Ο καρκίνος του μαστού σε ποσοστό 7% προσβάλλει γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών. Αποτελεί τη συχνότερη κακοήθεια που απαντάται σε έγκυες γυναίκες. 1 στις 3000 έγκυες γυναίκες θα εμφανίσουν τη νόσο. Καθώς, στις σύγχρονες κοινωνίες, οι γυναίκες τεκνοποιούν σε μεγαλύτερες πλέον ηλικίες και, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα ποσοστά διάγνωσης καρκίνου του μαστού γενικότερα, η εμφάνιση αυτής της μορφής καρκίνου σε έγκυες γυναίκες θα γίνεται ολοένα και πιο συχνή στο μέλλον.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο καρκίνος του μαστού στην εγκυμοσύνη εμφανίζεται συνήθως ως μια ανώδυνη διόγκωση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η διόγκωση είναι καλοήθης και αντιπροσωπεύει λοβιώδη υπερπλασία, ινοαδένωμα, ινοκυστική νόσο, γαλακτοκήλη, απόστημα ή λίπωμα. Σε ένα πολύ μικρότερο ποσοστό, όμως, θα αποδειχθεί ότι υποκρύπτει καρκίνο. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που γίνεται καθυστερημένη διάγνωση- οι εγκυμονούσες αμελούν να απευθυνθούν σε έναν ειδικό χειρουργό μαστού και καθησυχάζονται από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων ότι οι αλλαγές στο μαστό τους είναι αποτέλεσμα της εγκυμοσύνης. Έχει δειχθεί σε μελέτες ότι η καθυστέρηση 1 μηνός στη διάγνωση αυξάνει τον κίνδυνο μεταστάσεων κατά 1.8%. Άλλα συμπτώματα, με τα οποία μπορεί να παρουσιαστεί ένας καρκίνος, είναι η έκκριση από τη θηλή, η εισολκή της θηλής (η θηλή “τραβιέται” προς τα μέσα), η ερυθρότητα του δέρματος (φλεγμονώδης καρκίνος) και το δέρμα δίκην “φλοιού περτοκαλιού”.
Πώς γίνεται η διάγνωση; Λόγω εγκυμοσύνης, η βασική εξέταση είναι το υπερηχογράφημα μαστών, το οποίο δεν φέρει ακτινοβολία. Αν κριθεί απαραίτητο, η μαστογραφία- με κατάλληλη προστασία της κοιλίας- είναι απόλυτα ασφαλής για το έμβρυο. Η οριστική διάγνωση τίθεται με διαδερμική βιοψία της ύποπτης βλάβης.
Ποια είναι όμως η αντιμετώπιση της νόσου, όταν εμφανιστεί σε αυτή την τόσο ευαίσθητη περίοδο της ζωής μιας γυναίκας;
Έχει αποδειχθεί ότι η διακοπή της εγκυμοσύνης δεν προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα στην επιβίωση αυτών των γυναικών σε σχέση με τις υπόλοιπες που συνεχίζουν κανονικά την εγκυμοσύνη τους. Η διακοπή της κύησης- ειδικά στο 1ο τρίμηνο- σαφώς αποτελεί μια επιλογή που μπορεί κάποιες γυναίκες να κάνουν, αλλά από ιατρικής πλευράς μπορεί να συστηθεί μόνο σε πολύ επιθετικές μορφές καρκίνου ή σε καρκίνους που έχουν ήδη δώσει απομακρυσμένες μεταστάσεις. Στην τελευταία περίπτωση η ασθενής μπορεί να χρειαστεί να λάβει άμεσα χημειοθεραπεία. Στην πλειοψηφία, όμως, των περιπτώσεων που περιλαμβάνει πρώιμα στάδια της νόσου, η σύσταση είναι να συνεχιστεί η εγκυμοσύνη κανονικά.
Η θεραπεία εξαρτάται από το τρίμηνο στο οποίο θα γίνει η διάγνωση. Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και ενδείκνυται σε όλα τα τρίμηνα της εγκυμοσύνης. Συνήθως είναι με τη μορφή της μαστεκτομής, διότι μια έγκυος γυναίκα δεν μπορεί να λάβει ακτινοθεραπεία. Αν όμως η διάγνωση και το χειρουργείο γίνουν στο 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, μπορεί να πραγματοποιηθεί ογκεκτομή και, κατόπιν, χορήγηση ακτινοθεραπείας σε σύντομο διάστημα μετά τον τοκετό.
Η χημειοθεραπεία αντενδείκνυται ρητά στο 1ο τρίμηνο της κύησης, διότι έχει τερατογόνο επίδραση σε αυτή την περίοδο της οργανογένεσης του εμβρύου. Όλες όμως οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες επιτρέπουν τη χορήγηση συγκεκριμένων σχημάτων χημειοθεραπείας στο 2ο και 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Η ορμονική θεραπεία (ταμοξιφένη) και η αντι-HER2 θεραπεία με Herceptin απαγορεύονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης, το τελευταίο σχήμα χημειοθεραπείας πρέπει να χορηγηθεί 3 εβδομάδες πριν τον τοκετό και, σε καμία περίπτωση, μετά την 35η εβδομάδα της κύησης, ώστε να αποφευχθεί ουδετεροπενική σήψη για τη μητέρα και το νεογνό.
Όσον αφορά στη σταδιοποίηση των μασχαλιαίων λεμφαδένων, η βιοψία φρουρού λεμφαδένα συνήθως αποφεύγεται λόγω της ανάγκης χορήγησης σκιαστικού (μπλε του μεθυλενίου ή/και ραδιοισοτόπου). Ως εκ τούτου γίνεται λεμφαδενικός καθαρισμός, προς αποφυγή αλλεργικών αντιδράσεων αλλά και ραδιενέργειας από τα παραπάνω σκιαστικά.
Όταν η κύηση φτάσει στο τέλος της, η γυναίκα μπορεί να γεννήσει με φυσιολογικό τοκετό, εκτός αν υπάρχει κάποια μαιευτική ένδειξη για καισαρική τομή.
Για να συνοψίσουμε, η διάγνωση καρκίνου του μαστού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αν και όχι συχνή, βάζει πολλά θεραπευτικά διλήμματα και στην έγκυο γυναίκα αλλά και στους θεράποντες ιατρούς. Η θεραπεία πρέπει να είναι συντονισμένη και αφορά σε ομάδα ειδικοτήτων, η οποία περιλαμβάνει το χειρουργό μαστού, τον ογκολόγο και το μαιευτήρα-γυναικολόγο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η εγκυμοσύνη μπορεί να συνεχιστεί κανονικά με ορισμένες τροποποιήσεις στη θεραπευτική προσέγγιση συγκριτικά με μη έγκυες γυναίκες με καρκίνο μαστού.
Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε, ότι αλλαγές στους μαστούς που μπορεί να προβληματίζουν μια έγκυο γυναίκα θα πρέπει να ελέγχονται έγκαιρα από τον ειδικό προς αποκλεισμό κακοήθειας.
Δημήτριος Α.Κοκκώνης
Ογκοπλαστικός Χειρουργός Μαστού- Γενικός Χειρουργός
Μέλος της Βρετανικής Εταιρίας Χειρουργών Μαστού (ABS)
Μέλος της Ευρωπαικής Εταιρίας Χειρουργικής Ογκολογίας(ESSO)