banner
banner
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
banner
banner

Το Παλαιόκαστρο στα χρόνια της σκλαβιάς (Ηλία Μάρκου)

0 comment 10 minutes read

 

Ο Γλας του Παλαιοκάστρου είναι μέρος του αρχαιολογικού χώρου

Ο Βιρός και η Γκόλνα, τοποθεσίες, στα βορειοανατολικά του χωριού

 

Στα πέτρινα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι Παλαιοκαστρίτες, όταν πλέον μετακινήθηκαν και έστησαν τον οικισμό τους στη σημερινή θέση του χωριού, σχεδόν απομονώθηκαν από τον γύρω κόσμο, αλλά και ανάσαναν από τις συχνές επιδρομές και λεηλασίες των κακοποιών στοιχείων της περιοχής, τα λεγόμενα εσκιά χαϊδούτ. Δεν άντεχαν το διαρκές πλιάτσικο από τους διερχόμενους Τουρκαλβανούς, όσο ήταν κοντά στον Αλιάκμονα ποταμό, στο Πέτροβο, κι έτσι πήραν τα βουνά. Η ορεινή και άγρια φύση ήταν πολύ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία τους, γι αυτό και εγκαταστάθηκαν εκεί όπου δεν έφτανε το αδιάκριτο βλέμμα του κατακτητή. Έστησαν τις καλύβες και τα μαντριά τους στα κακοτράχαλα βουνά και αγάπησαν τον τόπο τους για την απομόνωση που τους παρείχε. Δέθηκαν μαζί του, όπως και με τα γιδοπρόβατά τους, και ζούσαν αναπνέοντας τον αέρα της ελπίδας για τη λευτεριά.

Η σχέση τους με τα ζώα ήταν τόσο πολύ στενή και αγαπητική που όλοι στο χωριό ξεχώριζαν τα δικά τους ζώα από τα ζώα των άλλων, από το βάδισμά τους, το χρώμα και το παρουσιαστικό τους, όπως ακριβώς ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους από το πρόσωπο. Από τα χρόνια εκείνα και μέχρι σήμερα διασώζεται ένα ιδιότυπο λεξιλόγιο για το διαχωρισμό των ζώων, ένα ιδιαίτερα ευρύ λεξιλόγιο που συνιστά μια ιδιότυπη «επιστήμη» κατανόησης και ταξινόμησής τους. Η μαύρη κατσίκα λέγεται κόρμπα, αυτή με το χρώμα της στάχτης λέγεται κανούτα και η κοκκινωπή λέγεται ρόσια. Αυτή που δεν έχει κέρατα λέγεται σιούτα κι αυτή που έχει πολύ μικρά αυτιά λέγεται τσίπα. Το αρσενικό κατσίκι λέγεται πούρτσιος, κι όταν είναι μικρό ακόμα, λέγεται χαϊδευτικά πουρτσιαδέλι. Ο ασπρόχρωμος σκύλος λέγεται μπέλλος, ο μαυρόασπρος λιάρος και αυτός με την πολύ κοντή ουρά κολοβός. Τα θηλυκά γιδοπρόβατα που αρμέγονται είναι τα γαλάρια, ενώ τα υπόλοιπα είναι τα στείρα.

Κάθε οικογένεια έχει το δικό της κοπάδι, άλλη μικρό και άλλη μεγαλύτερο, άλλη με πρόβατα, άλλη με γίδια και άλλη έχει ανάμικτο κοπάδι. Για να ξεχωρίζονται τα ζώα κάθε οικογένειας, όταν ακόμα είναι μικρά (αρνιά ή κατσίκια) τα σημαδεύουν στα αυτιά με ελαφρά διαφορετικά κοψίματα ή χαράξεις. Όλα τα μέλη της οικογένειας, ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου συμμετέχουν στην τραχιά καθημερινότητα της ενασχόλησης με τα ζώα. Γυναίκες, σέρνοντας μαζί τους και τα μικρά παιδιά, βόσκουν τα γιδοπρόβατά τους με τη συνοδεία μεγαλόσωμων τσομπανόσκυλων, στις βουνοπλαγιές και στις βουνοκορφές, από τη Γκόλνα ως τη Νεράιδα, από το Γλα, το Μαυροβούνι και την Τσιπουτούρα μέχρι τον Μπούρινο. Για τα τσομπανόσκυλα οι νοικοκυρές ζύμωναν ξεχωριστό ψωμί από ακοσκίνιστο αλεύρι ανακατεμένο με πίτυρα. Συνήθως ο φούρνος που διέθετε κάθε οικογένεια άναβε μια φορά την εβδομάδα και έψηνε το ανάλογο ψωμί τόσο για τα μέλη της όσο και για τα σκυλιά.

Σ΄αυτά τα σκληρά χρόνια της σκλαβιάς, δεν έλειπαν ποτέ και τα απρόοπτα. Κατά καιρούς κατέβαιναν από τα βουνά στο χωριό απρόσκλητοι επισκέπτες, κακοποιά στοιχεία, για να κάνουν πλιάτσικο και να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν.

 

Πολύ επικίνδυνοι θεωρούνταν οι Τουρκαλβανοί, οι οποίοι αποδείχτηκαν πραγματικοί τύραννοι, αφού δεν έκαναν επιδρομές μόνον στα χριστιανικά χωριά, αλλά και στα μουσουλμανικά της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης, αρπάζοντας τα πάντα και εκβιάζοντας τους πάντες. Οι Παλαιοκαστρίτες, όμως δε λύγισαν, άντεξαν στις βαρβαρικές επιθέσεις και σε πολλές περιπτώσεις αμυνόμενοι έφτασαν μέχρι τα άκρα.

Είναι πολλά τα περιστατικά που καταγράφτηκαν στην ιστορία για χριστιανούς της περιοχής που βγήκαν στα βουνά, στα λεγόμενα αρματολίκια, για να εκδικηθούν τον κατακτητή που καταπίεζε τους απλούς ανθρώπους της  βιοπάλης.

Ο Κοζανίτης πανεπιστημιακός δάσκαλος και συγγραφέας, ο Παντελής Πάσχος, από τη Λευκοπηγή, σε αρκετά βιβλία του περιγράφει διάφορα γεγονότα και συμβάντα από την εποχή της τουρκοκρατίας στην περιοχή Κοζάνης. Πολλές από τις διηγήσεις του είναι εμπνευσμένες από την παράδοση, από μνήμες θρύλων και γεγονότων, από τη ζωή των υπόδουλων χριστιανών στα νοτιοδυτικά της Κοζάνης (Τσιαρτσιαμπάς – Καραγιάννια). Ένα διήγημα του καθηγητή, με ιστορικό πυρήνα, αναφέρεται σε δύο συγχωριανούς του, τον Τσιρογιάννη και τον Κώτια (Κωνσταντίνο) του Καραγιάννη.

Ήταν μακρινοί συγγενείς και φίλοι, αληθινά παλικάρια, αφού σε όλον τον Τσιαρτσιαμπά δεν τολμούσε κανείς να τα βάλει μαζί τους, ούτε καν και ο Μπέης της περιοχής. Μάλιστα ο πρώτος είχε γυναίκα από το Παλαιόκαστρο, γι αυτό και στο διήγημα εμπλέκεται ο Παλαιοκαστρίτης κουνιάδος του.

Όπως, λοιπόν, διηγείται ο Παντελής Πάσχος, κάποια μέρα ο Μπέης της περιοχής αποφάσισε να απαλλαγεί από την παρουσία των δύο αυτών φίλων και κάλεσε στο κονάκι του τον Αλή, έναν πανύψηλο και φοβερό Αρβανίτη, που είχε τη φήμη του αρχιληστή και του αρχιφονιά. Μάλιστα, όταν ο Μπέης του επέστησε  την προσοχή γιατί οι δύο γκιαούρηδες είναι θηρία, ο Αλής απάντησε πως δεν γεννήθηκε ακόμη ο γκιαούρης που θα τα βάλει με τον Αλή!

Αλλά αξίζει να αφήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα να εξιστορήσει τη συνέχεια με το δικό του μοναδικό τρόπο γραφής: «….Την άλλη μέρα, μόλις αντάμωσαν, ο Αλής τους πρόσφερε ταμπάκο, σα να΄τανε παλιοί φίλοι. Τους είπε, πως είχε ακούσει πολλά καλά γι αυτούς και την παλικαριά τους και πως ήθελε να συνεργαστούνε.

–    Και σε τι πράγμα, για να΄χουμε καλό ρώτημα, βρε Αλή; Που μπορεί να σμίγουν οι δρόμοι μας; Ρώτησε ο Τσιρογιάννης.

–  Το και το, κάνει ο Αλής. Οι Βαλαήδες της Ραδοβίστας έκλεψαν ένα κοπάδι ολόκληρο απ΄την Κάλλιανη. Το έχουν στην Ανάληψη επάνω και το φυλάγουν, ώσπου να χάσουν οι ζαπιέδες τον τορό τους. Αν καταφέρουμε να τα βάλουμε στο χέρι, μισά δικά σας, μισά δικά μου. Έχω ανθρώπους δικούς μου στην Ελασσόνα: τα πουλάμε, μοιράζουμε τα χρήματα – κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Το λέει, ορέ, η καρδιά σας ή κιοτεύετε;

Οι δυο φίλοι κοιταχτήκανε με νόημα. Απάντησαν πως δέχονται, μα πως ήταν κομμάτι δύσκολο το πράγμα. Γι αυτή τη δουλειά χρειαζόταν και ο Πέτρος, ο κουνιάδος του Τσιρογιάννη, απ΄το Παλιόκαστρο. Το χωριό ήταν πίσω απ΄το Μπούρινο. Θα πηγαίναν να τον καλέσουν κι εκείνον, για να πάνε όλα καλά.

Ο Αλής είχε διαλέξει ένα δρόμο και τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Έστρεξε στην πρότασή τους. Ας φώναζαν και τον Πέτρο. Κι άρχισε να σκέφτεται πως θα καταφέρει να στήσει τη νέα παγίδα του. Είχε οργανώσει την απαγωγή του κοπαδιού, για να τους σκοτώσει κρυφά και τους δύο και να φανεί πως τους σκότωσαν οι Βαλαήδες. Μα τώρα το πράγμα γινότανε πιο δύσκολο. Περιπλέκονταν όλο και πιο πολύ. Ωστόσο, κάτι θα έβρισκε να τους παγιδέψει. Αυτός τά΄χε βάλει με πολύ περισσότερους κι είχε νικήσει.  Τρεις κατσικοκλέφτες θα φοβότανε τώρα ο Αλής, που τον τρέμανε όλα τα Χάσια κι όλη η Θεσσαλία;

Την άλλη μέρα έφτασε και ο Τσιρογιάννης με τον Πέτρο απ΄το Παλιόκαστρο. Ο Πέτρος ήταν πρώτο μπόι κι είχε κι ένα μαυρειδερό γένι, που τού΄δινε μια όψη πειρατή. Το΄να του μάτι έκλεινε λίγο, από μια μαχαιριά που του΄χανε χαράξει σε μια συμπλοκή, στο δεξιό μάγουλο. Δεν ξεχώριζες εύκολα αν σε κοιτούσε ή κοιμόταν, άμα σ΄έβλεπε μ΄αυτό το μάτι. Είχε, όμως περήφανο βλέμμα με τ΄άλλο μάτι, κι έναν αγέρα επιβολής στην παρέα. Οι άλλοι τον φωνάζανε «πονηρή αλεπού». Και δεν είχαν άδικο: έβλεπε και πίσω από την πλάτη του τι γινότανε και μυριζότανε από δύο μίλια μακριά τι μαγειρεύουν οι εχθροί του.

Ο Αλής ξανάπε το σχέδιο, χωρίς σπουδαίες αλλαγές στις λεπτομέρειες. Οι άλλοι κοίταξαν τον Πέτρο. Κι εκείνος είπε τη γνώμη του:

–   Έτσι, όπως τα λες, ορέ Αλή, φαίνεται παιχνίδι, αλλά εγώ φοβούμαι. Δεν ξέρεις τον τόπο, κι ούτε πόσοι και πως τα φυλάγουν. Θα πέσουμε όλοι στου λύκου το στόμα, και δεν το κάνω χαλάλι. Κρίμα και για σένα και για μας.

–  Θαρρώ, πως είστε κιοτήδες και πρέπει να βρω άλλους, έκανε ο Αλής. Ήθελε να τους προσβάλλει και να τους θίξει λίγο το φιλότιμο. Η παγίδα του ήταν καλά στημένη, κι από δυο που λογάριαζε, τώρα θα σκότωνε τρεις! Τι άλλο ήθελε;

Ο Μπέης θ΄ανέβαζε, οπωσδήποτε, την ταρίφα και θα του έδινε και τρίτη σακούλα με γρόσια, όταν μάθαινε το κατόρθωμά του. Ο Πέτρος κατάλαβε που το πήγαινε ο Αλής, μα δεν ήθελε να προδοθεί. Έκανε πως δουλεύει στο ίδιο σχέδιο και προτείνει στον Αλή αποφασιστικά.

–    Άκου, ορέ Αλή, και μην ξεστομίζεις λόγια πικρά μονάχα. Εσύ είσαι ξένος και δεν ξέρεις καλά τα μονοπάτια. Άσε να πάω μόνος μου απόψε, να ιδώ τα κατατόπια, να κλέψω κι ένα αρνί, κριάρι ή κατσίκι – ό,τι μπορέσω, τέλος πάντων. Αύριο πρωί ανταμώνουμε στο Ζυγόστη, το ψήνουμε, και τρώγοντάς το και πίνοντας μπρούσκο κρασί, κουβεντιάζουμε για το σχέδιό σου. Μπορεί να ΄χεις και δίκιο. Αλλά, άσε να το ιδούμε καλύτερα. Και για να μη σου πω άλλη παροιμία και σε θίξω: «κάλιο γαιδουρόδενε, παρά γαιδουρογύρευε». Συμφώνησαν όλοι, πως έτσι έπρεπε να γίνει, χωρίσανε με μια χαρά όλοι τους, πως ο χρόνος δούλευε για την επιτυχία των σχεδίων τους. Ακόμα και ο Αλής πάλευε, να τελειοποιήσει την παγίδα, που έστηνε για τους τρεις γκιαούρηδες. Την είπε μάλιστα, και στον Μπέη, για να τον πείσει, πως την άλλη μέρα θα βρίσκανε στο Ζυγόστη τρία κουφάρια και δεν θα ξέρανε ποιος τους σκότωσε.. Χαράματα. Ο Πέτρος είχε γυρίσει με το σφαγμένο κατσίκι. Άναψε φωτιά, μα την έσβησε. «Ας έρθουν πρώτα και οι άλλοι, σκέφτηκε, και μετά την ανάβω». Το κρέμασε από την ιτιά και πήρε να το γδέρνει. Απ΄τον τρόπο που έβαζε το μαχαίρι στα δόντια και χώριζε το δέρμα του κατσικιού απ΄το κρέας του, νόμιζες πως ήταν επαγγελματίας χασάπης. Έκοψε κι ένα ίσιο κλωνάρι και το πελέκησε για σούβλα. Έβαλε αλάτι και τ΄απαραίτητα μπαχαρικά και το στήριξε στις δυο φούρκες, που έμπηξε στις δυο άκρες απ΄τον τόπο που θ΄άναβαν τη φωτιά. Άναψε τσιγάρο και περίμενε. Ο Τσιρογιάννης κι ο Κώτιας είχαν φτάσει στα Μεσορράχια, κάθισαν κάτω απ΄το μαντρί του Τέγου και περίμεναν. Δεν άργησε και ο Αλής να φανεί στο Κακοπούρναρο. Αντάμωσαν και ξεκίνησαν πάλι και οι τρεις για το Ζυγόστη, κουβεντιάζοντας. Μόλις πέρασαν του Λούη το μαντρί, ο Πέτρος τους είδε και άναψε τη φωτιά. Την είδαν καλά μόλις έφτασαν στον Κοεμτζή: είχε πιάσει την κορφή, όπου άλλοτε ήταν χτισμένη η κούλα, πάνω απ΄το νερό με τις ιτιές, στην παλιόστρουγκα.  Ετούτοι κουβαλούσαν ψωμί, τυρί, κρασί, για να συμπληρώσουν τη γιορτή με το ψητό που γίνονταν στη σούβλα.

Κάθισαν κοντά, κρέμασαν τα ντουφέκια τους και ξεντύθηκαν. Ο Αλής έκατσε σε μια πέτρα ψηλή, που δέσποζε κάπως σε όλο το τοπίο, και κοιτούσε γύρω του, σα ν΄αναζητούσε καταφύγιο, για ώρα δύσκολη. Οι άλλοι έβαζαν ξύλα στη φωτιά και άλλαζαν βάρδιες στη σούβλα, που τη γύριζαν ολοένα, για να μην καεί. Ωστόσο, το ζαβό μάτι του Πέτρου δεν έχανε καθόλου το στόχο του: έβλεπε συνέχεια το πρόσωπο ή τα χέρια του Αλή. Με κρυφά νοήματα τους έδωκε να καταλάβουν, πως ο Αλής είχε κακό σκοπό και πως έπρεπε να τον αφανίσουν.

Ο Πέτρος πλησίασε το ψητό κι έβγαλε ένα κοψίδι να δοκιμάσει αν ψήθηκε. Το μάτι του, όμως, πήρε τα χέρια του Αλή, που πασπάτευαν τη μέση του και το ζωνάρι του.

–   Είναι άψητο ακόμη, έκαμε. Σφούγγισε τα χέρια στη μαύρη φουστανέλα του και τραβήχτηκε προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή ο Αλής έβγαλε  τις δυο πιστόλες του και σημάδεψε τον Τσιρογιάννη και τον Κώτια. Δεν πρόλαβε, όμως, ούτε να σημαδέψει, ούτε να πυροβολήσει. Ο Πέτρος του΄ριξε από τα πλάγια στο στήθος. Κλονίστηκε, του΄πεσαν οι πιστόλες του, κι έπεσε πάνω στη φωτιά με το ψητό. Τσουρουφλίστηκε και όρμησε πάνω στον Τσιρογιάννη, μ΄ένα τίναγμα σαν τίγρης. Πέφτει από πίσω του ο Πέτρος και τον αποτελειώνει μ΄ένα μαχαίρι, γιατί, έτσι που ήταν μπλεγμένοι, φοβήθηκε να ξαναρίξει. Βόγκηξε ο Αλής σαν το δαμάλι, κι έγειρε, πνιγμένος στα αίματα. Τους κοίταξε για λίγο με τα σβησμένα μάτια του και ψιθύρισε:

–  Είχε δίκιο ο Μπέης, πως είστε πανούργοι….Δεν ξαναμίλησε, ούτε κουνήθηκε. Όταν τον έθαψαν και κάθισαν να φάνε, ο Πέτρος τους είπε:

–  Ούτε κοπάδι κλεμμένο βρήκα στην Ανάληψη, ούτε οι Βαλαήδες ξέρανε τίποτε. Ήτανε καθαρή μπαμπεσιά, μ΄ένα σωρό ψευτιές, για να μας ξεκάνει. Βέβαια, θα στεναχωρηθεί πολύ ο Μπέης, αλλά δεν φταίμ΄εμείς. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Και, σηκώνοντας την τσότρα με το κρασί, ενώ αγνάντευε και το νιόσκαφτο μνήμα, φώναξε: Άντε στην υγειά μας, και Θεός σχωρέστον!

–   Κι αυτόν κι εμάς, ψιθύρισε ο Τσιρογιάννης, καταπίνοντας ένα γερό μεζέ, από το δανεικό κατσίκι των Βαλαήδων, ενώ ο Κώτιας κοιτούσε τα σύννεφα που περνούσαν πάνω τους, δίχως να λέει τίποτε ».-

 

 

 

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by Codelux web Design

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00