Ένα φθινοπωρινό προμεσήμερο απολάμβανα τον καφέ μου στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού Κοζάνης έχοντας ως μόνη συντροφιά τη νοσταλγία μιας άλλης εποχής. Με ολίγη μονάχα δόση προσοχής κατόρθωσα, να κρυφακούσω το παραπονιάρικο μουρμουρητό του εγκαταλελειμμένου πια σταθμού, το οποίο και κατέγραψα λάθρα.
Πόσες ζωές
πόσες ευχές
ταξίδεψαν στις ράγες
πόσα φιλιά
και πόσες αγκαλιές
αμόλησαν ακούσια
οι έμψυχες αρπάγες
πέταξαν χάθηκαν
στης ξενιτιάς τη μοίρα.
Μαρμαρωμένες αλλαγές
και χθαμαλή ψαλίδια
ρόλος χωρίς εναλλαγές
αρθρώσεις νυσταγμένες
σαν παραμείνατε στο χθες
κούφιο γυρνά το μερονύχτι
έπεσε ορφάνια στις γραμμές.
Τώρα απόμεινα βουβός
το σφύριγμα ξεχασμένο
έρμος πώς μοιάζω ο σταθμός
τοπίο στοιχειωμένο.
Γέφυρα κι αποβάθρα
η όψη σας τρομάζει
μνήμες εγείρει
αισθήματα περασμένα
του χρόνου υπολείμματα
σίδερα σκουριασμένα.