Του ρουλόι μι τ’ς φέξεις κι ου πύραυλους. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου.
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
(3)
Α που κόμα παραπισου απ’ του τζιαντέ κι ένας άλλους π’ πλάει πραμάταεια. Αυτός φαίνιτι ψια ντμένους αλλιώτκα, έχ φουριμένα κι πουδιμένα κατ’ παρδαλά, πουλά χρώματα, αλλά είνι κι ντιπ καρβουνόξλου, κατράμ κι δεν ουρλιέτι για να διαλαλάει τ, ν πραμάτειατ’..μόνι πιρπατάει κι έρχιτι κατ του καφινείου, π’ γλέπ ανθρώπ για να πλήσ’. Κουβαλάει ένα τσιουβάλ’ κι μέσα έχ’ κτιά, κτούλια, κτάκια μι τ,ν πραμάτειατ’
Τ’ν ώρα που κουντουζγών ου σκούρους ου πραματιυτας στου καφινείου..για κι ου Ταχυδρόμους ..ου Λιόλιας απ’ τ’ Σέλτσα. Φταν’ πρώτους, ρίχνιτι απ’ του μπλάρ’ κι χιρνάει λαλάει ικείνου του κίτιρνου σα σουρούκ, για να μαζουχτούν οι Χουριανοί να τς δόσ’ τα γράμματα. Χιρνάει διαβάζ τα ουνόματα κι ένας ένας παίρν τα φάκιλα. Μόλις σών’ μι τ’σ άλλνους , δίν κι ένα διματουλ μι γράμματα στου δάσκαλου.
Λιόλιας (ταχυδρόμους): Άει έσουσάμι για σήμιρα. Όσ’ είχιτι -είχιτι τζλάπια απ’ τς θκοίσας οι άλλ’ ..χιριτίματα.
Όπους ήρθιν, ρίχνιτι πάλι καβάλα ουπάν στου μπλάρ κι βζζν πίσου πάλι στ Σέλτσα.
Ου Πραματιυτάς κάθουνταν ψια παράμιρα , ως που να σώσ’ ου ταχυδρόμους που μόλις μπίτσιν έφυγιν κατ τ’ Σέλτσα , κι τηρούσιν για κανάν πιλάτ’. Τέτοιους κατράμ’ απ’ ήταν τα γκαβάτ, υάλτζαν σαν αστρίτς
Ου δάσκαλους τουν ζάρσιν που προυτύτιρα κι μάλλουν κατάλαβιν π’ εχ διάφουρα στου τσιουβάλ’ απ’ έσιρνιν κι σκέφκιν θάρουμ έχ’ κι κανα ηλικτρουνικό ρουλόι σαν του θκότ να βουλέψ τουν Κώτσιου
Δάσκαλος: Να κύριε Κώτσιο. Ρωτήστε αυτόν τον μελαψό κύριο, αν πουλάει ηλεκτρονικά ρολόγια σαν το δικό μου(και δείχνει τον καρπό του , ενώ ο πραματευτής τον παρατηρεί).
Ου Κώτσιους τουν τηράει καμπόσου, πλιότιρου ιπειδής έχ χρώμα σαν ξικουρνιαχτίρ’, κι ύστιρας λέει
Κώτσιους : Για έλα ιδώ ρε μισκίν’..π’ είσι σαν ξικουρνιαχτίρ’..σα ζβηζμένου δαυλί, ντιπ κούρμπα. Δεν πστευου να είσι κανάς γκουρμπέτς;; κανάς γκαρόγιουφτους;; τι σκλιά γέγκις τέτοιους μαύρους;; απ’ τα πουλλά τα μπάνια γέγκις τέτοιουσιά;; ξιστουχιούσαν κι τουν τσακζις στν παραλία κι σ’ έπιρνιν ου ήλιους;;ια να ιδώ τι πλάς…
Δάσκαλος: Κύριε Κώτσιο ..σας παρακαλώ μην γινόμαστε ρατσιστές. Πιο κόσμιες σας παρακαλώ οι εκφράσεις σας.Να λείπουν οι χαρακτηρισμοί. Όλοι παιδιά του ίδιου του Θεού είμαστε..δεν υπάρχουν παιδιά κατώτερου Θεού που να ξεχωρίζουν από το χρώμα. Δεν πρέπει ..
Κώτσιους: ( βγάν’ ψίχα τα δόντια απόξου) . Τήρα κυρ’ Δάσκαλι ..δεν ξέρου τι είνι αυτήν η λέξ απούπις..πως τούπις;; ρατσι..ριτσέλια ξέρουμι ιμείς κι ρατσκαβους . Ιγώ πάντους ρατσιτέτοιους, τέτοιου πράμα, τέτοιου τιφαρίκ δεν είμι.Αυτάϊα τάπα γιατί αυνούς τ’ς γκαρόγ…τς αμσιούμι κι τς ασκένουμι ψίχα..ξέρς γιατί;;. Να τουν κιρασάρ’ είχιν χαρά ου αξάδιρφουςμ’ ου Λιόλιους. Πάντριβιν του τρανό του πιδίτ. Τ’ δευτιρ’ τ’ μέρα αυτοί οι βιράνκ οι γκαρόιουφτ π’ έπιζαν τα νταούλια, απ’ τι κείνα τα σιαπέρα τα χουριά..ξέρς τι μ’ έφκιασαν;;. Μ’ έβαλαν στα μιράκια κι μόλις μι είδαν ντίπ τιριαζμένου..χίρσαν μι λαλούσαν στου φτί. Ντουμ του νταούλ’ τουρου-τουρου οι κουρνέτις κι τα κλαρίνα..πάει ιγώ τι μι θελτς…ξέφυγα ντιπ. Είχα μας καμπόσις παράδις ν’ αγουράσου λόντζια κι να φερου τα ξύλα κι..παν-παν όλα. Μι τα σύμασαν ντιπ όλα..λαλούσαν αυτοί κι ρίχνουμαν κι δώρζα ιγώ. Στουν πάτου δεν μ απόμνι καντίπουτα..μι τα σύμμασαν όλα . Σκότουστς σι λέου ..αμπουξέτς ..είνι πουνηροί κι
Δασκαλος : Δεν είναι κύριε Κώτσιο ο μελαψός μικροπωλητής μας τέτοιος άνθρωπος . Απλώς πουλάει πράγματα για να ζήσει. Ρώτα τον να δείς από πού είναι