Το θέμα που θα αναπτυχθεί σε αυτό το άρθρο είναι ο τρόπος δομής και λειτουργίας της δικαιοσύνης στην επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, από την πρωτεύουσα της, την Κωνσταντινούπολη, ως και τις επαρχίες της. Την ύψιστη δικαστική εξουσία, στο Βυζάντιο, έφερε, όπως θα δούμε, ο αυτοκράτορας, ο οποίος, σε συνεργασία με άλλα δικαιοδοτικά όργανα που θα αναφερθούν παρακάτω, ήταν υπεύθυνος για την περιφρούρηση της ευνομίας, αλλά και για την χρηστή απονομή δικαίου.
Ειδικότερα, στην πρώτη ενότητα θα περιγράψουμε τον τρόπο οργάνωσης της δικαιοσύνης, κατά την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναφέροντας τα αξιώματα των δικαστικών λειτουργών, καθώς και τις αντίστοιχες αρμοδιότητες που οι ίδιοι επιφορτίζονταν, προκειμένου αυτοί, υπό την εποπτεία πάντα του αυτοκράτορα, να μπορούν να επιλαμβάνονται της απονομής δικαίου. Επίσης, στην ίδια ενότητα θα σχολιάσουμε και το ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζαν τα δικαστήρια, στα πλαίσια της οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Αντικείμενο ανάλυσης και σχολιασμού στη δεύτερη ενότητα είναι η δυνατότητα του αυτοκράτορα, όντας, ο ίδιος, η μοναδική πηγή δικαίου αλλά και ο φορέας της ύψιστης δικαστικής εξουσίας, να άρχεται όλων των υπολοίπων δικαιοδοτικών οργάνων. Στην ίδια ενότητα, θα αναφερθούμε επίσης στα μέτρα τα οποία λάμβανε ο αυτοκράτορας, προκειμένου να καταπολεμήσει φαινόμενα αυθαιρεσίας και διαφθοράς από μέρους των δικαστικών λειτουργών.
Στην τρίτη και τελευταία ενότητα του άρθρου αυτού θα αναφερθούμε στα συνηθέστερα εγκλήματα που διαπράττονταν κατά την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως και στις ποινές, τις οποίες αυτά επέσυραν, συλλέγοντας έτσι πληροφορίες, αφενός, σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια της ηθικής ο βυζαντινός άνθρωπος, αφετέρου κατά πόσο η ηθική παράμετρος αποτελούσε γνώμονα και κριτήριο καθοριστικό για τη διαμόρφωση του συστήματος ηθικών αρχών και αξιών της βυζαντινής κοινωνίας.
Η οργάνωση και η απονομή δικαιοσύνης στην Κων/πολη και στις επαρχίες της Βυζαντινής επικράτειας.
Οι τακτικοί δικαστές, όπως και όλοι οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ανέλαβαν την ποινική δικαιοδοσία, βασιζόμενοι στη συνδρομή νομομαθών συνεργατών. Κατά την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων και ο κοιαίστωρ ήταν αρμόδιοι για την άσκηση της ποινικής δικαιοδοσίας στην πρωτεύουσα, ενώ οι διοικητές των επαρχιών εκδίκαζαν στις επαρχίες υποθέσεις αστικής ή ποινικής φύσης, σε πρώτο βαθμό. Σε δεύτερο βαθμό, την εκδίκαση παρόμοιων υποθέσεων αναλάμβαναν οι βικάριοι ή ο ύπαρχος. Η αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου, μέσω της κωδικοποίησης, από τον Λέοντα Στ’ διατήρησε τις δικαστικές αρμοδιότητες των παραπάνω δικαιοδοτικών οργάνων ως είχαν.
Συγκεκριμένα, ο έπαρχος της πόλεως διατελούσε δικαστής της πρωτεύουσας μέχρι, τουλάχιστον, τα τέλη του 11ου αιώνα, ενεργώντας ακόμα και ως πρόεδρος του αυτοκρατορικού δικαστηρίου, σε περίπτωση απουσίας του αυτοκράτορα. Τη θέση του έπαρχου της πόλεως, ως αντικαταστάτη του αυτοκράτορα στην προεδρία του αυτοκρατορικού δικαστηρίου, κατέλαβε, επί διακυβέρνησης του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, ο δρουγγάριος της βίγλης ή μέγας δρουγγάριος, όπως αργότερα ονομάστηκε.
Την εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων, όπως επίσης και υποθέσεων πλαστογραφίας ή γνησιότητας εγγράφων, που άπτονταν του οικογενειακού δικαίου, αναλάμβανε ο κοιαίστωρ, επιτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικό έργο στον τομέα της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις του οποίου όχι μόνο δεν προσβάλλονταν, αλλά είχαν και ιδιαίτερη ισχύ. Μια ακόμα αρμοδιότητα του κοιαίστωρος, μέχρι περίπου τον 10ο αιώνα, ήταν η σύνταξη αυτοκρατορικών απαντήσεων, σε περίπτωση κάθε είδους προσφυγής.
Εκτός από τους παραπάνω δικαστικούς λειτουργούς, στην ιεραρχία των δικαστικών αξιωμάτων της πρωτεύουσας, υπήρχαν και οι κριταί, οι οποίοι διατελούσαν χρέη μελών δικαστηρίων και ενίοτε διορίζονταν, κατόπιν ειδικής εντολής, ως επαρχιακοί δικαστές.
Σημαντική πρωτοβουλία επί διακυβέρνησης Κων/νου Θ’ του Μονομάχου, υπήρξε η ίδρυση δικαστηρίου με το όνομα επί των κρίσεων, αρμοδιότητα του οποίου ήταν ο έλεγχος όλων των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων, απαλλάσσοντας τους άπορους υπηκόους της Βυζαντινής επικράτειας, που βρίσκονταν στο στάδιο της εκκρεμοδικίας, από τη δαπανηρή μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη. Στην επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια λειτουργίας των θεμάτων, η άσκηση της αστικής δικαιοσύνης ήταν έργο του πραίτωρος, ενώ ο στρατηγός του θέματος αναλάμβανε την εκδίκαση ποινικών ή πειθαρχικών αδικημάτων.
Ο ρόλος των δικηγόρων, οι οποίοι έπρεπε να παρουσιάζουν εγγυήσεις ηλικίας, γνώσης και εντιμότητας, υπήρξε καταλυτικός στην απονομή δικαιοσύνης. Πολύτιμη όμως, στο έργο της δικαιοσύνης, ήταν και η συμβολή των συμβολαιογράφων, οι οποίοι έπρεπε να είναι καλλιγράφοι, νομομαθείς, ευφυείς, δίκαιοι και ορθολογιστές. Επί διακυβέρνησης του Κων/νου Θ’ του Μονομάχου, η ύπαρξη του θεσμού του νομοφύλακα, ο οποίος εξέταζε τις ικανότητες των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων, προκειμένου να τους εντάξει στους αντίστοιχους συλλόγους, ελαχιστοποίησε τις πιθανότητες να είναι οι δεύτεροι νομικά ακατάρτιστοι. Ο αριθμός των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων ανερχόταν στην πρωτεύουσα σε είκοσι τέσσερα άτομα, ενώ άγνωστος είναι για την επαρχία.
Ένα ακόμη δικαστικό αξίωμα ήταν αυτό του σακελλάριου, ο ρόλος του οποίου ήταν να αναπληρώνει τον ανακριτή ή τον εισαγγελέα στο δικαστήριο του αυτοκράτορα, όπως και να είναι επικεφαλής των γραφείων και του αυτοκρατορικού ταμείου.
Ο ρόλος των δικαστηρίων
Στα δικαστήρια εκδικάζονταν όλες οι νομικές υποθέσεις, προκειμένου να ληφθεί η απόφαση από τους δικαστές, οι οποίοι θα την υπέβαλλαν στη συνέχεια, υπό μορφή έφεσης, στον αυτοκράτορα, μέσω ενός ανώτατου δικαστικού υπαλλήλου, του επί των δεήσεων. Η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου υπαλλήλου ήταν να μελετά την κάθε υπόθεση, ώστε να έχει τη δυνατότητα είτε υποβολής εισηγητικής έκθεσης στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, είτε άμεσης απάντησης στην απόφαση που έλαβε ο δικαστής. Ο αυτοκράτορας, σε περίπτωση που οι αποφάσεις των δικαστηρίων έφταναν να εκδικαστούν στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, είχε τη δυνατότητα να επικυρώνει, να τροποποιεί και ακόμα και να ακυρώνει τις συγκεκριμένες αποφάσεις.
Επί της διακυβέρνησης του Μανουήλ Α’ Κομνηνού εκδόθηκε Νεαρά, από την οποία συνάγονταν ότι τα τέσσερα δικαστήρια που εποπτεύονταν από τον αυτοκράτορα δυσλειτουργούσαν, λόγω έλλειψης δικαστικού προσωπικού. Για το λόγο αυτό, κατόπιν συναίνεσης των προέδρων των τεσσάρων δικαστηρίων, ορίστηκε αναγκαίο να κατανεμηθούν τα μέλη των τεσσάρων αυτοκρατορικών δικαστηρίων ισομερώς και οι δικαστές να δικάζουν τρεις φορές την εβδομάδα. Επίσης, με μια άλλη Νεαρά, καθορίστηκαν οι ημέρες αργίας και λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως και ορίστηκαν ρητά ως εργάσιμες, οι μέρες επετείων γέννησης και ανόδου στο θρόνο του αυτοκράτορα.
Στην επαρχία, η δικαιοσύνη απονέμονταν από αστικά ή εκκλησιαστικά δικαστήρια, αποτελούμενα το μεν αστικό από τρεις κριτές (πρόεδρος και δύο πάρεδροι), το δε εκκλησιαστικό από δύο. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια μπορούσαν να εκδικάσουν, από τον 13ο αιώνα, ακόμα και αστικές υποθέσεις, διότι η αστική δικαιοσύνη βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή. Ωστόσο, η επίδραση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων στα νομικά πράγματα, και η μοιραία, κατά κάποιο τρόπο, υποκατάσταση της δικαιοσύνης από την Εκκλησία, έπαψε να υφίσταται από το 1453, με τον διορισμό του Πατριάρχη Γενναδίου ως υπεύθυνου της πολιτικής δικαιοδοσίας στον ελληνικό πληθυσμό.
Η δικαστική εξουσία του αυτοκράτορα σε σχέση με τα υπόλοιπα δικαιοδοτικά όργανα.
Ο πιο ισχυρός φραγμός της απόλυτης και αποκλειστικής εξουσίας του αυτοκράτορα, ακόμα και σε δικαστικό επίπεδο, ήταν ο νόμος, κατά μια όμως αντιφατική έννοια. Ενώ η μοναδική πηγή των νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, έχοντας τη δυνατότητα να τους θεσπίζει, να τους τροποποιεί και να τους ακυρώνει, κατά παράδοξο τρόπο, οι ίδιοι οι νόμοι παρέμειναν κάτι ανώτερο από τον ίδιο. Ο αυτοκράτορας με τη διπλή ιδιότητα του νομοθέτη αλλά και του επίγειου και ανώτατου κοσμικού δικαστή, υπέκυπτε στην ισχύ του νόμου. Είχε κατά κάποιο τρόπο ηθική υποχρέωση να υποτάσσεται στην ιερότητα των νόμων, προσαρμόζοντας, κατά συνέπεια, τον τρόπο διακυβέρνησής του κατά τη θεία βούληση, και αποτελώντας διδακτικό παράδειγμα, για τους υπηκόους του, τήρησης του δικαίου και όχι αυθαιρεσίας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο ο απεσταλμένος του Θεού, ο έμψυχος νόμος, που σκοπό είχε την διαφύλαξη της ευνομίας και τάξης στην κοινωνία του Βυζαντίου.
Η υπερκείμενη εξουσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, έναντι όλων των υπολοίπων δικαιοδοτικών οργάνων, αλλά και η αμφίδρομη σχέση μεταξύ του ίδιου και των νόμων, του έδινε τη δυνατότητα να εκδικάζει αδέσμευτα και νομότυπα υποθέσεις σχετικά με εγκλήματα εσχάτης προδοσίας ή εγκλήματα που διέπρατταν ανώτατοι αξιωματούχοι. Επίσης, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι και όλα τα δικαιοδοτικά όργανα απονομής δικαιοσύνης, λογοδοτούσαν στον αυτοκράτορα.
Η πιστή τήρηση των νόμων, από πλευράς του αυτοκράτορα, ο αυστηρός έλεγχος που ασκούσε ο ίδιος στους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και το χριστιανικό πνεύμα, από το οποίο διακατέχονταν το Βυζαντινό δίκαιο, είχε ως αποτέλεσμα να είναι αμείλικτος απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και αυθαιρεσίας από μέρους των παραπάνω. Τα φαινόμενα αυτά σχετίζονταν, όπως θα δούμε παρακάτω, είτε με την κατάχρηση της εξουσίας των δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά στην αυστηρότητα των ποινών, είτε με περιπτώσεις χρηματισμού τους, είτε ακόμα και με περιπτώσεις παρακώλυσης του έργου της δικαιοσύνης, λόγω ολιγωρίας των ιδίων.
O τρόπος με τον οποίο ο αυτοκράτορας καταπολεμούσε τη διαφθορά και αυθαιρεσία των δικαστικών λειτουργών.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός, στην προσπάθειά του να επιλύσει το πρόβλημα της καθυστέρησης, που παρατηρούνταν κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, λόγω του εριστικού πνεύματος διαφόρων νομικών, εξέδωσε ειδική Νεαρά, σύμφωνα με την οποία όσοι δικηγόροι δεν συμμορφώνονταν με το πνεύμα της, θα στερούνταν το επάγγελμά τους. Μέσω μιας άλλης Νεαράς, για την οποία έγινε λόγος στην πρώτη ενότητα, καθορίστηκαν με σαφήνεια οι μέρες αργίας και οι εργάσιμες ημέρες των δικαστηρίων, προς αποφυγή ενδεχομένων καθυστέρησης, και πάλι, στην εκδίκαση υποθέσεων, με το πρόσχημα της ευλάβειας. Τέλος, για την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών, όπως και για την καταπολέμηση της καθυστέρησης έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, ορίστηκε προθεσμία περάτωσης, σε κάθε υπόθεση, και θεσπίστηκε αντίστοιχη ποινή σε περίπτωση καταστρατήγησης της προθεσμίας αυτής, από μέρους είτε του ενάγοντος, είτε του εναγόμενου, είτε ακόμα του ίδιου του δικαστή.
Όσον αφορά στην αυστηρότητα των ποινών, αυτή επαφίονταν στην κρίση του εκάστοτε ποινικού δικαστή, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, όπου η ποινή οριζόταν ρητά από το νόμο. Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπ’ όψιν το γεγονός ότι το πρώιμο βυζαντινό δίκαιο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το ρωμαϊκό, του οποίου οι μέθοδοι εκτελέσεως των ποινών ήταν ιδιαίτερα φρικιαστικές, μπορούμε να συμπεράνουμε πως τα περιθώρια αυθαιρεσίας των δικαστών, κατά την απαγγελία των ποινών, ήταν μεγάλα. Τη δικαστική αυθαιρεσία των δικαστών περιόρισαν οι Ίσαυροι, καθορίζοντας, μέσω της Εκλογής, το είδος και το ύψος της ποινής κάθε μεμονωμένης πράξης, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια.
Εκτός όμως από τους Ίσαυρους, και οι Μακεδόνες αυτοκράτορες έθεσαν, μέσω των δικών τους νομοθετημάτων, φραγμούς στην αυθαιρεσία των δικαστών, καθορίζοντας και αυτοί με σαφήνεια και ακρίβεια το είδος της ποινής που επέσυρε η κάθε εγκληματική πράξη.
Σχετικά με τη δωροδοκία και το χρηματισμό των δικαστικών λειτουργών, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των καθολικών κριτών, οι οποίοι, αφού διαπιστώθηκε ότι χρηματίζονταν και δωροδοκούνταν, τιμωρήθηκαν με εξορία.
Τα βασικότερα εγκλήματα και οι ποινές, τις οποίες επέσυραν.
Κατά το βυζαντινό δίκαιο, κατηγορίες αξιόποινων εγκλημάτων αποτελούσαν οι ληστείες και η απόκρυψη των ληστών, η αρπαγή γυναικών, γης ή κινητών πραγμάτων, η αρπαγή πραγμάτων από πυρκαγιά ή ναυάγιο, η σύσταση συμμορίας με σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος βίας, η αυτοδικία, η μαγεία, η δεισιδαιμονία και μαντεία και τα εγκλήματα περί τη γενετήσια ζωή, όπως η μοιχεία, ο βιασμός, η ομοφυλοφιλία, η πορνεία, η κτηνοβασία και η αιμομιξία.
Αναφορικά με τις ποινές, αυτές αρχικά εφαρμόστηκαν προκειμένου να αποκαταστήσουν τη διαταραγμένη έννομη τάξη, αλλά και ως μέσο γενικής και ειδικής πρόληψης. Αργότερα όμως, στην Εκλογή του Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, διατυπώθηκε μια διαφορετική άποψη, που παρουσίαζε την ποινή ως μέσο εκφοβισμού, κάθαρσης και βελτίωσης των δραστών. Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες ασπάστηκαν την ίδια άποψη, τονίζοντας ιδιαίτερα το ανταποδοτικό πνεύμα που εμπεριείχε μια ποινή, για χάρη των θιγομένων από το έγκλημα. Τα παιδιά πάντως, γενικότερα, κατά το βυζαντινό δίκαιο, απαλλάσσονταν από τις οποιεσδήποτε ποινές.
Οι χαρακτηριστικότερες ποινές του βυζαντινού δικαίου ήταν η θανατική ποινή, η ποινή σωματικού ακρωτηριασμού, ο σωματικός κολασμός, το κούρεμα, η εξορία, η δήμευση της περιουσίας, η ποινή στερητική της ελευθερίας και ο εξανδραποδισμός. Το ρωμαϊκό δίκαιο κληροδότησε τη θανατική ποινή στο βυζαντινό, στο οποίο, δυστυχώς, συνέχιζαν να εφαρμόζονται οι φρικιαστικές μέθοδοι εκτέλεσης της ποινής, που ίσχυαν κατά το πρώτο, όπως ο αποκεφαλισμός, η σταύρωση, ο ενταφιασμός εν ζωή, η θηριομαχία και η ρίψη στη θάλασσα μέσα σε σάκο με φίδια. Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Ισαύρων, η θανατική ποινή, σε πολλά αδικήματα, αντικαταστάθηκε από άλλες ποινές, εκτός από τις περιπτώσεις εμπρησμού εκ προθέσεως και ληστείας μετά φόνου, όπου οι δράστες τιμωρούνταν με πυρά και με φούρκα, αντίστοιχα.
Η ποινή του ακρωτηριασμού, όπως για παράδειγμα το κόψιμο της γλώσσας για τους ψεύδορκους ή το κόψιμο του χεριού για τους κλέφτες, εμφανίστηκε στην Ισαύρεια νομοθεσία. Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες διατήρησαν στα νομοθετήματά τους τις ίδιες ποινές, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Ο σωματικός κολασμός εφαρμόζονταν τόσο ως κύρια, όσο και ως συμπληρωματική ποινή, με την ποινή εξορίας και ακρωτηριασμού, σε περιπτώσεις δούλων και γενικά ευτελών ανθρώπων από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις καθορίζονταν με ακρίβεια το ύψος της επιβλητέας ποινής, όπως στην περίπτωση του παντρεμένου και ανύπαντρου μοιχού.
Το κούρεμα, ως αυτοτελής, αλλά και ως συμπληρωματική και πάλι ποινή, αποσκοπούσε στην ηθική μείωση του δράστη.
Η ποινή της εξορίας εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις αδικημάτων μέσης βαρύτητας, όπως της ακούσιας ανθρωποκτονίας και της κερδοσκοπίας σε βάρος αφελών. Η εξορία, που είχε ισόβια ή περιορισμένη χρονική διάρκεια, οριζόταν ως αυτοτελής, αλλά και ως συμπληρωματική ποινή.
Η ποινή δήμευσης της περιουσίας εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις αδικημάτων, τα οποία διαπράττονταν από υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους. Οι δράστες που τιμωρούνταν με τη συγκεκριμένη ποινή, έχοντας κατά κάποιο τρόπο βεβαρημένο ποινικό μητρώο, είχαν περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες και στην καθημερινότητά τους, αφού αποκλείονταν από την παράσταση σε δικαστήρια και από την εμπλοκή τους σε γενικότερες αστικές πολιτικές διαδικασίες. Ωστόσο, το βυζαντινό δίκαιο, επηρεασμένο από τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας, διαφοροποιήθηκε από το ρωμαϊκό, ως προς την πρόκληση ηθικών μειώσεων στους δράστες, κατά τις ποινές, υιοθετώντας ένα πνεύμα φιλανθρωπίας.
Η ποινή στερητική της ελευθερίας ήταν η ποινή φυλάκισης, κατά την οποία οι οφειλέτες του δημοσίου κρατούνταν ως υπόδικοι στο χώρο των φυλακών. Αργότερα, η ποινή φυλάκισης αντικαταστάθηκε από τον εγκλεισμό των δραστών σε μοναστήρια, όπου αυτοί είχαν την ευκαιρία να μετανοήσουν και να βελτιωθούν ως άνθρωποι. Η ποινή αυτή αφορούσε περιπτώσεις εγκλημάτων σχετικών με τη γενετήσια ζωή και το γάμο.
Ο εξανδραποδισμός σήμαινε την απώλεια της ελευθερίας και εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις λιποτακτών, που επέστρεψαν οικειοθελώς ή σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες διάφοροι πένητες προμήθευαν απαγορευμένα είδη στον εχθρό. Η συγκεκριμένη ποινή αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως προέχον ζήτημα της βυζαντινής κοινωνίας, της οποίας καθ’ όλα ηγείτο ο αυτοκράτορας, αποτέλεσε, εκτός των άλλων, η διατήρηση της ευνομίας, μέσω της πιστής τήρησης και εφαρμογής των νόμων. Άγρυπνος φρουρός του έργου της δικαιοσύνης υπήρξε ο αυτοκράτορας, ο οποίος συγκέντρωνε όλες τις δικαστικές εξουσίες, έχοντας τη δυνατότητα παρέμβασης στο έργο των υφιστάμενων, σ’ αυτόν, δικαιοδοτικών οργάνων. Η απόλυτη εξουσία του να θεσπίζει, να τροποποιεί και να ακυρώνει νόμους δεν αποτέλεσε, για τον ίδιο, κίνητρο αυθαιρεσίας, αλλά, απεναντίας, λειτούργησε ως μιμητικό παράδειγμα για τους υπηκόους του, αφού η αδιαμφισβήτητη ισχύς του υπέκυπτε στην ιερότητα των νόμων.
Ένα ακόμα στοιχείο που μπορούμε να συμπεράνουμε, ανακεφαλαιώνοντας, είναι οι τεράστιες διαστάσεις που είχε η ηθική παράμετρος στη συνείδηση του βυζαντινού ανθρώπου, γεγονός που καταδεικνύεται εμφανώς μέσω του παραδειγματισμού και της συμβολικότητας της ποινής, που επέσυρε το κάθε έγκλημα.
ΝΟΥΛΑ ΣΑΛΑΚΙΔΟΥ, Απόφοιτος ΠΕ, ΕΑΠ «Ελληνικού Πολιτισμού»