Αυτά που δεν έχει λεχθεί για τα κυβερνητικά οικονομικά και έχoυν μεγάλη σημασία είναι, κατά τη γνώμη μου, τα παρακάτω :
1. H ελληνική οικονομία πάσχει κατεξοχήν από τη διαμόρφωση ενδογενών όρων ανάπτυξης που να στηρίζεται κυρίως στην παραγωγή. Αυτό φαίνεται από την αδυναμία αύξησης (ποσοτικής και ποιοτικής ) των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης συρρικνώθηκε σημαντικά : κατά 0,4% του ΑΕΠ ή κατά 13,6% ετησίως για δεύτερο συνεχές έτος, κατά 12,2% την περίοδο 2017-2018. Εδώ, αποτυπώνεται η αδυναμία των συνολικών επενδύσεων και η αδυναμία νέας δυναμικής της οικονομίας.
2. Είναι γνωστό ότι το κλειδί για ένα νέο κύκλο ανάπτυξης βρίσκεται κυρίως στη δυνατότητα ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας, που συνήθως είναι και υψηλής ειδίκευσης ως προς την ποιότητα της εργατικής δύναμης που απασχολείται, εκτός από την αύξηση της απασχόλησης (= και μείωση της ανεργίας).
3. Αυτό δεν μπορεί να επαφίεται απλώς στη σχετική αύξηση της καταναλωτικής δύναμης, η οποία οριακά θα προκληθεί από τα ανακοινωμένα μέτρα της κυβέρνησης, συνολικής αξίας : 1,2 δισ €. Από ένα επίπεδο και πάνω η αυξημένη ζήτηση αποτελεί κίνητρο για τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στη βελτίωση ή αναβάθμιση του εξοπλισμού τους ή στη διαμόρφωση νέων παραγωγικών μονάδων, όμως, στη σημερινή συνθήκη αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί ως μια αυτόματη διαδικασία.
4. Στο βαθμό που οι ιδιωτικές επενδύσεις, εκτός απ΄ όσα αναφέρθηκαν και για λόγους ανυπαρξίας τραπεζικής – ορθής δανειοδοτικής υποστήριξης, βρίσκονται σε καθήλωση, μόνο οι δημόσιες επενδύσεις θα μπορούσαν να αποδώσουν στην πραγματική, δυναμική (επαν)εκκίνηση της οικονομίας.
5. Η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων ως παράγοντας που ανοίγει το δρόμο σε ποιοτικές ιδιωτικές επενδύσεις στην παραγωγή, τη μεταποίηση και διαμορφώνει πρωταρχικούς όρους ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου, χρειάζεται (χρειάζονταν) να βρίσκεται αποφασιστικά στην πρώτη γραμμή των όποιων κυβερνητικών μέτρων.
6. Για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που οφείλεται να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη είναι τα συμφωνημένα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα (3,5 % έως το 2022, 2,5% έως το 2060 !!).
Έχουμε ξανατονίσει ότι τα ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%, θα υποχρεώσουν στην ασφυξία της οικονομίας λόγω υπερφορολόγησης, για την επίτευξή τους. Γι αυτό, με ρεαλισμό των εμπλεκόμενων μερών (ελληνική πλευρά και πλευρά των θεσμών – εταίρων) πρέπει , το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, να αποτελέσει θέμα προτεραιότητας προς επαναδιαπραγμάτευση.
Η χώρα μπορεί να δεσμευθεί για συλλογή πόρων αυτής της τάξης, του 3,5%. Δηλαδή, σαν να είχε στόχο πλεονάσματος 3,5%. Αλλά : το 1,5 % να αποτελεί τον νέο συμφωνημένο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος και το 2% να αποτελεί αύξηση του ΠΔΕ (με σημερινούς όρους, περίπου 4 δισ. ευρώ), που θα αποκτά αναπτυξιακό χαρακτήρα, με νέες δημόσιες υποδομές, συντήρηση και αναβάθμιση των υφιστάμενων, με κοινωνικές δομές και έργα περιβάλλοντος. Δηλαδή, 2% δημόσιοι πόροι του ΠΔΕ + 1,5% πρωτογενές πλεόνασμα = 3,5%, αλλά με άλλη ταυτότητα και με αναπτυξιακό περιεχόμενο.
7. Ένα επιπλέον συναφές θέμα είναι : το Υπερταμείο. Το Υπερταμείο της ντροπής και της επί 99 έτη ενυποθήκευσης των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων (!) να καταργηθεί. Να γίνει Ταμείο Εθνικών Περιουσιακών Αξιών και οι πόροι του να κατευθύνονται στη χρηματοδότηση και υποστήριξη κυρίως νέων επενδύσεων. Το νέο αυτό Ταμείο μπορεί υπό όρους να συμπεριλάβει και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ελευθέριος Τζιόλας