά σκληρούς
ανταγωνισμούς και εντάσεις.
Η πραγματικότητα αυτή που δεν είχε καμιά σχέση
με την ιδέα και το όραμα του Ρήγα Φεραίου για
συγκρότηση Βαλκανικής Ομοσπονδίας, δημιούργησε
καταστάσεις έντασης τις οποίες πυροδοτούσε
πολλές φορές οι ωμές παρεμβάσεις των Μεγάλων
(Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας) που
προσδοκούσαν να αποκτήσουν γεωπολιτικά οφέλη
στην περιοχή αυτή της νοτιοανατολικής Ευρώπης που
αποτελούσε υποχρεωτικό πέρασμα προς τις πλούσιες
αγορές της Ανατολής.

Στον ανταγωνισμό των Βαλκανίων βρέθηκαν όλα τα
ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που
συγκροτούσαν τα επτά «βιλαέτια» (μεγάλες διοικητικές
περιφέρειες) της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου, του
Κοσσυφοπεδίου, των Ιωαννίνων, της Γκιουμουλτζίνας
(Κομοτηνής), του Σκουτάρεως (Σκόδρας) και της
Αδριανούπολης.
Στις περιοχές αυτές έντεχνα υποδαυλίστηκε από την ξένη
διπλωματία ο εθνικός σοβινισμός παρά τις προσπάθειες
ανθρώπων του πνεύματος να υπάρξει προσέγγιση
και συνεννόηση ώστε από κοινού να οργανωθεί ο
απελευθερωτικός αγώνας κατά των Τούρκων.
Τα Βαλκάνια στο επίκεντρο των ανταγωνισμών
Τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα τα «βιλαέτια» της Θεσσαλο-
νίκης και του Μοναστηρίου, έγιναν το επίκεντρο της
διαμάχης με την Ρωσία να δραστηριοποιείται έντονα
στα πλαίσια της «πανσλαβιστικής» κίνησης ώστε να
ελέγχει την ευρύτερη περιοχή που θα της εξασφάλιζε τον
αιώνιο πόθο της διεξόδου στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο
θάλασσα.
Τον ίδιο ή παρόμοιο στόχο είχαν η Αγγλία, η
Αυστροουγγαρία και η Γαλλία η οποία επανέκαμψε στα
ευρωπαϊκά πράγματα.
Στη διαμάχη αυτή η Βουλγαρία, μετά την βίαιη
προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, ήταν το
μεγαλύτερο κράτος της Βαλκανικής και αποτελούσε για
τη Ρωσία το πλέον κατάλληλο «προγεφύρωμα» που θα
της εξασφάλιζε τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, των
Δαρδανελίων και του Αιγαίου Πελάγους, Αποτέλεσμα
ήταν να ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό ο βουλγαρικός
εθνικισμός ιδιαίτερα μετά τον σχηματισμό της
ανεξάρτητης Βουλγαρικής «Εξαρχίας» το 1870 και την
ενσωμάτωση της σχισματικής Βουλγαρικής Εκκλησίας
στην «πανσλαβιστική ιδέα» με στόχο την δια παντός
τρόπου προσάρτηση της Μακεδονίας σύμφωνα με το
περιεχόμενο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878
που προέβλεπε τον σχηματισμό της Μεγάλης Βουλγαρίας
με έξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος παρά το γεγονός ότι αυτή
ανατράπηκε αμέσως στη συνέχεια από τη Συνθήκη του
Βερολίνου.
Η Βουλγαρική «Εξαρχία» μάλιστα από τα τέλη του
19ου ως και τις αρχές του 20ου αιώνα θα καταστεί το
κύριο όργανο προπαγάνδας και βίαιου προσηλυτισμού
των πληθυσμών της Μακεδονίας όπου κυριαρχούσε
το ελληνικό στοιχείο. Για τα ένοπλα αντάρτικα
βουλγαρικά σώματα που δρούσαν σχεδόν ανενόχλητα
υπό τα βλέμματα της Τουρκίας στην περιοχή,
αποτελούσε λόγο εξόντωσης και αφανισμού ακόμα
και η απλή δήλωση κατοίκων της Μακεδονίας ότι
ήταν «πατριαρχικοί» δηλαδή ανήκαν στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αρνούμενοι να
ενταχθούν στην Βουλγαρική «Εξαρχία».
Και «πατριαρχικοί» στη Μακεδονία ήταν ΄Ελληνες, ή
ελληνόφωνοι (και σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση)
αγρότες και χωρικοί οι οποίοι ένεκα αυτού υπέστησαν
μύρια όσα δεινά, εκβιασμούς και διώξεις αλλά δεν
απαρνήθηκαν ούτε το θρησκευτικό τους «πιστεύω»
ούτε το εθνικό τους φρόνημα.
Ακόμα ο Καθολικισμός της Δύσης ταυτίστηκε με
την διασπαστική πολιτική του «πανσλαβισμού» στα
Βαλκάνια με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τον
Προτεσταντισμό να επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν
την αποδυνάμωση του Ορθόδοξου Οικουμενικού
Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προκειμένου να
εδραιωθούν στα Βαλκάνια με τη χρήση κατά κόρον της
Ελληνόρυθμης Λατινικής Εκκλησίας της «Ουνίας».
Η προσπάθεια αυτής της διείσδυσης εκδηλώνεται
φανερά από τα προξενεία της Γαλλίας και
Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη με κύριο όργανο
το «Τάγμα των Ιησουιτών μοναχών και τους μοναχούς
του «Τάγματος του Αγίου Βικεντίου» (Λαζαριστών)
που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη.
Ο ελληνισμός της Μακεδονίας
Η Οθωμανική Πύλη όπως ήταν επόμενο
εκμεταλλεύτηκε έντεχνα τις αντιθέσεις και τους
ανταγωνισμούς των βαλκάνιων λαών για το δικό της
όφελος. Σύμφωνα με βάσιμα στοιχεία την εποχή αυτή
στα δύο «βιλαέτια» (περιφέρειες) της Θεσσαλονίκης
και του Μοναστηρίου κατοικούσαν 650.000 ΄Ελληνες,
600.000 Τούρκοι, 250.000 Βούλγαροι και μερικές χιλιάδες
Σέρβοι, Εβραίοι και Αλβανοί. ΄Εχοντας υπόψη αυτή την
πληθυσμιακή πραγματικότητα αλλά και την οικονομική
και πολιτισμική επικράτηση του ελληνικού στο χώρο της
Μακεδονίας, η Τουρκία επέτρεψε να οργανωθούν δίκτυα
προπαγάνδας που καλλιεργούσαν τις σοβινιστικές
τάσεις των Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών και Ρουμάνων
στη Μακεδονία αλλά και να συγκροτηθούν ένοπλα
αντάρτικα σώματα που απειλούσαν τον ελληνικό
πληθυσμό και ασκούσαν διώξεις σ΄αυτόν ιδιαίτερα
όταν εκδηλωνόταν στην περιοχή κάποιο επαναστατικό
κίνημα από ΄Ελληνες ή όταν ελληνικά ένοπλα
τμήματα εισέρχονταν στην τουρκική επικράτεια για να
οργανώσουν ξεσηκωμούς κατά των Τούρκων.
Παρά ταύτα και καθώς ο ελληνισμός είχε αφυπνιστεί
πλήρως, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο από την
διαιώνιση του τουρκικού ζυγού αλλά και από τις πιθανές
εξελίξεις των σοβινιστικών τάσεων των βαλκανικών
κρατών, συγκροτήθηκαν ελληνικά αντάρτικα τμήματα με
γηγενείς οπλαρχηγούς στη ΒΔ Μακεδονία ξεσηκώνοντας
τον πληθυσμό για να ακολουθήσουν νικηφόρες για τους
΄Ελληνες αιματηρές συγκρούσεις με τουρκικές δυνάμεις
που ανησύχησαν ιδιαίτερα την τουρκική διοίκηση.
Στον ξεσηκωμό της Μακεδονίας μεγάλη ήταν η
προσφορά του Ελληνικού Γενικού Προξενείου της
Θεσσαλονίκης και ειδικά του προξένου Κωνσταντίνου
Βατικιώτη ο οποίος μέσα από μεγάλους κινδύνους
ενίσχυσε με κάθε τρόπο τα ελληνικά κινήματα για να
συγκροτηθούν ένοπλα τμήματα στη Χαλκιδική, στα
Γιαννιτσά, στο Κίτρος, στη Γουμένιτσα, στη Βέροια,
στη Νάουσα κ.α. ενώ συγκεντρώθηκαν χρήματα από
εισφορές και δωρεές Ελλήνων για τις ανάγκες του
αγώνα.
Αλλωστε η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη ασφυκτικά
αδυνατούσε να παράσχει κάθε βοήθεια ή συνδρομή
καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις επιθυμούσαν να τηρηθεί
το «Status quo» στην περιοχή με την διατήρηση της
ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ότου
αυτές καθορίσουν το μέλλον της με βάση αποκλειστικά
τα δικά τους συμφέροντα και οφέλη. Αποτέλεσμα ήταν
οι εξεγέρσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία να μένουν
συχνά ακάλυπτες με οδυνηρά αποτελέσματα όπως έγινε
με τον ξεσηκωμό του Χαλκιδικιώτη λοχαγού Κοσμά
Δουμπιώτη το Φεβρουάριο του 1878 στο Λιτόχωρο
Πιερίας όπου η επανάσταση κατέληξε σε άγρια σφαγή
του τοπικού πληθυσμού από τα τουρκικά στρατεύματα
όταν ο Δουμπιώτης με τις περιορισμένες δυνάμεις του
αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία.
Εξεγέρσεις Ελλήνων ακολούθησαν και μετά τη
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878) όπου
με παρέμβαση της Ρωσίας σχηματίστηκε η «Μεγάλη
Βουλγαρία» που ενσωμάτωσε ολόκληρη τη Μακεδονία.
Η εξέλιξη αυτή ανατράπηκε με τη Συνθήκη του

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, νομικός και πολιτικός με
καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς που υπήρξε και
πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1910. Υπήρξε μαζί με τον γιό
του ΄Ιωνα Δραγούμη και τον γαμπρό του Παύλο Μελά, ένας
από τους κύριους παράγοντες οργάνωσης του Μακεδονικού
Αγώνα των ετών 1904 -1908

Βερολίνου (Ιούνιος του 1878) και χαράχθηκε απ΄τους
Μεγάλους νέος χάρτης των Βαλκανίων με τη Μακεδονία
να παραμένει στην Οθωμανική επικράτεια παρά το
αίτημα της Ελλάδας να περιέλθει σ΄αυτή.
Η Μακεδονία μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου
Αλλά και με τη Συνθήκη του Βερολίνου τα αποτελέσματα
της οποίας δημοσιοποιήθηκαν το 1881 το πρόβλημα
δεν είχε (ίσως σκόπιμα) λυθεί καθώς -φαίνεται από
την στάση και συμπεριφορά τους- οι Μεγάλοι δεν
θεωρούσαν «λύση» μία ρύθμιση του προβλήματος
όπου κύριος παράγοντας θα ήταν η δίκαιη ικανοποίηση
των πόθων για εθνική ολοκλήρωση των λαών των
Βαλκανίων.
Συνέχισαν δηλαδή να αφήνουν ανοικτές τις «πόρτες»
για προσεχή επέμβαση στην περιοχή με γνώμονα
τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα. Απόδειξη
αποτέλεσε το γεγονός πως η Συνθήκη του Βερολίνου
έφερνε τους ΄Ελληνες, Βούλγαρους, Σέρβους και
Μαυροβούνιους (ακόμα και τους Ρουμάνους και
Αλβανούς) αντιμέτωπους στο λεγόμενο «Μακεδονικό
Ζήτημα» που αποτέλεσε μέρος του «Ανατολικού
Ζητήματος».
Για τους λόγους αυτούς ο ένοπλος αγώνας μεταξύ των
Βαλκάνιων λαών (και των Τούρκων) που ακολούθησε,
γνωστός ως «Μακεδονικός Αγώνας», του οποίου η
συμβατική περίοδος διεξαγωγής του είναι μεταξύ
1904-1908, είχε στην ουσία αρχίσει από το 1881
όταν τα αποτελέσματα της Συνθήκης του Βερολίνου
άρχισαν να εφαρμόζονται στην πράξη προκαλώντας
μεγάλες αντιδράσεις. Η ένταση κορυφώθηκε όταν η
Βουλγαρία, εκμεταλλευόμενη την γενικότερη αστάθεια
προσκύρωσε πραξικοπηματικά το Σεπτέμβριο του 1885
την ημιαυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας
κάτω από τα απαθή βλέμματα της Τουρκίας.
Το γεγονός προκάλεσε αναταραχή στα Βαλκάνια και σε
ολόκληρη την Ευρώπη καθώς αποδεικνύονταν οι στόχοι
της Σόφιας να επαναφέρει σε ισχύ τη Συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου της «Μεγάλης Βουλγαρίας» σε βάρος
κυρίως της Ελλάδας και της Σερβίας.
Λίγο αργότερα, με προτροπή της Ρωσίας και Αυστρίας,
εμφανίστηκε να διεκδικεί με διάφορους τρόπους το
χώρο της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τα χρόνια
των … Ρωμαίων και η Ρουμανία.
Ακόμα και οι Αλβανοί, πιστοί συνεργάτες των Τούρκων
τυράννων, εμφανίστηκαν και αυτοί ως «διεκδικητές»
ενός μεγάλου τμήματος της Μακεδονίας ζητώντας
από την Οθωμανική Πύλη να συνενώσει πέντε από τα
επτά ευρωπαϊκά «βιλαέτια» (Σκόδρας, Κοσσυφοπεδίου,
Μοναστηρίου, Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης) σε
μια μεγάλη διοικητική ενότητα με σημαντικό ρόλο
των Αλβανών στα πλαίσια πάντοτε της Οθωμανικής

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΛΑΠΟΘΑΚΗΣ, δημοσιογράφος και συγγραφέας,
ιδρυτής της εφημερίδας “Εμπρός”, ένθερμος πατριώτης και πρόεδρος
του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου που οργάνωσε, συντόνιζε και
ενίσχυε τον Μακεδονικό Αγώνα 1904 – 1908 στη Μακεδονία.
αυτοκρατορίας. Η πρόταση όμως συνάντησε την
αντίδραση των άλλων βαλκανικών λαών και δεν έγινε
δεκτή από την Πύλη…

Στη δεκαετία του 1890 η βουλγαρική προπαγάνδα
στο χώρο της Μακεδονίας έλαβε διαστάσεις
οργανωμένης εκστρατείας. Παρά τα περιορισμένα
μάλιστα όρια της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με την
ανοχή των Τούρκων ιδρύεται βουλγαρική επισκοπή
στην περιοχή της Αχρίδας και των Σκοπίων και
λίγο αργότερα επαναλαμβάνεται το εγχείρημα στα
Βελεσσά, στη Δίβρη, στο Νευροκόπι, στο Μοναστήρι
και στη Στρώμνιτσα ενώ αρχίζουν να ιδρύονται
παντού βουλγαρικά σχολεία ακόμα και σε περιοχές
όπου ο βουλγαρικός πληθυσμός ήταν ελάχιστος ως
ανύπαρκτος.
Στα σχέδια των Βουλγάρων εντάσσεται μάλιστα και
η Θεσσαλονίκη όπου το 1880 ιδρύεται βουλγαρικό
σχολείο. Τα σχολεία αυτά γρήγορα θα μετατραπούν
σε κέντρα βουλγαρικής προπαγάνδας κυρίως κατά
των Ελλήνων και των σλαβόφωνων «γκραικομάνων»
με ελληνική συνείδηση. Η κατάσταση αυτή δεν
διαφοροποιεί όμως την πραγματικότητα που
επικρατούσε στη Μακεδονία χάρη στη σθεναρή
αντίσταση του ελληνικού πληθυσμού στις πόλεις και
στην ύπαιθρο. Μετά από αυτή την αποτυχία όπου η
τρομοκρατία, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι απειλές
στον πληθυσμό δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα
αποτελέσματα, η Βουλγαρία αλλάζει σχέδια
εμφανιζόμενη ως αγωνιζόμενη για την αποτίναξη
του τουρκικού ζυγού, για την «ανεξαρτησία» και την
«αυτονομία» της Μακεδονίας έχοντας ως δεδομένο την
περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας όπου μετά την ημι-
αυτονομία της ακολούθησε η βίαιη προσκύρωσή της.
Στα πλαίσια αυτά οι Βούλγαροι επιστράτευσαν διάφορα
άτομα με «προοδευτική» και «μεταρρυθμιστική» δράση,
ακόμα και από το χώρο των «αναρχικών», τα οποία
τοποθέτησαν επικεφαλής του εγχειρήματος ώστε να
προσδώσουν σ΄αυτό αληθοφάνεια και σοβαρότητα.
Και το 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη, με περιοχή
δράσης τη Μακεδονία, η οργάνωση «VMRO»
(«Βίτρισνα Μακεντόνσκι Ρεβολιούσιολνα Οργανιζάτσια»
= «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
– ΕΜΕΟ») το συντονισμό και τη δυναμική δράση στο
χώρο της Μακεδονίας.
Μεταξύ των ιδρυτών της VMRO ήταν και οι
Ντάμε Γκρουέφ και Γκότσε Πετρόφ, διευθυντές του
βουλγαρικού σχολείου Θεσσαλονίκης για να αρχίσει μία
συντονισμένη δράση στη Μακεδονία σε συνεννόηση με
την Κεντρική Επιτροπή της Σόφιας με τη συγκρότηση
βουλγαρικού μακεδονικού κομιτάτου με γενικό αρχηγό
τον Γκότσε Ντέλτσεφ τον οποίο διαδέχθηκε το 1898
ο Βούλγαρος αξιωματικός και πρώην διευθυντής του
βουλγαρικού Γυμνασίου Θηλέων Θεσσαλονίκης Μπόρις
Σαράφοφ.
Οι επόμενες κινήσεις των Βουλγάρων στη Μακεδονία

ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ, μητροπολίτης Καστοριάς, με
τεράστιο έργο και προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα 1904 – 1908.

ήταν η οργάνωση των δυνάμεών τους και η δυναμική
διείσδυση στο χώρο καλλιεργώντας την ιδέα της
«μαζικής επανάστασης» κατά των Τούρκων. Τα στελέχη
της VMRO (ΕΜΕΟ) προσέγγισαν αρχικά όλους τους
κατοίκους της Μακεδονίας και της Θράκης ανεξαρτήτως
καταγωγής, εθνικότητας και θρησκευτικής επιλογής
ενώ παράλληλα με συστηματικό τρόπο προσπάθησαν
να προσεγγίσουν όλους τους σλαβόφωνους με ελληνική
συνείδηση με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους και την
ένταξή τους στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Στις ενέργειές τους αυτές οι Βούλγαροι είχαν ως δύναμη
εφαρμογής τις ένοπλες ομάδες των κομιτατζήδων και το
άρτιο κατασκοπευτικό τους δίκτυο που απλωνόταν σε
όλη τη Μακεδονία και Θράκη.
Επειδή όμως τα σχέδιά τους δεν είχαν την απόδοση
που περίμεναν κυρίως από την σθεναρή αντίδραση
του ελληνικού πληθυσμού χρησιμοποίησαν ακόμα και
προβοκατόρικες ενέργειες όπως ήταν η περίπτωση του
Μελένικου .
Το καλοκαίρι του 1895 οι Βούλγαροι κομιτατζήδες
κατέλαβαν την πόλη, πυρπόλησαν το διοικητήριο και
το ταχυδρομείο και αποσύρθηκαν στη συνέχεια έντεχνα
αφήνοντας την υπόνοια ότι τα γεγονότα προκλήθηκαν
από τον ελληνικό πληθυσμό με αποτέλεσμα να επέμβουν
με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις οι Τούρκοι και να
ξεσπάσουν με σφαγές και λεηλασίες σε βάρος των
Ελλήνων του Μελένικου. Ακόμα και στη μοναστική
πολιτεία του Αγίου ΄Ορους προσπάθησαν να επέμβουν
διά της Βουλγαρικής σχισματικής Εξαρχίας με στόχο
να αποσπάσουν μονές και σκήτες από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αλλά η αντίδραση
της Ιερής Κοινότητας ήταν άμεση και αποτελεσματική
και απέτρεψε στους Βούλγαρους «εξαρχικούς» να
διασπάσουν το ενιαίο και αδιαίρετο που ίσχυε και ισχύει
επί αιώνες στο ΄Αγιον ΄Ορος.
Σε μικρότερο βαθμό έδρασε στο χώρο της Μακεδονίας
και η Σερβία με τη βοήθεια της Αυστροουγγαρίας η
οποία ανέκαθεν ήθελα διέξοδο στη Μεσόγειο Θάλασσα
μέσω των Βαλκανίων. Αυτή την περίοδο όμως η Σερβία
αντιμετώπιζε μεγάλα εσωτερικά προβλήματα μετά
τη δολοφονία του βασιλιά της χώρας Αλεξάνδρου
Ομπρένοβιτς και της βασίλισσας Δράγας το Μάιο
του 1903 και την άνοδο στο θρόνο του εκπροσώπου
της αντίπαλης δυναστείας Πέτρου Καραγεώργεβιτς.
Παρόλα αυτά η Σερβία με φιλικές σχέσεις προς την
Ελλάδα, αναγνώριζε το προβάδισμα της τελευταίας
στη διεκδίκηση των μακεδονικών εδαφών. Όμως οι
Σέρβοι εθνικιστές οργανώνουν και αυτοί αντάρτικα
ένοπλα σώματα που δρουν κυρίως στις ΒΔ περιοχές
της Μακεδονίας (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα και στην
Αδριατική).
Η δραστηριότητα των Σέρβων όμως προσανατολίστηκε
από την αρχή στην προπαγανδιστική δράση με την
ίδρυση το 1886 της «Εταιρείας του Αγίου Σάββα» ενώ
από το επόμενο έτος άρχισε μία προσπάθεια ίδρυσης
σερβικών σχολείων κυρίως στη βόρεια ζώνη της
Μακεδονίας χωρίς όμως να παύουν να ενδιαφέρονται
και αυτοί για τη Θεσσαλονίκη που αποτελούσε τότε το
αδιαμφισβήτητο κέντρο της Βαλκανικής. ΄Εχοντες όμως
οι Σέρβοι και την ανάγκη να αντιμετωπίσουν και αυτοί
τη δράση του βουλγαρικού κομιτάτου αναγκάστηκαν
να κλείσουν τα περισσότερα σχολεία τους στη Νότια
Μακεδονία και να αποσύρουν τους προπαγανδιστές
τους από τη μακεδονική ύπαιθρο.
Αλλά και η Ρουμανία, ενεργό μέλος της
«πανσλαβιστικής» κίνησης, εμφανίστηκε ως
«διεκδικήτρια» στο χώρο της Μακεδονίας κάτω από τον
αναπτυσσόμενο ρουμανικό σοβινισμό.
Στόχος της ήταν οι βλαχόφωνες ελληνικές περιοχές της
Πίνδου και της Μακεδονίας, όπου οραματίστηκαν τη
δημιουργία της … «Μικρής Βλαχίας». Είναι μάλιστα
χαρακτηριστική η συμπεριφορά του προξένου της
Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη ο οποίος, προκειμένου
να στηρίξει τους στόχους της Ρουμανίας, έστειλε
το 1880 επίσημη αναφορά στην κυβέρνησή του
στο Βουκουρέστι αναφέροντας πως στην πόλη της
Θεσσαλονίκης δεν κατοικούσε … ούτε ένας ΄Ελληνας,
επικαλούμενος μάλιστα «επίσημα» (πλην ανύπαρκτα)
στοιχεία απογραφών.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν το 1892 να διακοπούν οι
διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Ρουμανίας για να
προβεί στη συνέχεια η Ρουμανία στην κατάσχεση των
ελληνικών περιουσιών των πολυάριθμων Ελλήνων που
ήταν εγκατεστημένοι στη χώρα.
Ο «Μακεδονικός Αγώνας»
Με αυτά τα δεδομένα ο 20ος αιώνας βρήκε τη Βαλκανική
σε αναβρασμό και τη Μακεδονία στο επίκεντρο της
διαμάχης των βαλκάνιων λαών και του ανταγωνισμού
των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης.
Και ο αγώνας που ακολούθησε, γνωστός ως
«Μακεδονικός Αγώνας» προσέλαβε ιδιαίτερη ιστορική
και πολιτική σημασία για τις τότε αλλά και για τις
μετέπειτα εξελίξεις. Η Ελλάδα ταπεινωμένη από τη
θλιβερή ήττα του 1897, απομονωμένη διπλωματικά
και εξουθενωμένη οικονομικά από τις συνέπειες του
Ελληνοτουρκικού πολέμου και τα σκληρά οικονομικά
μέτρα της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής, εισήλθε
στον 20ο αιώνα με εμφανή αδυναμία να ανταποκριθεί
στις απαιτήσεις των καιρών και ιδιαίτερα στο θέμα της
διεκδίκησης των ελληνικών εδαφών του μακεδονικού
χώρου.
Αποτελεί σαφέστατη ένδειξη το γεγονός ότι εκτός από
την άρνησή της να βοηθήσει τα ελληνικά αντάρτικα
σώματα στη Μακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση του
Γ. Θεοτόκη προέβη το 1900 και στη διάλυση της
«ενοχλητικής» για την ίδια και τους Μεγάλους «Εθνικής
Εταιρείας» προτού αυτή προγραμματίσει οποιαδήποτε
δράση στη Μακεδονία.
Αποτέλεσμα ήταν ο αγώνας για την απελευθέρωση της
Μακεδονίας να αρχίσει ουσιαστικά χωρίς καθοδήγηση
από το εθνικό κέντρο και χωρίς καμιά ηθική και υλική
βοήθεια.
Όμως μερικοί Μακεδόνες πολιτικοί, οπλαρχηγοί και
ένθερμοι πατριώτες, όπως ο Μακεδόνας πολιτικός
Στέφανος Δραγούμης, ο Κωνσταντίνος Ρουσάνης
(καπετάν Κώττας), ο Παύλος Μελάς, ο Ευάγγελος
Γεωργίου (καπετάν Βαγγέλης), ο ΄Ιωνας Δραγούμης, ο
μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης κ.ά.
συνέχισαν να δρούν προς κάθε κατεύθυνση με αυτοθυσία
και θέρμη από δική τους πρωτοβουλία και επιλογή παρά
ύστερα από επιθυμία ή υπόδειξη κάποιας ελληνικής
αρχής.

Σφραγίδα του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου που
ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1903 με στόχο να οργανώσει
και συντονίσει τον Μακεδονικό Αγώνα 1904 – 1908 στη

Και αυτά την ίδια περίοδο που το Βουλγαρικό κομιτάτο
περνούσε σε ένοπλη δράση με σώματα κομιτατζήδων
να διέρχονται ολόκληρη τη μακεδονική ύπαιθρο
τρομοκρατώντας τους κατοίκους προπαντός στις
βορειοανατολικές περιοχές.
Τα ίδια όμως συμβαίναν και στο βορειοδυτικό τμήμα
της Μακεδονίας όπου δρούσε το Σερβικό κομιτάτο
(περιοχές Αχρίδας, Κρουσόβου, Περλεπέ, Στρώμνιτσας,
Μοναστηρίου, Φλώρινας, Δοϊράνης, Γευγελής και
Σερρών. Παρόμοια η κατάσταση και στις περιοχές
Κορυτσάς και Μοράβας όπου εμφανίστηκε και δρούσε
το Αλβανικό κομιτάτο ενώ στο Λονδίνο η Αγγλία
οργάνωνε και … «Αρμενικό κομιτάτο» με σκοπό
να εμπλακεί και αυτό στον αγώνα διεκδίκησης της
Μακεδονίας.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας
(1904 – 1908) που ακολούθησε σε λίγο ήταν εκ των
πραγμάτων τελείως αναγκαίος για την προστασία του
ελληνικού πληθυσμού που απειλούνταν στον χώρο
της Μακεδονίας ενόψει μάλιστα των αναμενόμενων
εξελίξεων στη Βαλκανική που θα οδηγήσουν στους
Βαλκανικούς Πολέμους 1912 – 1913.

 

*Απόστολος Παπαγιαννόπουλος, Αρχιτέκτονας – Συγγραφέας.
Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.

Περιοδικό ΔΙΑΥΛΟΣ (15ο τεύχος)

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
    -
    00:00
    00:00