Άλογο τέτοιο δεν είχαν ξαναδεί στην Γκόμπλιτσα. Ψηλό, κατράμι μαύρο και καμαρωτό. Ήταν το γαμπριάτικο δώρο του πατέρα του για να πάει ο Φώτης καβαλάρης να πάρει την νύφη. Πόσο πολύ αγαπούσε να τρέχει μαζί του στα ανοιχτά χωράφια κυνηγώντας τον ήλιο που βασίλευε. Και κείνο τον αγαπούσε, τον καταλάβαινε λες από την μυρουδιά του μόλις δρασκέλιζε την ξύλινη πόρτα και έμπαινε στο σπιτικό του και χλιμίντριζε να τον καλωσορίσει.
Όλα αυτά πριν έρθει ο πόλεμος .
Έφυγαν μαζί για το μέτωπο, ήταν κι αυτό μια παρηγοριά σκέφτηκε, θα είμαστε μαζί. Χειρότερα όμως ήταν γι αυτόν, το έβλεπε να υποφέρει πάνω στα απόκρημνα βουνά μες τα χιόνια, άμαθο σε τέτοιες διαδρομές, νηστικό και ταλαιπωρημένο.
Και σήμερα…
Δεν το πρόλαβε, γλίστρησε στα χιόνια και έπεσε. Και τα δυο τα μπροστινά του πόδια είχαν σπάσει. Έβγαζε βογγητά από τον πόνο σαν άνθρωπος .
«Πρέπει να προχωρήσουμε, άστο θα τελειώσει μόνο του» του είπε ο ανθυπολοχαγός.
Όχι, δεν του αξίζει τέτοιος θάνατος . Ο Φώτης έβγαλε το περίστροφο του και το άλογο γύρισε και τον κοίταξε. Αυτό το βλέμμα ο Φώτης δεν το ξέχασε ποτέ του.