Η σημαντική μεταρρύθμιση για την Αυτοδιοίκηση, που αποκλήθηκε «Καλλικράτης», προσπάθησε να διασπείρει μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας με τη χρήση θεσμών διαβούλευσης, διαλόγου και συν-απόφασης. Τούτα τα καινοτομικά θεσμικά βήματα αυξάνουν τις εγγυήσεις ότι η φωνή του πολίτη θα ακουστεί.
Οι νέοι θεσμοί του Καλλικράτη ήταν ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης, η Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης και το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών. Σε όλες αυτές τις διαδικασίες προβλέπεται μια μορφή συμμετοχής και ελέγχου της τοπικής διακυβέρνησης από τους πολίτες.
Με αυτό τον τρόπο η Τοπική Αυτοδιοίκηση εμπλουτίζεται με σύγχρονες εκδοχές δημοκρατικής διακυβέρνησης και ενεργοποίησης της κοινωνίας πολιτών. Συνεπώς, ενισχύεται η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, αναβαθμίζεται η ποιότητα στη δημόσια πολιτική, ενδυναμώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών, διευρύνονται η διαφάνεια και η λογοδοσία και, εν τέλει, εμβαθύνεται η δημοκρατία σε τοπική κλίμακα.
Τι συμβαίνει όμως και όλα τα παραπάνω σπάνια υλοποιούνται στους περισσοτέρους ΟΤΑ της πατρίδας μας; Οι κύριες αιτίες για το ξεθώριασμα της συμμετοχής των πολιτών είναι δύο. Η πρώτη συνδέεται με τη δικαιολογημένη ή μη αδιαφορία των πολιτών. Σε μια εποχή που η πολιτική ζωή της χώρας έχει απαξιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ανάλογοι θεσμοί φαντάζουν συχνά ως πολυτέλεια ή καμιά φορά και ως φάρσα.
Η δεύτερη σχετίζεται με τους διαμεσολαβητές ανάμεσα στους εκλογείς και την άσκηση της εξουσίας. Οι συμμετοχικοί θεσμοί φαίνεται πως συνιστούν μια απειλή για τους παραδοσιακούς αυτοδιοικητικούς άρχοντες, που επιχειρούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για πελατειακές σχέσεις αδιαφορώντας για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και την ποιότητα της δημοκρατίας.
Οι εν λόγω πολιτικάντηδες γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια διαβούλευση οι ψηφοφόροι θα αισθανθούν ότι δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν τη συνήθη οδό του μικρο-ρουσφετιού για να διευθετήσουν τα θέματα τους και θα αποκτήσουν πρόσβαση σε πολλές πληροφορίες, που ενδέχεται να επιδεινώσουν την κατασκευασμένη εικόνα των αυτοαποκαλούμενων «αγωνιστών της Αυτοδιοίκησης».
Αν δρομολογηθεί μια παρόμοια εξέλιξη οι εν λόγω αυτοδιοικητικοί παράγοντες θα πάψουν να αυτοπροβάλλονται ως θεματοφύλακες των συμφερόντων της τοπικής κοινωνίας και ενδέχεται κάποιοι από δαύτους να τεθούν στο στόχαστρο των εισαγγελέων ή/και των δεσμοφυλάκων.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ποιος και γιατί φοβάται τους συμμετοχικούς δημοκρατικούς θεσμούς και τη δημόσια διαβούλευση;