Αρχιεπίσκοπος και Πρωθυπουργός, την Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2019, αιφνιδίασαν τους πάντες με την κοινή εμφάνισή τους και τη δημόσια ανακοίνωση της «ιστορικής συμφωνίας», όπως οι ίδιοι την αποκάλεσαν, μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Είχαν προηγηθεί, το τελευταίο χρονικό διάστημα, αρκετές πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις σχετικά με την αναγκαιότητα τροποποίησης διατάξεων του Συντάγματος, ώστε να προβλέπεται το «ουδετερόθρησκο κράτος», αλλά το περιεχόμενο αυτής της καινοφανούς διατύπωσης καθένας το προσδιόριζε, όπως αυτός το ήθελε, ενώ η Εκκλησία παρακολουθούσε αμήχανη.
Έτσι, η ξαφνική αναγγελία της «ιστορικής συμφωνίας» από τους δύο άνδρες, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία σε πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, σε κλήρο και λαό, αλλά και στο οικουμενικό Πατριαρχείο. Αγνοούσαν τα πάντα οι πάντες, εκτός από το στενό περιβάλλον των δύο, οπότε οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και έντονες, πάνω στο κείμενο των δεκαπέντε σημείων της συμφωνίας που παρουσίασε ο πρωθυπουργός παρόντος του αρχιεπισκόπου.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο Αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί, αφού μίλησε – όχι για συμφωνία – αλλά για κάποιο προσύμφωνο, το οποίο θα συζητηθεί με όλους και κυρίως με τους κληρικούς, οι οποίοι ένιωσαν να αδικούνται και να παραγκωνίζονται, αφού θίγονται βάναυσα από τις ρυθμίσεις που ετοιμάζονται. Επισήμανε δε, πως το προσύμφωνο θα καταλήξει σε συμφωνία μόνο μετά από εποικοδομητικό διάλογο κι αφού εξασφαλιστεί η συναίνεση και η αποδοχή των συμφωνηθέντων από όλες τις πλευρές των ενδιαφερομένων μερών.
Κι ήταν αλήθεια πως αυτό που εξαγγέλθηκε ήταν πράγματι ένα προσύμφωνο, αλλά αλήθεια ήταν και το ότι ανακοινώθηκε όλως αναρμοδίως και κατά λάθος τρόπο. Η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει από μεν την πλευρά της Εκκλησίας απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας και σύμφωνη γνώμη του οικουμενικού Πατριαρχείου, από δε την πλευρά της Πολιτείας συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο και ψήφιση νόμου από τη Βουλή.
Ηλίας Κ Μάρκου