Για πολλούς σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί γεωπολιτικό αίνιγμα και αυτό εδράζεται στην αντίληψη στο ότι από τη μία δεν είναι τίποτα άλλο από ένα Ατλαντικό δημιούργημα, δηλαδή μία φιλελεύθερη καπιταλιστική ζώνη, μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς που ενσωματώνει την ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που όμως, στην ουσία αποτελεί επέκταση των αμερικανικών οικονομικών ομίλων που ελέγχουν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα και παράλληλα επηρεάζεται από την στρατηγική πολιτική του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη η Ε.Ε. είναι η έκφραση, μιας καθαρά Ευρωπαϊκής ταυτότητος που επιθυμεί να υλοποιήσει το Γκωλικό όραμα για μία ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.
Ο προβληματισμός γίνεται πολύ πιο έντονος, όταν διαπιστώνεται ότι η Γερμανική ηγεσία που δύναται να επιβάλει τις απόψεις της λόγω της οικονομικής ισχύος που διαθέτει, σε όλες σχεδόν τις ηγεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο που προκαλεί ερωτηματικά και απορίες, ως προς το τι επιδιώκει.
Αναμφίβολα η Γερμανία αποτελεί τον κύριο πυλώνα της Ε.Ε. καθότι, είναι οικονομικά ισχυρή.
Η πολιτική που κατόρθωσε να επιβάλλει στους λοιπούς ευρωπαίους εταίρους την προβάλλει ως υπερασπιστή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, (ΕΥΡΩ) παρά το γεγονός ότι από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις, απειλώντας πολλές φορές την κοινωνική ειρήνη σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα σε αυτές του Νότου.
Παράλληλα και ενώ έχει αναπτύξει σημαντική οικονομική συνεργασία με την Ρωσία, πρωτοστατεί στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της λόγω του Ουκρανικού ζητήματος ενώ γνωρίζει την σημαντική εξάρτησή της από το Ρωσικό Φυσικό Αέριο, που τόσο χρειάζεται η οικονομία της αλλά και το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των εξαγωγών της απορροφάται από τη Ρωσία.
Όμως μπορεί να αμφισβητείται πραγματικά η Ρωσία, όταν υπάρχει κίνδυνος να κλείσει την στρόφιγγα, που προμηθεύει αέριο όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε πάρα πολλές Ευρωπαϊκές χώρες;
Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν είναι πολλές ωστόσο αυτή η συμπεριφορά του Βερολίνου δείχνει ότι επιδιώκει με κάθε τρόπο, χρησιμοποιώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση (π.χ. Τρίτο ενεργειακό πακέτο) να σταματήσει την εξάρτηση της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης από το Ρωσικό Φυσικό Αέριο, που όμως για να γίνει αυτό θα χρειασθεί να βρεθούν νέοι προμηθευτές, αλλά και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές.
Μια πρώτη σκέψη θα πήγαινε στην προοπτική παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) ανεμογεννήτριες , φωτοβολταικά και που σε κάθε περίπτωση θα ευνοηθούν κυρίως οι Γερμανικές βιομηχανίες κατασκευής των.
Και ποιός δεν θυμάται το περίφημο “desert teck” της κας Μερκελ που ήθελε να αναπτύξει στην έρημο της ΛΙΒΥΗΣ και οδηγήθηκε οριστικά στις καλένδες με το λυντσάρισμα του Μ.Κανταφι.
Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι ΑΠΕ έχουν υψηλό κόστος κατασκευής και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούν να αντισταθμίσουν τη δυναμική απόδοση των υδρογονανθράκων.
Μία δεύτερη σκέψη θα ήταν η εισαγωγή Φ.Α. από την βόρεια Αμερική ιδιαίτερα τώρα που η άνοδος της τιμής του πετρελαίου επέτρεψε ώστε η παραγωγή στις ΗΠΑ από τα σχιστολιθικά πετρώματα να εκτιναχθεί και όχι μόνο να δύναται να καλύψει την εσωτερική ζήτηση, αλλά και να έχει τη δυνατότητα εξαγωγής τεράστιων ποσοτήτων, πράγμα που αποτυπώνεται στις συνεχείς πιέσεις του κου ΤΡΑΜΠ προς τις Ευρωπαικές χώρες και ειδικά προς τη Γερμανια να μειώσουν τις εισαγωγές Φ.Α. από τη Ρωσία προκειμένου να προωθηθεί το Αμερικανικό προιόν.
Αυτή όμως η προοπτική δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί άμεσα, διότι θα πρέπει προηγουμένως να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές ( τερματικοί σταθμοί) για την μετατροπή του σε LNG (υγροποιημένο Φ.Α.) προκειμένου να μπορεί να μεταφερθεί στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ αν ληφθεί υπ’ όψη και η ανάγκη απόσβεσης των απαραίτητων επενδύσεων ( ειδικά πλοία μεταφοράς του κλπ) θα διεμορφώνετο μια τιμή που μάλλον θα το καθιστούσε ασύμφορο.
Τέλος είναι πολύ αμφίβολο εάν η Γερμανία θα επιθυμούσε να αντικαταστήσει την ενεργειακή εξάρτησή της από την Ρωσία με αυτήν των ΗΠΑ-Καναδά και μάλιστα με μεγαλύτερο κόστος, δημιουργώντας παράλληλα συνθήκες να αυξηθεί και η όποια επιρροή που ασκείται πάνω της σήμερα, από τα Υπερατλαντικά οικονομικά και Στρατηγικά συμφέροντα.
Σε τρίτη σκέψη αναγκαστικά οδηγούμεθα στο ότι ο προσανατολισμός της πρέπει να στρέφεται προς ανατολάς ήτοι:
1. προς την Μεσόγειο, που όπως δείχνουν τα πράγματα υπάρχουν σημαντικά αποθέματα υδρογοναθράκων.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει φανεί κανένα επίσημο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα για την συμμετοχή της σε μελλοντική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής, ήδη και εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ασκεί καταλυτική επιρροή στη χώρα μας αλλά και στην Κύπρο.
Όσον αφορά την Κύπρο, σύμφωνα με τον σύμβουλο επί γεωπολιτικών θεμάτων της ρωσικής κυβέρνησης Α. Ντούνκιν η χώρα πέρασε στον έλεγχο της Τρόικα λόγω της αδράνειας της Ρωσικής διπλωματίας κατόπιν μιας στρατηγικής αντεπιχείρησης της ατλαντικής πτέρυγας της Ρωσικής ελίτ, που συμβούλευσε τον Ρώσο πρόεδρο ΠΟΥΤΙΝ να μην αναμειχθεί στις Κυπριακές υποθέσεις και να μείνει μακριά από την Ελληνική πολιτική.
Ωστόσο η πολυπλοκότητα αυτής της γεωγραφικής περιοχής, τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑΣ, σε συνδυασμό με τις σημερινές τιμές των υδρογονανθράκων μάλλον απαγορεύουν κάθε σκέψη για την οικονομική εκμετάλλευσή τους τουλάχιστον σε βραχύ χρονικό ορίζοντα.
2. Στη Μέση Ανατολή
Εδώ θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι κύρια επιλογή της θα μπορούσε να αποτελέσει το ΙΡΑΝ όπου υπάρχει το 10% των παγκόσμιων αποθεμάτων του πετρελαίου καθώς και το 17% των παγκόσμιων αποθεμάτων Φ.Α..
Και τούτο γιατί η χώρα αυτή ανεξάρτητα αν εξακολουθεί να υφίσταται την τιμωριτική πολιτική των ΗΠΑ, μάλλον έχει κατορθώσει να βγει από ένα καθεστώς 35ετούς διεθνούς αποκλεισμού και κυρώσεων που είχε επιβληθεί, πρωτοστατουσών των ΗΠΑ και του Η.Β.
Σήμερα μόνο οι ΗΠΑ πρωτοστατούν στην συνέχιση του αποκλεισμού και βέβαια αν το Η.Β. θελήσει να εισέλθει στην Ιρανική αγορά, θα πρέπει να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες ώστε να ξεπεραστεί η αμοιβαία καχυποψία και η παλιά έχθρα που εδράζεται και στην πολιτική των κυρώσεων και στις διαχρονικές παρεμβάσεις αλλά και στο αποικιοκρατικό παρελθόν.
Αντιθέτως η Γερμανία βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση, καθ’ όσον διατηρούσε για όλη αυτήν την περίοδο έστω και υποτονικά, μια οικονομική πολιτική εμπορικών συναλλαγών, που έχει όμως και βαθιές ρίζες που έρχονται από τον 19ο αιώνα όταν ακόμα η Γερμανική εταιρία SIEMENS είχε αναλάβει την εγκατάσταση της τηλεγραφικής γραμμής από το Λονδίνο στην Ινδία.
Όμως, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τους βαθείς δεσμούς της Ρωσίας με το ΙΡΑΝ, δεσμοί που έχουν σφυρηλατηθεί από τον χρόνο και που εδράζονται στη διαχρονική υποστήριξή του από την Ρωσία παρά την ύπαρξη διεθνών κυρώσεων εναντίον του, πράγμα για το οποίο είχε κατηγορηθεί η Ρωσία πολλάκις στο παρελθόν.
Έτσι λοιπόν, με βάση τις ιδιαίτερες σχέσεις που υφίστανται μεταξύ των, έχουν υπογραφεί Ρωσοιρανικά μνημόνια εμπορικών συναλλαγών και που σηματοδοτούν μία διαχρονικά άριστη οικονομική συνεργασία πολλών δις $ που εδράζεται στη βοήθεια της Ρωσίας για την κατασκευή Πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο εμπόριο, στην αγορά του πετρελαίου, του Φ.Α, των πετροχημικών αλλά και της δημιουργίας στο Ιράν εργοστασίου λιπασμάτων.
Βέβαια στο ερώτημα που προκύπτει, πώς η Ρωσία με τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου, να προβαίνει σε μία τέτοια εμπορική συμφωνία που να αφορά τα κατ’ εξοχήν εξαγώγιμα προϊόντα της.
Η απάντηση που μπορεί να δοθεί, είναι μόνο μία, να διοχετεύει την ποσότητα αυτή, σε αγορές της επιλογής της όχι μόνο διατηρώντας τες και μη επιτρέποντας την είσοδο σε νέους προμηθευτές, αλλά και ενισχύοντας την επιρροή της.
Τεκμαίρεται λοιπόν ότι σε προνομιακή θέση στην αγορά του Ιράν βρίσκεται η Ρωσία πράγμα που θέτει προς το παρόν τουλάχιστον τις Γερμανικές προσπάθειες σε δεύτερη μοίρα.
3. Ανατολική Ευρώπη, χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η γεωγραφική θέση αλλά και η μορφολογία του εδάφους της Γερμανίας που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη φυσικών εμποδίων στα σύνορά της, την κατέστησαν διαχρονικά ανασφαλή από την εποχή της ενοποίησής το 1871 και επιθυμώντας να δημιουργήσει συνθήκες στρατηγικής διασφάλισης των εδαφών της, επανειλημμένα στο παρελθόν είχε επιχειρήσει, καταπατώντας ακόμη και διακρατικές συμφωνίες, (Γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο, άλλως Σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότωφ) να αποκτήσει ζωτικό χώρο προς ανατολάς και ιδιαίτερα επί των Ουκρανικών εδαφών χωρίς να παραγνωρίζεται και η προσπάθεια απόκτησης πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Πρόσφτα και ανεξάρτητα από την κατάληξη, η ενέργεια για την ένταξη της Ουκρανίας και των άλλων πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών στην Ανατολική εταιρική σχέση στα πλαίσια της Ε.Ε. συμπλέει απόλυτα με τον στρατηγικό στόχο της να αποκτήσει καταλυτική επιρροή στις χώρες αυτές αποκτώντας παράλληλα και το εφαλτήριο για το μεγάλο άλμα της προς τον Καύκασο και τις χώρες της Ευρασίας.
Αν όμως αποτελεί Στρατηγική επιλογή της Γερμανίας η επέκταση προς ανατολάς, η Γερμανική ηγεσία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τους στενούς δεσμούς της Ρωσίας και τα ζωτικά συμφέροντα που έχει με τις χώρες που αυτή συνορεύει συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν και που -όπως δείχνουν οι κινήσεις της- σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να απεμπολήσει.
Όσον αφορά στις επιλογές της Ουκρανικής κυβέρνησης για πολιτική και οικονομική σύμπλευση με την Ε.Ε. τα γεγονότα και η περίπλοκη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μάλλον δεν θα της επιτρέψουν να επιλύσει το σύνθετο πρόβλημα του κράτους με συνέπεια η αστάθεια να συνεχιστεί για χρόνια και να αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις δεν είναι τίποτα άλλο από τις ανησυχίες των Γερμανικών Κυβερνήσεων να δημιουργήσουν συνθήκες ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η δυνατότητα παραγωγής βιομηχανικών αγαθών, αλλά και άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας αποτελεσματικά και συνεχώς, διοχετεύοντας, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής εκτός από τις χώρες της Ε.Ε. σε όλη την υδρόγειο πράγμα που ουσιαστικά συνετέλεσε στην επίτευξη ενός υψηλού βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου για τους κατοίκους της χώρας αυτής.
Όμως η διατήρηση σε υψηλό επίπεδο των εξαγωγών πέρα από το πρόβλημα των υδρογονανθράκων και την σε θεωρητικό επίπεδο προσπάθεια για απεξάρτησή της απο την προμηθεύτρια Ρωσία, εξαρτάται και από πρώτες ύλες που η Γερμανία δεν διαθέτει.
Για την κατανόηση του προβλήματος, αναφέρουμε ότι σύμφωνα με μια μελέτη παρελθόντων ετών που παρήγγειλε η Γερμανική κυβέρνηση και χαρακτηρίστηκε άκρως απόρρητη, τονίζεται, ότι αν η χώρα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην εισαγωγή 5 μεταλλευμάτων που προέρχονται κυρίως από την Αφρική του νοτίου ημισφαιρίου, τότε εκατομμύρια εργαζόμενοι στους τομείς της μεταλλουργίας, του αυτοκινήτου, της αεροναυπηγικής και της ναυπηγικής θα χάσουν την δουλειά τους. (πρόκειται για το χρώμιο, το μολυβδαίνιο, το βανάδιο, τον αμίαντο, και το μαγγάνιο.)
Η Γερμανική ηγεσία σταθμίζοντας τις ανάγκες τις χώρας και τους κινδύνους, που απορρέουν από τυχόν μελλοντική έλλειψη των πρώτων υλών, πράγμα που ενδεχομένως να απειλήσει ακόμα και την ύπαρξη της, προχωρά διαχρονικά με μέθοδο, στην εξάλειψη αυτής της απειλής και αφού μέσω του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, κατόρθωσε να προωθήσει τα συμφέροντά της και να επιβάλει την οικονομική της πολιτική στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσπαθεί να βρει τον τρόπο ώστε να εδραιώσει την παρουσία της αλλά και τα συμφέροντά της στους πόρους της Μ. Ανατολής, της Αφρικής αλλά και της Μεσογείου.
Όμως δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής της Γερμανικής ηγεσίας ότι στην σημερινή Μ. Ανατολή υφίστανται κυρίαρχες σχέσεις μεταξύ ΡΩΣΙΑΣ-ΙΡΑΝ, ΣΥΡΙΑΣ και άλλων χωρών της Μ.Ανατολής με τις οποίες συναλλάσσεται εμπορικά.
Επίσης κυρίαρχες σχέσεις υπάρχουν και μεταξύ χωρών της περιοχής με ΗΠΑ-ΗΒ που διατηρούν έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τον ευρύτερο χώρο και ιδιαίτερα για την Αφρική, όπου «μαίνεται ο πόλεμος» με τα Κινεζικά συμφέροντα.
Κατά συνέπεια ένα εγχείρημα για την απόκτηση δεσπόζουσας επιρροής σε περιοχές, που θα διασφάλιζε με διαφορετικό καθεστώς από το σημερινό, τα συμφέροντά της, θα έχει ανυπέρβλητες δυσκολίες υλοποίησης, ιδιαίτερα τώρα που η Ριζοσπαστική Ισλαμική απειλή έχει ισχυρά ερείσματα από το Αφγανιστάν μέχρι την Λιβύη επεκτεινόμενη και σε πολλές χώρες της Αφρικής ενώ τυχόν προσπάθεια προσεταιρισμού της θα ήταν ολέθρια.
Με βάση τα παραπάνω και προσπαθώντας να δώσουμε μια απάντηση στο ευρωπαϊκό αίνιγμα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε ότι υφέρπει μία αυξανόμενη καχυποψία
που εκδηλώνεται με την επιβολή κάποιων κυρώσεων ενθεν και ένθεν ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Γερμανία, με τη Ρωσία, πράγμα που αποτελεί προϊόν μιας εξωτερικής πολιτικής που ανεξάρτητα από που σχεδιάζεται, διαταράσσει τις ισορροπίες των τελευταίων 70 ετών.
Η πολιτική αυτή μάλλον εδράζεται στις επιδιώξεις της Γερμανίας να επιχειρεί σε περιοχές όπου βρίσκεται αντιμέτωπη πρωτίστως με τα Ρωσικά συμφέροντα και λιγότερο με τα Αγγλοαμερικανικά και βρίσκει προς το παρόν κύριο πεδίο δράσης στο χώρο της Μ. Ανατολής ενώ το γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ουκρανία που έχει ως έπαθλο την κυριότητα των μεγάλης χωρητικότητας ουκρανικών αγωγών διαμετακόμισης Φ.Α. κάτω από τις παγκόσμιες εξελίξεις ενός επαπειλούμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ των μεγάλων εμπορικών και οικονομικών δυνάμεων μάλλον έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι αναγκαστικά παραμένει στρατηγική επιλογή των Γερμανικών κυβερνήσεων η συνέχιση των εξαγωγών προς τις χώρες της Ε. Ε. που αποτελούν τον κύριο αποδέκτη των γερμανικών προϊόντων, πράγμα όμως, που θα πρέπει προηγουμένως να έχει υπάρξει αλλαγή στην υφιστάμενη πολιτική της λιτότητας, που άλλωστε με τα σημερινά δεδομένα έχει διαφορετική αφετηρία και επιπτώσεις για κάθε χώρα της Ε.Ε. καθώς επίσης θα πρέπει να αποτελεί και κύριο μέλημα των Γερμανικών κυβερνήσεων η αποφυγή μιας στρατιωτικής αναμέτρησης γύρω από τα σύνορά της, που βέβαια με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν ολέθριο αν προκληθεί.
Δημήτρης Α. Ζακοντίνος
Οικονομολόγος
MCs σε Αμυντικές & Στρατηγικές Σπουδές.
τ. αντιπροέδρουΕΛΙΣΜΕ (Eλληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών)