Θανάσης Καλλιανιώτης
609 καταγεγραμμένοι λεπτομερώς άνδρες (αντικομουνιστές κυρίως οπλίτες), γυναίκες και παιδιά φονεύτηκαν στην επαρχία Κοζάνης από τις οργανώσεις ΕΑΜ και ΚΚΕ από το 1943 ως το 1945. Τα 2/3 αυτών επί Εαμοκρατίας σε τρεις μόνον ημέρες, στο σκότος, κρυφά και χωρίς δίκη. Προσφυγικής επί το πλείστον καταγωγής, γνώστες της τουρκικής οι μισοί και γεωργοί όλοι εκτός από λίγες δεκάδες ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων. Αιτία κύρια των ανθρωποκτονιών η διακαής επιθυμία ανάληψης της εξουσίας, και δευτερεύοντες μόνο παράγοντες η κληρονομιά και η γεωγραφία
Εξακόσιοι εννέα άνθρωποι φονεύτηκαν από το ΕΑΜ/ΚΚΕ το διάστημα 1943-45 στην επαρχία Κοζάνης, 574 άρρενες και 35 θήλεις. Από τις τελευταίες τον πιο οικτρό θάνατο είχε 27χρονη ελληνόφωνη αγρότισσα, η οποία Αύγουστο ’44 σπρώχτηκε ζωντανή μέσα σε καιόμενο καθαριστικό σπόρων στον οικισμό Κουβούκλια. Γυναίκα της οργάνωσης Τοντ, απήχθη από την Αιανή χωρίς έκτοτε να δώσει σημεία ζωής. Τέσσερις μόνον έπεσαν εν ώρα μάχης, ενώ 27 εκτελέστηκαν είτε επί τόπου είτε κατόπιν μεταφοράς τους σε τόπους ανακρίσεων όπως η παραποτάμια θέση Αράπης Ρυμνίου. Αποτελούν τα 3/5 των φονευθέντων από τους ίδιους σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία.
Νήπια όπως κι ένα παιδί εφονεύθησαν κατά τη διάρκεια μαχών ή επιθετικής εξάψεως, ποτέ σκόπιμα. Από τις έφηβες η μία, αγρότισσα από το Ροδίτη, εκτελέστηκε στο χωριό της Νοέμβριο του 1944 χωρίς να προηγηθεί πόλεμος, ενώ η 20χρονη εκ Σερβίων μετέφηβη μοδίστρα εφονεύθη από έναν ή περισσότερους επαναστάτες στο ορεινό Παλαιογράτσανο αρχές καλοκαιριού του 1943. Από τους 37 εφήβους ένας 13χρονος καταγόμενος από τα Κρανίδια εκτελέστηκε στον Ροδίτη μαζί με τον πατέρα του Νοέμβριο του 1944. Οι μετέφηβοι, οι άρρενες (έτσι κατεγράφησαν όσων είναι άγνωστες οι ηλικίες) και οι άνδρες, εξαιρουμένων ελάχιστων που έπεσαν σε μάχες, εκτελέστηκαν είτε όπου ευρέθησαν είτε μεταφερόμενοι σε άλλα μέρη.
Αν θεωρητικά οι αντάρτες του ΕΑΜ και τα μέλη του ΚΚΕ σφριγούσαν ηλικιακά, διήνυαν δηλαδή την εφηβική και μετεφηβική ηλικία (αυτές λογίζονται ως ζωηρές κι ευπειθείς σε κάθε φωνή όσο υπερβολική και να είναι), τα θύματά τους διέφεραν. Στην πλειονότητά τους ήταν μεστοί άνδρες, αρχηγοί οικογενειών, που έμεναν στα χωριά τους ως φρουρές απόκρουσης των ανταρτών, κοντά στους πόρους βιοτής, στα ζώα και τα χωράφια που χρειάζονταν καθημερινή φροντίδα. Η ένθερμη νιότη δεν σεβάστηκε αρκετές φορές την ώριμη ηλικία όπως τουλάχιστον μαρτυρήθηκε στα Πετρανά όπου νεαρός Ελασίτης φόνευε αδιακρίτως όποιον κρατούμενο τού τον παρέδιδαν άλλοι, μεγαλύτεροι προφανώς στην ηλικία, συνάδελφοί του.
Προσφυγικής καταγωγής ήταν το 80% των φονευθέντων από το ΕΑΜ/ΚΚΕ. Είχαν γεννηθεί σχεδόν όλοι στη Θράκη, τον Πόντο και γενικώς στη Μικρά Ασία, ενώ τα παιδιά τους στην Ελλάδα. Ένας από τους βασικούς παράγοντας ένταξής τους στο αντικομουνιστικό στρατόπεδο ήταν ακριβώς αυτή η κληρονομιά: είχαν ξεσπιτωθεί αποδιωκόμενοι από μιαν άλλη χώρα και 20 χρόνια μετά κινδύνευαν να χάσουν πάλι οικίες, περιουσίες και ζωές από αντίποινα, τα οποία προκαλούσαν οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον περιπόλων ή γερμανικών επισταθμιών. Με τη στάση τους αυτή γλίτωσαν από τον εξωτερικό εχθρό, όχι όμως από τον εσωτερικό τους αντίπαλο, ο οποίος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό ως προς την «εξάχνωσή» τους.
Το 54% των φονευθέντων στην επαρχία Κοζάνης γνώριζε εκ μητρός την τουρκική, ενώ οι υπόλοιποι ήταν ελληνόφωνοι διαφόρων διαλέκτων και ιδιωμάτων ομιλώντας την ποντιακή, τη θρακική, τη μικρασιατική ή τη μακεδονική χωριατική. Λιγότερο από το 1/5 των ειρημένων τουρκόφωνων κατοικούσαν εκτός της επαρχίας Κοζάνης και είχαν έλθει στην περιοχή εθελοντικά από τα Γρεβενά τον Ιούλιο του 1944 ή καταδιωκόμενοι από την Εορδαία Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Στην εξολόθρευση των αντιπάλων του το ΕΑΜ/ΚΚΕ δεν ξεχώριζε, με την εξαίρεση της σλαβομακεδονικής, γλώσσες, ιδιώματα και θρησκευτικές πίστεις, ώστε να στοχεύει κυρίως στους τουρκόφωνους. Απλώς οι τελευταίοι κατοικούσαν σε λάθος, κατ΄ αυτό, περιοχές.
Σχεδόν αποκλειστικά από τον νομό Κοζάνης (τότε συμπεριλάμβανε και τα Γρεβενά) κατάγονταν οι φονευθέντες της περιόδου 1943-1945, λογική εικόνα, αφού οι μετακινήσεις είχαν μειωθεί επί Κατοχής κι Εαμοκρατίας, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά συστήματα διοίκησης όπου κάθε κίνηση ανθρώπων -και ιδεών- πρέπει να ελέγχεται από την εξουσία. Ως Οξεία Γωνία δηλώνεται η πεδινή λωρίδα ΒΑ της Κοζάνης, της οποίας η πρότερη ονομασία ήταν τουρκική, Εγρί Μπουτσάκ, διότι πράγματι έτσι είναι γεωφυσικώς. Από το Βόιο προσήλθαν στην επαρχία Κοζάνης καταδιωκόμενοι από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ λίγοι μόνον αντικομουνιστές, διότι οι οργανώσεις τους είχαν ήδη κατασταλεί ενόπλως αρκετά νωρίς, τον Απρίλιο του 1943. Οι Θεσσαλοί ήταν όλοι οπλίτες που έφθασαν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους μαζί με τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944 και παρέμειναν στην περιοχή.
Είκοσι άνδρες τουλάχιστον, αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1944, καταγόμενοι από άλλες περιοχές εκτελέστηκαν είτε όπου ευρέθησαν είτε έπειτα από ανακρίσεις στο στρατόπεδο Κοζάνης. Οι τελευταίοι οδηγήθηκαν δέσμιοι ένα κρύο βράδυ εκατοντάδες μέτρα έξω από το στρατόπεδο προς τα νοτιοδυτικά, λίγο πιο πέρα από τη θέση «Γαλλικά Μνήματα», δηλαδή τον τόπο όπου εκτελούσαν οι Γάλλοι παλαιότερα, οι Γερμανοί ύστερα. Πυροβολήθηκαν στα αναχώματα της σιδηροδρομικής γραμμής Κοζάνης-Καλαμπάκας. Όπως η πλειονότητα των εκτελεσθέντων του φθινοπώρου του 1944 θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους, στους οποίους απαγορεύονταν η πρόσβαση εκ μέρους των οικογενειών τους μέχρι τέλη Μαρτίου του 1945.
Ανταρτόπληκτοι από τους λόφους του Βοΐου και των Γρεβενών και οπλίτες από την Εορδαία προσέφυγαν οικογενειακώς ή μόνοι τέλος καλοκαιριού και μεσούντος του φθινοπώρου 1944 σε συγγενικές τους οικογένειες στους οικισμούς της επαρχίας Κοζάνης Βαθύλακκο, Νέα Σιγή, Κουβούκλια, Μεσιανή, Ροδίτη, Λεύκαρα και Ίμερα. Όσοι δεν διέθεταν παρόμοιους δεσμούς προτίμησαν τα Πετρανά, χωριό πλησίον της πόλης Κοζάνης, το οποίο γνώρισε πρώτο την πολιορκία των ανταρτών του ΕΛΑΣ στις 24 Νοεμβρίου 1944. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς που διέφυγαν ή παραδόθηκαν ατομικά πιο πριν, επέζησαν, οι υπόλοιποι αιχμαλωτισθέντες εκτελέστηκαν από τους αντάρτες το ίδιο και τα ακόλουθα δύο βράδια και θάφτηκαν από τους κατοίκους του χωριού σε ομαδικούς τάφους, οι οποίοι ανοίχτηκαν τον Απρίλιο του 1945 με τους πατεράδες και μάνες, παιδιά και χήρες να αναζητούν τους δικούς τους ανθρώπους.
Σεπτέμβριο του 1944 οι αντάρτες περιέσφιξαν την Κοζάνη μαχόμενοι με αντικομουνιστές οπλίτες κι αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στην πόλη. Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου 1944 αποσύρθηκαν στα χωριά κατόπιν παρέμβασης των Βρετανών, οι οποίοι επιτέθηκαν στους Γερμανούς το επόμενο πρωί. Ένα μήνα αργότερα τα Πετρανά όπου είχαν εγκατασταθεί κυρίως οι Εορδείς δέχτηκαν επίθεση ανταρτών, ενώ στους υπόλοιπους οικισμούς οι αντικομουνιστές οπλίτες παραδόθηκαν αμαχητί σε αντάρτες, μονίμους κι εφεδρικούς, των 28ου/50ού/53ου συνταγμάτων του ΕΛΑΣ κι ενός τάγματος ΕΠΟΝ Φλωρίνης. Εκτελέστηκαν επί τόπου ατομικά ή ομαδικά σε χαράδρες, αφού πρώτα είχαν εγκλειστεί στα Δημοτικά κυρίως Σχολεία της περιοχής.
Από τον Ιανουάριο του 1943 ως το Μάρτιο του 1945 οι αντάρτες του ΕΑΜ, η Πολιτοφυλακή όπως ονομάστηκε η χωροφυλακή τους, και η ΟΠΛΑ, η μυστική Αστυνομία του ΚΚΕ, εξουδετέρωναν με διάφορους τρόπους τους αντιπάλους τους στην επαρχία Κοζάνης, τα βράδια κυρίως, με ατομικούς φόνους, κάποτε με βασανιστήρια και σε μερικές περιπτώσεις με μαχαίρια ή ρόπαλα – η ώθηση αγρότισσας σε φλεγόμενο μπουράτο έχει ήδη αναφερθεί. Συνηθέστερες όμως ήταν οι εκτελέσεις κατόπιν ανακρίσεων σε απόμερα μέρη όπως ο ήδη λεχθείς οικισμός Ρύμνιο και το ορεινό χωριό Παλιάλωνα (σήμερα Φρούριο), έδρα της ΠΕ Σερβίων του ΚΚΕ. Οι μαζικές εκτελέσεις του Νοεμβρίου του 1944 έγιναν από αποσπάσματα που έφεραν οπλοπολυβόλα κι αυτόματα σύμφωνα με καταθέσεις ελάχιστων επιζώντων. Από την πλευρά των επαναστατών κανείς δεν έχει αναφερθεί γραπτά στα γεγονότα. Γιατί άραγε;
Εξαιρώντας τους γεωργούς, που κυριαρχούν καταφανώς, γι’ αυτό και δεν παριστάνονται στο γράφημα, το 60% των φονευθέντων από το ΕΑΜ/ΚΚΕ ήταν ιδιώτες: έμποροι που δεν συνέβαλαν, τουλάχιστον οικονομικά, στα οράματα της επανάστασης και οι εξαρτώμενοι από αυτούς αυτοκινητιστές. Οι δικηγόροι αποτελούσαν κίνδυνο αντίθετων δημεγερσιών, τους δε κτηματίες απεχθανόταν η (οκνεύουσα) αγροτιά των μικρών κλήρων. Οι υπόλοιποι φονευθέντες δραστηριοποιούνταν σε διάφορα, κοινά, επαγγέλματα, αλλά είχαν προτιμήσει να μην ενταχθούν στο κόκκινο στρατόπεδο.
Καθώς στόχος των επαναστατών ήταν η κατάλυση της εξουσίας, οι πρότεροι εκπρόσωποί της ήταν άκρως ευάλωτοι, πρωτίστως οι πρόεδροι των οικισμών και οι κοινοτικοί γραμματείς και υπάλληλοι. Ακολουθούσαν οι δάσκαλοι και οι ιερείς, εμπόδια αντίστοιχα στην πολιτική επικοινωνία και την πνευματική αφύπνιση, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Ροβεσπιέροι. Οι χωροφύλακες, οι αγροφύλακες, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί ως πρώην άνθρωποι των όπλων είχαν τη δυνατότητα να εγείρουν συντονισμένες αντιστάσεις. Οι ιατροί ήταν συνήθως ιερά πρόσωπα, όχι όμως όταν κατείχαν διοικητική εξουσία όπως ο ιατρός-κοινοτάρχης κωμοπόλεως νοτίως του ποταμού.
Το 68% φόνων κι εκτελέσεων έλαβε χώραν κατά την περίοδο της Εαμοκρατίας (κόκκινο χρώμα), ήτοι από το φθινόπωρο του 1944 ως το Μάρτιο του 1945, με κορύφωση στα τέλη Νοεμβρίου του 1944. Θα περίμενε κανείς ότι το ΕΑΜ ως επίσημο κράτος με (διορισμένους) κοινοτάρχες, δήμαρχο, νομάρχη -επίσκοπος παρέμενε ο απών Ιωακείμ- δικαστές και στρατοδίκες, θα λειτουργούσε νομίμως, όμως παρά τις εύηχες κι άρτια διατυμπανιζόμενες θεωρίες εφαρμόστηκαν άγραφες, κρυφές κι αιματηρότατες πρακτικές με εκατοντάδες φόνους κι εκτελέσεις. Μάλιστα στην Εαμοκρατία απαγορεύονταν η πρόσβαση στους ομαδικούς τάφους, κάτι που δεν είχε εφαρμοστεί ούτε επί Γαλλοκρατίας παλαιότερα ούτε ακολούθως επί γερμανικής Κατοχής.
Οι πρώτοι, αυξημένοι, φόνοι έλαβαν χώραν άνοιξη του 1943, απαρχές του Κατοχικού Εμφυλίου, με την εξουδετέρωση των άλλων ενόπλων αντιστασιακών οργανώσεων ΥΒΕ/ΕΚΑ. Την επόμενη άνοιξη ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στα αντικομουνιστικά πεδινά χωριά λεηλατώντας πυρπολώντας τα. Τον Ιούλιο του 1944 γερμανική εκκαθαριστική επιχείρηση διέλυσε προς στιγμήν τους αντάρτες, οι οποίοι ανασυντάχτηκαν επιδεικνύοντας θανατηφόρα την πυγμή τους. Στις δε απαρχές της πεδινής Εαμοκρατίας, θεωρούμενοι κατά κράτος νικητές, προχώρησαν σε χιλιάδες φυλακίσεις, εξορίες και μαζικές εκτελέσεις.
Χάρτης της επαρχίας Κοζάνης –οι σημειούμενοι οικισμοί εκτός αυτής ανήκαν εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Με τους κόκκινους κύκλους αποτυπώνεται ανάλογα με το μέγεθος ο αριθμός των φονευθέντων από το ΕΑΜ/ΚΚΕ ανεξαρτήτως τόπου καταγωγής, ενώ με τους κυανούς οι φονευθέντες εκάστου τόπου. Τα θύματα φυσικά είναι περισσότερα από τα καταγεγραμμένα λεπτομερώς 609.
Η πύκνωση στα ανατολικά εξηγείται από την επιθυμία των Γερμανών να διατηρούν ανοικτό τον δημόσιο δρόμο Λάρισας-Κοζάνης, η αρχή του οποίου φαίνεται στο ΝΑ μέρος της εικόνας. Όποιοι κατοικούσαν πέριξ αυτού είχαν δύο επιλογές: να μην επιτρέπουν στους αντάρτες να διαφεντεύουν την οδό ή να υποστούν αντίποινα εκ μέρους του εχθρού, όπως συνέβη, σε μικρότερο βαθμό στη στενωπό Κοζάνης-Σιατίστης από όπου περνούσε δρόμος προς τις περιοχές Βοΐου-Γρεβενών, τις οποίες επισκέπτονταν οι Γερμανοί προς εξάλειψη ανταρτικών βάσεων.
Στην επικοινωνιακή βαρύτητα προστιθόταν οι πικρές μνήμες των παρόδιων χωριτών, οι οποίοι είχαν ξεσπιτωθεί από τις προγονικές τους εστίες στη Μικρά Ασία και τη Θράκη δυο δεκαετίες νωρίτερα, η ύπαρξη μεταλλείων χρωμίου στο ανατολικό αντέρεισμα του όρους Βούρινος, απαραίτητου στον εχθρό, και η προσήλωση του ΕΑΜ στην κατάκτηση της εξουσίας.
Τα Ίμερα αν και δεν είχαν αντισταθεί καθόλου τον Νοέμβριο του 1944, επλήγησαν ολοσχερώς από τις εκτελέσεις όντας ενδιάμεσα του μονοπατιού Πιερίων-Βερμίου και γενικότερα στο μέσον της επικοινωνιακής οδού Θεσσαλονίκης-Πίνδου όπου η έδρα του ΕΑΜ/ΚΚΕ Μακεδονίας.