Το δράμα των δικών μας ανθρώπων που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν -με την τρομοκρατία των σφαγών, των δολοφονιών, των πυρπολήσεων και της ένοπλης βίας- από τον τόπο τους, φεύγοντας από την πατρίδα τους (την Αμάσεια, την Καισάρεια, τη Σαμψούντα την …την ….) για μια άλλη πατρίδα (το Βράσνο, το Βατόλακο, την Κιβωτό, την Μυρσίνα….). (Μέρος Α΄)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΣΕΙΑ στο ΓΚΟΥΜΠΛΑΡ (Μυρσίνα) :
“…Γεννήθηκα στην Αμάσεια της Τουρκίας το 1904. Στην Τουρκία ζούσαμε καλά. Είχαμε γείτονες. Τι να σου πω, τόσο καλοί άνθρωποι ήταν! Σαν αδέρφια ζούσαμε. Ο πατέρας μου ήταν χτενάς. Τα ’φτιαχνε από κέρατο βουβαλιού. Τα ’κοβε, τα ζέσταινε, τα ίσιωνε και έφτιαχνε χτένια, για τα μαλλιά. Το χειμώνα έκανε αυτές τις δουλειές και το καλοκαίρι πήγαινε στη Σαμψούντα. Έφτιαχνε πήλινες χύτρες. Τα πήλινα κόστιζαν πολλά λεφτά εκείνο τον καιρό. Στην Αμάσεια μόλις περνούσες τη δημόσια γέφυρα, άρχιζε η γειτονιά μας, ο Ντερέ μαχαλάς.
… Η μεταφορά μας από την Αμάσεια στη Βυρητό πηγαίνοντας πότε από δώ και πότε από κεί κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια. Το βαπόρι σάλπαρε. Η σειρήνα του πλοίου σφύριξε πικρά. Κούνησα το χέρι. Δεν υπήρχε κανείς για να μας αποχαιρετήσει. Αντίο γη που γεννήθηκα, αντίο! Έκλαψα, έκλαψα. Σε μιάμιση μέρα φτάσαμε Πειραιά. Ετος 1923. Δε μας κατέβασαν. Το βαπόρι μας σταμάτησε πέρα από τον Πειραιά στο νησί Αγιος Γεώργιος, επειδή φοβόντουσαν μήπως ο κόσμος έχει αρρώστια. Ήμασταν πάνω από χίλιοι άνθρωποι. Στον Αγιο Γεώργιο είχαν στήσει καραντίνα. Μας έβαλαν εκεί. Πήραν ό,τι φορούσαμε και τα έριξαν στον κλίβανο. Μείναμε εννιά μέρες. Ήρθε ένα άλλο βαπόρι που θα μας έπαιρνε και έτσι ανεβήκαμε. Μας πήραν για να μας πάνε στην Παλιά Ελλάδα, πως λένε την Πελοπόννησο. Φτάσαμε σε μια πόλη όπου την είχαν γεμίσει πρόσφυγες. Δεν κατεβήκαμε. Μας πήραν και μας πήγαιναν από νησί σε νησί. Μας κατέβασαν από το βαπόρι. Ήταν φτωχά τα μέρη. Οι άνθρωποι κουβαλούσαν τα ξύλα στην πλάτη τους, τα χωράφια τους ήταν μικρούτσικα. Φύγαμε και αφού δεν μας πήρανε στο αντάρτικο γιατί πήγαμε αργά φτάσαμε στο Αγρίνιο που καλλιεργούσαν καπνά. Αργότερα μας μάζεψαν και μας πήγανε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί ήρθαμε εδώ στο Γκουμπλάρ. Ξεκινήσαμε τον Ιούνη του 1921 από την Αμάσεια και φτάσαμε στο Γκουμπλάρ το Σεπτέμβρη του 1923! “.
(H φωτογραφία, ο συνημμένος πίνακας και άλλα ιστορικά σχετικά στοιχεία, δημοσιεύθηκαν στην εικονογραφημένη έκδοσή μου “ΟΡΟΣΗΜΑ-Πρόσωπα & Γεγονότα στα Γρεβενά και στη Δυτ. Μακεδονία” 2007, σελ. 236-239).
Αλ. Τζιόλας