19 Μαΐου. Ημέρα της γενοκτονίας και του ξεριζωμού. Κι οι ρυτιδιασμένες γερόντισσες κι οι ασπρομάλληδες γέροντες ανέκραξαν: Ν’ αλί εμάς και βαϊ εμάς. Κι η φωνή τους κάτι σαν λυγμός, σαν παράπονο ψυχής, σαν μακρόσυρτο θανατικό μοιρολόι.
Ημέρα μνήμης και μνημόσυνου.
Η οικονομική ανάκαμψη των Ελληνοποντιων συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Όσοι επέζησαν από το μαχαίρι και τη φωτιά, από τις ασθένειες και τις κακουχίες υπήρξαν οι μάρτυρες. Ήταν η φωνή των νεκρών και των εγκλωβισμένων της Ανατολής. Σ’ αυτούς έλαχε η μοίρα να τους ιστορίσουν. Σ΄ αυτούς που με τον πόνο, μαχαίρι, στην καρδιά μπήκαν στους δρόμους της προσφυγιάς. Κι ύστερα οι βάρκες έπαιρναν τους ανθρώπους του ξεριζωμού. Κραυγή και θρήνος. Τότε ήταν που εκείνος ο πελώριος γέροντας, την ώρα που οι πρόσφυγες ολόγυρα θρηνούσαν, εκείνος σήκωσε το χέρι κατά την μεριά σου πατρίδα και έκανε ποίηση το θρήνο.
Τι να πούμε τώρα εμείς σπίτι της ανατολής. Ο λόγος μου φτωχός κι η σιωπή σου πέτρινη. Μα πρέπει να σώσουμε την μνήμη. Είναι η αξιοπρέπειά μας αυτή.
Ας γίνει λοιπόν το αίμα της προσφυγιάς άσβηστο καντήλι ειρήνης δικαιοσύνης και ισονομίας για όλους τους λαούς της γης.