Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα, μόνι να σας πω τι γίγκιν σήμιρα..
Τ΄ χαραή, κόμα δεν είχαμι σώσ΄ τουν καφέ μι τ΄ μπάμπου μ΄, κι άξα ένα ρόποτο στ΄ν πόρτα. Σκώθκα να ιδώ ποιος είνι. Ώσπου να βγάλω το μάνταλο, κι τ΄ φούρκα, ουπίσ΄ από τ΄ν πόρτα, αυτός απού ήταν όξου, ροποτούσι χουρίς σταματμό. Ανοίγου κι γλέπου ένα κουρτσούλ΄. Είχι ρθεί του μπήραβου απού τ΄ν Αθήνα, κι είχι μελανιάσ΄ από τον ψόφον που είχι. Είχι κι ένα παντελόν΄ παρταλιασμένου, από τ΄ αυτά που βάνουν οι μκρές κι το σκάνιαζα, μόνι που του γλιπα.
Τ΄ν είπα τι γύριβιν κι μ΄ είπιν ότι είχι ρθει για τ΄ν απογραφή. Ιγώ άξα για απογραφή κι παντέχαινα ότι θα τ΄ν έφκιαναν οι γραμματκοί, όπως γένταν σ΄ όλ΄ τ΄ ζωή μ΄ κι καητιρούσα του Λία του Μανιάτ΄ να ρθει, αλλά μ΄ είπιν ότι αυτά τα φκιάν΄ μια εταιρεία από τ΄ν Αθήνα.
Θιαμάχκα μι τ΄ αυτό απού γένταν, γιατί αυτήν τη δλειά καλό είνι να τ΄ φκιάν ου γραμματκός που ξέρ΄ κι τς ανθρώπ΄ απού θα απογράψ΄. Το μαξούμ΄ αυτό δεν ήξιρι ούτι που βρίσκνονταν. Μη γύριψι να τ΄ν πω σι ποια σπίτια κάνταν ανθρώπ΄ κι τ΄ν είπα πως θα πάει στουν καθ΄ έναν. Ιγώ τ΄ν ήλιγα για τουν κάτ΄ το μαχαλά κι αυτό μ΄ ήλιγι άμα μπορούσα να του δώκου συντεταγμένες για να πάει. Που να ξέρου ιγώ από συντεταγμένες; Του λιγα να πάει ίσια σιακάτ΄ κι δε νογούσι! Του δειχνα τ΄στράτα κι αυτό μ΄ ήλιγι να τ΄ δείξου στο γκούγκλ μάπς. Που να ξέρου ιγώ από γκούγκλ μάπς; Ένα φέισμπουκ απού έχω κι αυτό τα αγκόνια μ΄ μι το φκιακαν! Κι έδωκα σι έναν κι τς κωδικοί, άμα μι βρει τίποτας, να το συνεχίσ΄!
Μι τα πουλλά, μ΄ άφκιν ένα χαρτί μι τουν κωδικό απογραφής κι κίντσι για τ΄ Κούζου του σπίτ΄. Τ΄ν είπα να πάρ΄ καμιά πέτρα να μη είνι κα΄ να σκλί στ΄ στράτα κι μ΄ είπιν ότι δε χρειάζ΄, γιατί έχ΄ λέιζερ που διώχν τα σκλιά. Ιγώ παρακαλούσα μόνι να μη είνι απουλμένους ου Καλέης γιατί από το ξεκσμένο το παντελόν΄ απού ήταν ντμέν΄, θα απόμνισκι μόνι η λουρίδα. Που καταλαβαίν΄ ου Καλέης απού λέιζερ;
Σαν έφυϊ, ήφιρι η μπάμπου του λάπτοπ, για να απογραφούμι μοναχοί μας. Από τ΄ μιαν οι κωδικοί απού ήθιλι, από τ΄ν άλλ΄ τα όσα γύριβι, μας έφαγαν ώρες άσωτες! Για όλα μας ρωτούσι! Άμα έχουμι κακάβ΄ ή καζανάκι στου χαλέ, που είνι ου χαλές, πόσες πυροστιές έχ΄η μπάμπου. Απογραψάμι κι τουν Ψαρρή, του σαμάρ΄, του φόρτωμα, τα ζυγκιά, τουν κλούτσου κι είμασταν κόμα στ΄ν αρχή.
Το δειλνό, παλευάμι κόμα μι τ΄ν απογραφή, όταν θμήθκι η μπάμπου, ότι ούτι μαείριψι, ούτι εφαγάμι του γιόμα. Τα χαϊβάνια ήταν νηστκά κι απότστα κι ου Ψαρρής ήταν κόμα στ΄ αχούρ΄. Γινάτωσα κι πήρα του χαρτί τα απογραφής κι του πουλιόμσα στο τζιάκι. Η μπάμπου φώναζι κι ήλιγι ότι θα μας κλείσουν φυλακή κι ιγώ κίντσα να πάω να ποτίσω τον Ψαρρή. Βγαίντας από το σπίτ΄, άξα σκλιά να γκαμπγκαλνούν κι πήρα κι τ΄ν κρανιά, κι τι να ιδώ! Ουπάν΄ στ΄ Γούλα το ντβάρ΄ ήταν του κουρτσούλ΄ μι του ξεκσμένο το παντελόν΄ κι ουπκάτ΄ ήταν καμιά δεκαριά σκλιά κι γκαμπγκαλνούσαν. Πάλευε του μπήραβου να τα διώξ μι του λέιζερ κι όσο αυτά ήγλιπαν του λέιζερ τόσο χνιούνταν κα του ντβάρ΄!
Σα ζιούγουσα μι τ΄ν κρανιά, έκαμαν πέρα όλα τα σκλιά κι του κουρτσούλ΄ μι ρωτούσι, άμα έχ΄ λειζερ η κρανιά. Τ΄ν είπα τι εκαμάμι μι του χαρτί κι μ΄ είπιν ότι δεν πειράζ΄ γιατί για όποιον δεν απογραφτεί, θα ρθει τ΄ν άλλ΄ τ΄ βδομάδα, να τον απογράψ΄ μι του χαρτί. Του πήρα κι στου σπίτ΄, να του φκιάσ΄ ένα τσιάϊ η μπάμπου, γιατί ήταν όλ΄ τ΄ μέρα ουπάν στου ντβάρ΄ κι ξιπάηασιν. Έφυϊ, μας χιρέτσιν κι τ΄ν καητιρούμι τ΄ν άλλ΄τ΄ βδομάδα να απογραφτούμι στου χαρτί σαν ανθρώπ΄. Τ΄ν έδωκα κι δώρο μια κρανιά, γιατί είχι να πάει κι σι άλλα χουριά κι τα σκλιά που θα να βρισκι, μπορεί να μη του ξεραν του λέιζερ΄!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα