49
Δὲν εἴχα τὴν τύχη νὰ γεννηθῷ Πόντιος… Δὲν μεγάλωσα μὲ τὸ πικρὸ γάλα τῆς γριᾶς Μάννας μου… Δὲν μὲ νανούρισε τὸ βουβὸ κλάμα τῆς χαροκαμένης γιαγιᾶς μου… Οὔτε δάκρυσα μπροστὰ σὲ Ἅγιες εἰκόνες τῶν μοναστηριῶν τοῦ ὅρους Μελᾶ… Γιατὶ … δεν εἴχα τὴν τύχη νὰ γεννηθῷ Πόντιος… Δὲν περπάτησα τὰ σοκάκια τῆς Κερασοῦντος… τῆς Σινώπης… τῆς Σαμψούντας… Ἐκεῖ… ποὺ ὁ Ἑλληνισμός (μου) χόρευε τὸν πόλεμο γύρω ἀπὸ τὶς φωτιές… Ἐκεῖ… ποὺ τὰ παλληκάρια τῶν καθαρόαιμων Ἑλλήνων ἔκοβαν ψωμὶ καὶ δεσμὰ μὲ τὸ ἴδιο σπαθί… Ἐκεῖ… ποὺ ἀκόμα μυρίζει καμένη σάρκα τῶν ἀδικοχαμένων συμΠατριωτῶν μου… Ναί… δὲν εἴχα τὴν τύχη νὰ γεννηθῷ Πόντιος… Κι ὅμως… ἄκομα δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσῳ γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἄλλοι «γιορτάζουν» τὴν 19η τοῦ Μαΐου ἐμένα ματώνει ἡ καρδιά μου… Κι ἂς μὴν γεννήθηκα Πόντιος.