Το όνομα Ισραηλίτες, προήλθε από τον Ιακώβ – Ισραήλ, ενώ Ιουδαίοι ονομάζονταν από την εποχή του Ιερεμία (6ος αι. π.Χ) όνομα που αναφερόταν αρχικά σε όσους ανήκαν στη φυλή Ιούδα, αλλά από την εποχή εκείνη έγινε συνώνυμο με τα ονόματα Εβραίοι και Ισραηλίτες. Το εβραϊκό όνομα Ιουδαίοι (στην εβραϊκή, Γεχουντίμ) διαδόθηκε πράγματι όταν η Βασιλεία του Ισραήλ διαιρέθηκε στο βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ και στο νότιο Βασίλειο του Ιούδα. Ο όρος αναφερόταν αρχικά στο λαό του νοτίου βασιλείου, αν και ο όρος Μπ’νέι Ισραέλ (bn’e’ Israél, (γιοι του Ισραήλ ή Ισραηλίτες) εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και για τις δύο ομάδες. Όταν οι Ασσύριοι κατέλαβαν το βόρειο βασίλειο αφήνοντας το νότιο βασίλειο ως το μόνο Ιουδαϊκό κράτος, η λέξη Γεχουντίμ σταδιακά επικράτησε να αναφέρεται στο λαό που είχε την Ιουδαϊκή πίστη ως σύνολο, παρά σε εκείνους συγκεκριμένα που προέρχονταν από την Ιουδαία. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Παλαιά Διαθήκη γενάρχης των Εβραίων ήταν ο Σημ, ο γιος του Νώε (Γεν.10-21). Η ονομασία τους, όμως, προέρχεται από τον Έβερ, απόγονο Σημ και του Νώε (Γεν. 10-24, 11 και 16-17). Η ιστορία τους ξεκινάει γύρω στο 2100 π.Χ, όταν ο γιος του ειδωλολάτρη Τεράχ, ο Αβραάμ, με την οικογένειά του (τη σύζυγο και ετεροθαλή αδελφή του Σάρα, τον πατέρα του και τον ανεψιό του Λωτ), άφησαν την Ουρ των Χαλδαίων και μετακινήθηκαν προς τη Μεσοποταμία, στη Χαρράν, όπου έζησε για πολύ καιρό και όπου πέθανε ο πατέρας του.
Εκεί, κατά τους χρόνους του Χαμουραμπί τον 18ο π.Χ αιώνα, ο Αβραάμ (ο πρώτος πατριάρχης του Ιουδαϊκού έθνους), πήρε την εντολή από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στη γη Χαναάν. Η πρώτη εγκατάστασή τους στην περιοχή φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, αν και η αιγυπτιακή κυριαρχία στην Παλαιστίνη τους περιόρισε αναγκαστικά στις ορεινές της περιοχές. Δεύτερος πατριάρχης των Ισραηλιτών ήταν ο Ισαάκ, γιος του Αβραάμ. Ακολούθησε ο Ιακώβ, γενάρχης των 12 φυλών του Ισραήλ (Γεν.42-5,45-21). Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ, όνομα που έγινε αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων, όπως προαναφέρθηκε. Οι γιοι του Ιακώβ πούλησαν τον αδερφό τους Ιωσήφ σε εμπόρους, κι αυτοί με τη σειρά τους στην Αίγυπτο. Εκεί ο Ιωσήφ αναδείχτηκε σε σύμβουλο του Φαραώ. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής, η ξηρασία και η πείνα που ακολούθησαν, ανάγκασαν τ’ αδέρφια του να εγκαταλείψουν τη χώρα και να μεταβούν στην Αίγυπτο. Εκεί εγκαταστάθηκαν στη Ραμεσσή. Οι συνθήκες ζωής εκεί ήταν αρχικά καλές, αλλά μετά από πολλά χρόνια όταν οι επόμενοι φαραώ είχαν ξεχάσει τον Ιωσήφ, χρησιμοποίησαν τους Ισραηλίτες ως δούλους και τους ανάγκασαν να δουλεύουν σε καταναγκαστικά έργα για να τους αφανίσουν, διότι φοβήθηκαν την αύξηση του πληθυσμού τους.
Ο Μωυσής, με εντολή του Θεού, ανάγκασε το Φαραώ, με τις καταστροφές που έπληξαν την Αίγυπτο, να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη χώρα, μετά από 430 χρόνια στην Αίγυπτο. Όλοι οι Ισραηλίτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ετοιμάστηκαν κι έφυγαν από τη χώρα με μπροστάρηδες τους πολεμιστές, που ήταν εξακόσιες χιλιάδες και διασχίζοντας μια περιοχή ρηχών λιμνών – όπου αργότερα ανοίχθηκε η διώρυγα του Σουέζ – κατέληξαν στη λιθοσπαρμένη γυμνή χερσόνησο του Σινά, τη βιβλική έρημο. Μετά δε, από την ταλαιπωρία και την περιπλάνηση στην έρημο, έφτασαν στο όρος Σινά, όπου ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό και πήρε από το Θεό τις «Δέκα Εντολές». Κατά το δεύτερο χρόνο μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, κατά την απογραφή που έγινε στο Σινά, το σύνολο των Ισραηλιτών που απογράφηκαν κατά φυλές και στρατιωτικές μονάδες, οι άντρες από 20 ετών και πάνω, ήταν 603.550 άντρες (Αριθμοί 1,1-46). Κατόπιν απογράφηκαν όλα τα αρσενικά παιδιά της φυλής Λευΐ από ενός μηνός και πάνω. Σύμφωνα με την απογραφή οι Λευίτες ήταν 22.000 άτομα (Αριθμοί 3,14-39).
Είναι αλήθεια πως η μακρόχρονη παραμονή στην έρημο, σε συνδυασμό με το Νόμο που παρέλαβαν από το Θεό, συνέβαλε στο να εξελιχθούν σε έναν ομοιογενή – ξεχωριστό λαό. Μετά από 40 χρόνια περιπλάνησης στην έρημο, οι Ισραηλίτες με επικεφαλής τον Ιησού του Ναυή εισέβαλαν στη Χαναάν, στη Γη της Επαγγελίας. Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, έγινε η δεύτερη απογραφή και οι Ισραηλίτες ανέρχονταν σε 601.730 άντρες (Αριθμοί 26-51). Έπειτα από τη διάβαση του Ιορδάνη οι Ισραηλίτες χρειάστηκαν να πολεμήσουν με διάφορους λαούς, που στάθηκαν εμπόδιο στο δρόμο τους. Οι λαοί αυτοί είχαν πολιτείες με ισχυρά τείχη και πολεμιστές πολλούς και δυνατούς. Όμως, με τη βοήθεια του Κυρίου κατόρθωσαν να τους νικήσουν.
Τα όρια της χώρας, που υποσχέθηκε ο Θεός στους Ισραηλίτες, εκτεινόταν από την Ερυθρά θάλασσα ως τη Μεσόγειο θάλασσα και τη χώρα των Φιλισταίων, και από την έρημο Σουρ ως τον Ευφράτη (Έξοδος 23-31). Από την εγκατάστασή τους στη Χαναάν ακολουθεί μια αρκετά ταραχώδης και επικίνδυνη περίοδος για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, που εξακολουθούν πάντα να ζουν στα πλαίσια μιας εντελώς χαλαρής πολιτικής ενώσεως. Είναι μια εποχή αδιάκοπων αγώνων εναντίον πολλών και ποικίλων εχθρών, σημαντικότεροι από τους οποίους υπήρξαν οι Φιλισταίοι, οι οποίοι μάλιστα και ίδρυσαν ισχυρότατο βασίλειο, στο οποίο τελικά οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να υποταχτούν. Σ’ αυτή την περίοδο των ταραχών και των κινδύνων και σε στιγμές έκτακτης ανάγκης ο Θεός τους έστελνε στρατιωτικούς αρχηγούς, για την αντιμετώπιση των εχθρών. Τους αρχηγούς αυτούς τους ονόμαζαν Κριτές και όλη η περίοδος λέγεται περίοδος των Κριτών. Τελευταίος των Κριτών υπήρξε ο Σαμουήλ, που με την αποχώρησή του και με απαίτηση του λαού έχρισε ως βασιλιά το Σαούλ. Από το σημείο αυτό (τέλος δεύτερης χιλιετηρίδας) χρονολογείται η δημιουργία για πρώτη φορά ισχυρού και ενωμένου βασιλείου των Εβραίων.
Ηλίας Κ Μάρκου
15