banner
banner
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
banner
banner

ΑΡΘΡΑ (ΘΩΜΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ)

0 comment 106 minutes read

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Διαχρονική απάντηση στην κ.  Ρεπούση
Από τη διάλεξη του Προέδρου του Οργανισμού Διεθνοποίησης της Ελληνικής Γλώσσας (Ο.Δ.Ε.Γ.  Θεσσαλονίκης) Καθηγητή του Α.Π.Θ. Dr. Θωμά Σαββίδη, στην Ελληνική Κοινότητα  Τζέντας της Σαουδικής Αραβίας. (27-1-2000)

H γλώσσα κάθε λαού αποτελεί ένα λαμπρό κόσμημά του που δηλώνει ταυτόχρονα και το  ύψος του πολιτισμού του. Όσο αναπτύσσονται οι λαοί τόσο καλλιεργούνται και  βελτιώνονται oι γλώσσες τους. Όλες οι γλώσσες των λαών είναι σεβαστές είτε αυτοί  είναι ανεπτυγμένοι πολιτιστικά είτε όχι. Γι΄ αυτό και η γλωσσομάθεια έχει μεγάλη  σημασία για τη ζωή και την πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου. Όποιος, λέει ο  Γκαίτε, δεν ξέρει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει τίποτε από τη δική του. ΄Όταν, στον ελληνικό χώρο, οι ειδήμονες καθηγητές γλωσσολόγοι, αρχαιολόγοι,  ιστορικοί κ.λ.π. ομιλούν για την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας και το βαθμό που  επηρέασε τις ευρωπαϊκές, αυτό ίσως να φαίνεται υπερβολή που υπαγορεύεται από  υπέρμετρη αγάπη για το αντικείμενό τους ή από εθνικιστικούς λόγους. Πολλές φορές  μάλιστα κάθε προσπάθεια διατήρησης ή προβολής της γλώσσας μας, αντιμετωπίζεται,  από ορισμένους, με ειρωνεία και με χαρακτηρισμούς της μορφής του  «καθαρευουσιανισμού», του «εθνικισμού» ή της «έλλειψης προοδευτικότητας». Ο ρόλος όμως της γλώσσας είναι μία καθοριστική παράμετρος στην ιστορική πορεία  ενός έθνους. Δεν μπορεί να υπάρξει πορεία στο μέλλον, χωρίς να γνωρίζουμε την  πορεία μας στο παρελθόν. Και ένα από τα χαρακτηριστικά και αναλλοίωτα σημάδια  αυτής της πορείας είναι η γλώσσα μας. Ο Ηρόδοτος, εξιστορώντας το μεγάλο επίτευγμα της πρόσκαιρης ένωσης της Ελλάδος  ενάντια στους Πέρσες εισβολείς κατά τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, τοποθετεί στο  στόμα της επιτροπής των Αθηναίων τη δήλωση ότι ανάμεσα σε άλλα που ένωναν του  Έλληνες στην αντίστασή τους κατά των βαρβάρων ήταν η ίδια η γλώσσα: «το  Ελληνικόν, εόν ομαιμόν τε και ομόγλωσσον» (η ελληνική κοινότητα, που είχε κοινό  αίμα και κοινή γλώσσα). Ένα αρνητικό παράδειγμα για την σημασία της γλώσσας στην ιστορική πορεία και  εξέλιξη ενός έθνους θα μπορούσε να αντληθεί από την ομιλία του αμερικανοεβραίου  τέως υπουργού εξωτερικών των Η.Π.Α. το Σεπτέμβριο του 1994, στη διάρκεια τελετής  βράβευσής του από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των Η.Π.Α. στην  Ουάσιγκτον: «Ο Ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον  πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη  γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να  εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει,  για να μη μας παρενοχλεί στην Ανατολική Μεσσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή  τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των  Η.Π.Α.». Σύμφωνα με έγκυρες πηγές και επισταμένες μελέτες η ελληνική γλώσσα είναι η  πλουσιότερη του πλανήτη. Συγκεκριμένα η Marianne – Irene Mc Donald, από το Santa  Fe της Καλιφόρνιας, που ασχολείται με την ελληνική γλώσσα καταμέτρησε 6.000.000  λέξεις ενώ για την Αγγλική αναφέρει 100.000 λέξεις. Η διαφορά αυτή φαντάζει  υπερβολική, όμως θα πρέπει να αναλογισθεί κανείς ότι μόνο στα δύο έργα του  Ομήρου, τα οποία μάλιστα γράφτηκαν στα πρώτα στάδια της εξέλιξης της ελληνικής  γλώσσας, μετρήθηκαν 8.102 διαφορετικές λέξεις. Εκτός από τον ασύγκριτα τεράστιο αριθμό «η ελληνική γλώσσα συγκεντρώνει τον  πλούτο και την ομοιογένεια της γερμανικής, τη σαφήνεια της γαλλικής, τη  μουσικότητα της ιταλικής και τη λυγεράδα της ισπανικής». Η εκτίμηση αυτή ανήκει  στον γάλλο ποιητή και λόγιο Claude Fauriel (1772 – 1884). Η Ελληνική είναι μια ανεξάντλητη γλώσσα, που όχι απλώς έχει επιβιώσει επί 3.000  χρόνια, παρ’ όλες τις περιπέτειες του έθνους μας αλλά ζει και μέσα από άλλες,  κυρίως ευρωπαικές, γλώσσες. Στην ιστορία των 4.000 χρόνων που μιλιέται, και των  3.000 χρόνων που γράφεται η γλώσσα μας, δεν είχε πάντα το ίδιο λεξιλόγιο. Αυτό  συρρικνώνονταν σε περιόδους κατακτήσεων και πλουτίζονταν σε περιόδους  ελευθερίας. Τα έπη του Ομήρου δεν είναι μόνο το αρχαιότερο ευρωπαΐκό ποίημα, αλλά αποτέλεσαν  το πρωτότυπο για πολλούς μετέπειτα ποιητές όπως Ο Βεργίλιος, ο Δάντης, ο Μίλτον  κ.λ.π. Ακόμα και στους σύγχρονους όπως ο Derek Walcott από τις δυτικές Ινδίες  που τιμήθηκε μάλιστα με το βραβείο λογοτεχνίας το 1992, είναι αισθητή η έντονη  επιρροή του Ομήρου, όπως βέβαια και ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία δηλώνει. Στις  λέξεις και τις ρίζες της ομηρικής διαλέκτου στηρίζεται όχι μόνο η σύγχρονη  καθομιλουμένη των Ελλήνων, αλλά και ολόκληρη η ευρωπαϊκή ομοιογλωσσία. Από την μακρινή εκείνη εποχή δεν έχει τίποτε αλλάξει. Οι «Έλληνες» του Ομήρου,  οι «Παναχαιοί», μιλούσαν την ίδια ακριβώς γλώσσα που μιλούν και οι σημερινοί  Έλληνες χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις και εκφέροντας τον ίδιο λόγο. Οι  χρήστες της ελληνικής γλώσσας, παράλληλα με το διαθέσιμο σημερινό γλωσσικό  υλικό, έχουν τη δυνατότητα να αντλούν κατά περίπτωση από το βαθύ γλωσσικό  παρελθόν τους και να ενεργοποιούν λέξεις σύμφωνα με τους μορφολογικούς και  συντακτικούς νόμους της σημερινής μορφής της γλώσσας τους. Ένας θησαυρός λέξεων  έρχεται από το παρελθόν και χύνεται στην κοίτη του νεοελληνικού λόγου. Η νέα μας γλώσσα, θα πει, είναι η ίδια η αρχαία που αδιάκοπα μιλημένη από το  ελληνικό έθνος για χιλιάδες χρόνια, από χείλη σε χείλη και από πατέρα σε παιδί,  έφτασε ως εμάς. «Από τη εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, γράφει ο  Σεφέρης, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Και ο άλλος  μας νομπελίστας, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα πει στο λόγο που εκφώνησε στη Στοκχόλμη  το 1979, την ημέρα που του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ: «Μου δόθηκε να γράψω,  αγαπητοί φίλοι, σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια  ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά μια γλώσσα που μιλιέται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς  διακοπή και με ελάχιστες διαφορές…. Η χώρα μου είναι είπε, μικρή σε έκταση  χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου». Με την πάροδο του χρόνου η γλώσσα αυτή μεταπλάσθηκε και μετεξελίχθηκε μέσω των  περίφημων διαλέκτων, της Αιολικής, της Δωρικής, της Αττικής, της Ιονικής και  τελικά της λεγόμενης Επικής. Ύστερα η γλώσσα μορφοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε  περαιτέρω κατά την κλασική περίοδο και επεκτάθηκε στα τετραπέρατα του κόσμου  κατά την ελληνιστική περίοδο. Εν συνεχεία διαδόθηκε μέσω της λατινικής προς όλες  τις μετέπειτα ευρωπαϊκές γλώσσες οι οποίες δανείσθηκαν την μεγαλύτερη δυνατή  παρακαταθήκη λέξεων, ριζών και λημμάτων της ομηρικής διαλέκτου η οποία,  σημειωτέον, περιελάμβανε και λέξεις άγνωστες σε μας ως μη χρησιμοποιηθείσες υπό  του Ομήρου αλλά διαιωνισθείσες από τον μετέπειτα Ελληνισμό. Ο Ισοκράτης λέει πως ο ελληνικός πολιτισμός υψώθηκε τόσο πολύ και επικράτησε  τόσο πλατιά στον κόσμο, ώστε το όνομα Έλληνας να μη σημαίνει πια την καταγωγή,  παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Είναι φανερό δηλαδή ότι το όνομα Έλληνας από τον  4ο π.Χ. αιώνα ακόμη υπερβαίνει τη φυλετική και την εθνογραφική του σημασία και  ταυτίζεται με τον άνθρωπο της παιδείας είτε αυτός είναι Έλληνας είτε όχι. Οι κατακτητές ρωμαίοι μαγεύτηκαν από την ελληνική γλώσσα και σε κάθε ευκαιρία  έσπευδαν να ακούσουν τους Έλληνες ρήτορες οι οποίοι «ελάλουν ως αηδόνες».  Αντίθετα παραξενεύονταν από τον θαυμασμό ορισμένων Ελλήνων προς τους Ρωμαίους  τους οποίους κοροϊδευτικά αποκαλούσαν «γραικύλους». O ρωμαίος ρήτορας Κικέρων  επισκεύτηκε την Ελλάδα προκειμένου να καλλιεργήσει την ρητορική του ικανότητα.  Γοητευμένος από την ελληνική γλώσσα έλεγε: «ει οι θεοί διαλέγονται την των  ελλήνων γλώτταν χρώνται». Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος, προτίμησε να γράψει τα απομνημονεύματά του στην  Ελληνική και όχι στη μητρική του γλώσσα. Αυτή η επιλογή παρείχε μεγαλύτερη  δυνατότητα έκφρασης και ομορφιάς και ίσως στο μυαλό του αυτή η βιογραφία να  ταυτιζόταν με τα ομηρικά έπη. Τα τελευταία λόγια του Καίσαρα «και σύ τέκνον  Βρούτε» δεν ήταν λατινικά όπως συνήθιζε αλλά ελληνικά. Έτσι εξέφρασε με τον πιο  έντονο τρόπο τα τραγικά συναισθήματα που τον διαπέρασαν ταυτόχρονα με το φονικό  όργανο. Ο Μάρκος Αυρήλιος κρατούσε στα ελληνικά το προσωπικό του ημερολόγιο όπου  κατέγραφε τις σκέψεις του. Στις μετέπειτα εποχές παρά τον οθωμανικό σκοταδισμό η ελληνική γλώσσα απετέλεσε  κυρίαρχο εργαλείο των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης. Πίστευαν ότι η σπουδή  του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ενεργοποιεί λανθάνουσες δυνάμεις, που υπάρχουν  μέσα στον σύγχρονο άνθρωπο, τις οποίες ο ίδιος γνωρίζει ότι υπάρχουν αρκεί να  ασχοληθεί μαζί τους. Ας δούμε όμως με συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία την επιρροή της ελληνικής στις  άλλες γλώσσες ξεκινώντας από την περισσότερο διαδεδομένη σήμερα γλώσσα στον  πλανήτη την αγγλική. Με μία πρώτη συστηματική καταμέτρηση των ελληνικών λέξεων  σε ένα από τα λεξικά της καθομιλουμένης, ο αριθμός τους λέξεων έφθασε τις 6.500.  Αν προχωρήσουμε και στην επιστημονική ορολογία, καλύπτοντας σημαντικό τμήμα της,  θα φανεί περισσότερο σφαιρικά ο βαθμός επίδρασης της γλώσσας μας στην Αγγλική.  Είναι προφανές ότι η συμμετοχή της Ελληνικής στην επιστημονική ορολογία, είναι  πολύ μεγαλύτερη, απ’ ότι στα λεξικά της καθομιλουμένης. Όμως πολλοί  επιστημονικοί όροι, ιδίως της Ιατρικής, ενώ περιλαμβάνονται μόνο στα  επιστημονικά λεξικά, εν τούτοις είναι ευρύτερα γνωστοί και στην καθομιλουμένη  π.χ. αρτηριοσκλήρωση, ανεύρυσμα, αρθραλγία, δερματοπάθεια, μαστεκτομή κ.α. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι δανεισμοί των άλλων γλωσσών προέρχονται από μία  «αφηρημένη και νεκρή αρχαία Ελληνική». Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική  πλειοψηφία των δανεισμών αυτών είναι λέξεις που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία  Ελληνική, χρησιμοποιουνται, όμως και στη νέα Ελληνική π.χ. bradyglossia,  bradylogia, pandemy, cachexy, chrematistic, criterion, dysecoia, dysgraphia,  dyspepsia, thalassocracy, thalposic, cacophony, calligraphy, chthonian, panacea,  psalm, mania, oekosite, ostracism, cacosmia, thaumaturgy, diasyrm, κ.α. Αυτό,  απλά δείχνει τη διαχρονικότητα της ελληνικής, που ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται,  να γράφεται και να μιλιέται με το ίδιο ετυμολογικό. Αναφέρουμε ένα απόσπασμα του Άγγλου καθηγητού της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο  του Λονδίνου, R. H. Robins, από το βιβλίο του «Σύντομη Ιστορία της  Γλωσσολογίας»: «Φυσικά, δεν είναι μόνο στη γλωσσολογία όπου οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι για  την Ευρώπη. Στο σύνολό της, η πνευματική ζωή της Ευρώπης (η φιλοσοφική, ηθική,  πολιτική, και αισθητική σκέψη της) ανάγεται στο έργο των Ελλήνων στοχαστών,  ακόμη και σήμερα, επιστρέφουμε αδιάκοπα στην ελληνική κληρονομιά για να βρούμε  ερεθίσματα κι ενθάρρυνση. Ο σημερινός άνθρωπος αισθάνεται αναντίρρητα να τον  συνδέει με τους Έλληνες μια πνευματική συγγένεια που δεν νιώθει με κανένα  προηγούμενο ή σύγχρονο πολιτισμό. Πιθανώς δε θα μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα ποιες  περιβαλλοντικές, πολιτισμικές και βιολογικές συνθήκες προκάλεσαν αυτή τη λαμπρή  άνθηση του ανθρώπινου πνεύματος στην κλασική Ελλάδα. Αυτό όμως δε μειώνει  καθόλου την ευγνωμοσύνη μας για τα όσα επιτελέστηκαν». Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα στην χώρα μας άγγιξε αυτόν το βαθμό τελειότητας  επειδή εδώ έτυχε να ζήσουν κάποια φωτισμένα μυαλά όπως οι Αριστοτέλης, Όμηρος,  Πραξιτέλης, Θουκυδίδης, Δημόκριτος, Ιπποκράτης, Ευκλείδης, Αισχύλος, Σοφοκλής,  Ευριπίδης, Πλάτωνας κ.α. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά τα φωτεινά μυαλά. Οι αρχαίοι  Έλληνες με την πλούσια φαντασία τους και το εξαιρετικά εφευρετικό πνεύμα τους  ήταν και γλωσσοπλάστες. Η δύναμη αλλά και η ομορφιά της γλώσσας μας και των λέξεών της, εν μέρει  έγκειται στο ότι είναι πιο εύηχες από αντίστοιχες λέξεις άλλων γλωσσών. Εν  μέρει, στον τεράστιο πλούτο των λημμάτων και των συνωνύμων της, που δίνουν τη  δυνατότητα στο χρήστη της να κυριολεκτεί. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λένε οι  Αμερικανοί όταν αντιμετωπίζουν πρόβλημα κυριολεξίας «οι Έλληνες έχουν την  κατάλληλη λέξη» (the Greeks have word for it). Η λέξη π.χ. λακωνικός, δεν είναι  μία λέξη που σημαίνει απλά σύντομος, όπως το Αγγλικό brief. Προήλθε από τον  τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των Σπαρτιατών, και στην έννοιά της περικλείεται η  απλότητα, η λιτότητα, η φυσικότητα και μία θεώρηση του κόσμου και της ζωής όπως  οι ίδιοι την ήθελαν και την αντιλαμβάνονταν. Ένα ακόμη παράδειγμα. Η νοσταλγία  δεν είναι απλά μια «επιθυμία και ενθύμηση». Δεν είναι συμπτωματικό άλλωστε ότι οι βασικές έννοιες σκέψης και έκφρασης στην  Αγγλική-αλλά  και στις άλλες Ευρωπαϊκές γλώσσες- είναι λέξεις καθαρά Ελληνικές:  analysis (1667), synthesis (1611), antithesis (1529), problem (1382), hypothesis  (1596), method (1541), theory (1605), practice (1553), empiric (1605), paradigm  (1483), music (1250), orchestra (1606), melody (1569), rhythm (1557), harmony  (1532), rhapsody (1542), organ (1000), hypocrisy (1225), theater (1374), drama  (1515), tragedy (1374), comedy (1374), poetry (1447), lyrism (1859), symptom  (1398), diagnosis (1681), therapy (1846), politic (1420), democracy (1531),  tyranny (1374), anarchy (1539), despotism (1727), oligarchy (1577), idea (1430),  ideology (1796), logic (1362), dilemma (1656), category (1588), program (1633),  system (1638), organization (1432), etiology (1656), symbol (1450), syllable  (1384), phrase (1530), dialect (1551), dialogue (1551), theme (1300), theorem  (1551), axiom (1485), physic (1390), energy (1581), plastic (1632), meter (900),  machine (1549), metal (1300), mass (900), magic (1386), myth (1838), mystery  (1315), phenomenon (1639), period (1413), phase (1812), dynamic (1827), fantasy  (1382), crisis (1543), criterion (1647), dogma (1600), psalm (961), bible  (1095), church (825), martyr (900), liturgy (1560), orthodox (1630), catholic  (1551), hymn (1667), symmetry (1563), assymetry (1652) panic (1420), mania  (1607), aesthesis (1879). Οι αριθμοί  στις παρενθέσεις δείχνουν τη χρονολογία που για πρώτη φορά οι λέξεις αυτές  εμφανίζονται σε Αγγλικό κείμενο. Βλέποντας κανείς λέξεις της εποχής του Ομήρου  και του Αριστοτέλη να εισάγονται στην Αγγλική μετά από 15 ή 17 αιώνες, δεν  μπορεί να μην εκτιμήσει την προσφορά αυτής της γλώσσας στην εξέλιξη της  ανθρωπότητας και βέβαια τη βαριά κληρονομιά που κουβαλάμε. Η καταγραφή και μόνο των κυριώτερων κλάδων των επιστημών, στην αγγλική αλλά και τις άλλες  γλώσσες, μας δίνει ανάγλυφα το εύρος της επίδρασης  αυτής: Aetiology, Anemology, Angiology, Anthropology, Astrology, Astronomy, Biology,  Botany, Bryology, Cardiology, Carpology, Cetology, Chemistry, Chorology,  Chronology, Cosmology, Craniology, Cryptology, Dactylology, Dendrology,  Deontology, Dermatology, Ecology, Economics, Endocrinology, Entomology,  Epidemiology, Epistemiology, Eschatology, Ethnology, Ethology, Etymology,  Genealogy, Geodesy, Geography, Geology, Geometry, Gerontology, Glottochronology,  Gynaecology, Haematology, Helminthology, Herpetology, Hippology, Histology,  History, Horology, Hydrology, Hypnology, Ichtyology, Lexicology, Limnology,  Lithology, Logic, Malacology, Mathematics, Mechanics, Meteorology, Metrology,  Mycology, Myology, Myrmecology, Mythology, Nomology, Nosology, Odontology,  Oenology, Oncology, Oneirology, Ontology, Oology, Ophiology, Ophthalmology,  Ornithology, Orology, Osteology, Otology, Paedology, Palaeontology, Pathology,  Pedology, Penology, Petrology, Pharmacology, Philoogy, Phrenology, Physics,  Physiology, Phytology, Pdology, Penology, Petrology, Pharmacology, Philology,  Phrenology, Physics, Physiology, Phytology, Psephology, Psychiatrics,  Psychology, Pteridology, Philosophy, Rhinology, Scatology, Seismilogy,  Selenology, Semiology, Speleology, Stomatology, Teratology, Theology, Topology,  Toxicology, Tribology, Zoology, Zymology, κ.α. Όμως δεν είναι το όνομα και μόνο  κάποιας επιστήμης ελληνικό. Ελληνική είναι και η ορολογία που  χρησιμοποιεί αυτή για την περιγραφή και την εξέλιξή της. Ο λόγος είναι ότι οι  Έλληνες δεν βάπτισαν απλά τις επιστήμες αλλά τις δημιούργησαν, τις καλλιέργησαν  και τις παρέδωσαν στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλοί θεωρούν ότι μόνο η ιατρική  ορολογία είναι σε μεγάλο ποσοστό ελληνική. Ίσως επειδή η επιστήμη αυτή είναι και  η κοντινότερη στον άνθρωπο. Αλλά και οι υπόλοιπες επιστήμες από αυτές που  αναφέρθηκαν παραπάνω, εκτός από το όνομα, έχουν ελληνική ορολογία. Για  παράδειγμα στη Βοτανική εκτός από το όνομα και την ορολογία θα πρέπει να  προσθέσουμε και περίπου 500.000 ονόματα φυτών τα οποία είναι ελληνικά. Το ίδιο  ισχύει και στη Ζωολογία αλλά και στις υπόλοιπες επιστήμες σε μεγαλύτερο ή  μικρότερο βαθμό. Βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η διείσδυση αυτή έγινε κάποτε στο  παρελθόν. Σήμερα που ο πολιτισμός και η ανάπτυξη εξαπλώθηκε σε αρκετές άλλες  χώρες του κόσμου συμβαίνει κάτι παρόμοιο; Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός  ότι επιτεύγματα των σύγχρονων επιστημών σε διάφορα μέρη του πλανήτη, και μάλιστα  εκτός Ελλάδος, επιστρατεύεται για την περιγραφή τους και πάλι η ελληνική γλώσσα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί κάτι πολύ πρόσφατο. Ο Άγγλος οικονομολόγος  James Meade (Τζέημς Μηντ), που βραβεύτηκε με το Νόμπελ οικονομίας το 1977, στο  νέο του βιβλίο αναπτύσσει μία νέα οικονομική θεωρία. Υποστηρίζει ότι: «ο  κομμουνισμός σαν οικονομική λύση απέτυχε, ο καπιταλισμός είναι γεμάτος πληγές,  άρα μη εφαρμοστέος, στην αμιγή τουλάχιστον μορφή του. Το καλύτερο είναι να  δημιουργήσουμε ένα νέο οικονομικό πλαίσιο, με τα απαραίτητα στοιχεία της  κοινωνικής πολιτικής αλλά και τη διατήρηση της πρωτοβουλίας του ατόμου. Και πώς  να ονομάσουμε αυτό το νέο σύστημα, στο οποίο θα αξίζει να ζει κανείς; Αγαθοτοπία».  Agathotopia, λοιπόν, ονομάζει το νέο βιβλίο και τη νέα θεωρία του. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, με αριθμούς, η συμμετοχή της Ελληνικής στην πλέον  διαδεδομένη ευρωπαϊκή γλώσσα την Αγγλική (από ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Α.: Οι ελληνικές  λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1993):
Σύνολο Λημμάτων Ελληνικά Ποσοστό
Λεξικά καθομιλουμένης 35.000-43.000 5.250-9.030 15-21%
WEBSTER INTERNATIONAL 166.724 41.214 24,96%
ΙΑΤΡΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ 43.716 20.346 46,54%
ΣΥΝΟΛΟ (περιλαμβάνει τους 178.903 51.807 29,24% Ιατρικούς όρους που δεν έχει το WEBSTER)
Η επιρροή της ελληνικής γλώσσας στη αγγλική και ο βαθμός αυτοτέλειάς της εντός  αυτής μπορεί να καταδειχθεί και από τις δύο ομιλίες του καθηγητή Ξενοφώντα  Ζολώτα που έκανε στις 26. 9. 1957 και 2. 10. 1959 στο Διεθνές Νομισματικό  Ταμείο. Και στις δύο ομιλίες του ο εισηγητής μιλώντας αγγλικά χρησιμοποίησε μόνο  λέξεις ελληνικές ή ελληνικής προέλευσης εκτός από τα συνδετικά και τα βοηθητικά  ρήματα. Παραθέτουμε το κείμενο των ομιλιών του:
INTERNATIONAL MONETARY FUND 1957 Annual Meeting
Washington D.C. 26. 9. 1957 Press Release No 47 Κyrie,
I eulogise the archons of the Panethnic Numismatic Thesaurus and the Ecumenical  Trapeza for the orthodoxy of their axioms, methods and policies, although there  is an episode of cacophony of the Trapeza with HELLAS. With enthusiasm we  dialogue and synagonize at the synods of our didymous organizations in which  polymorphous economic ideas and dogmas are analyzed and synthetized. Our  critical problems such as the numismatic plethora generate some agony and  melancholy. This phenomenon is characteristic of our epoch. But, to my thesis,  we have the dynamism to program therapeutic practices as a prophylaxis from  chaos and catastrophe. In parallel, a panethnic unhypocritical economic synergy  and harmonization in a democratic climate is basic.I apologize for my eccentric  monologue.I emphasize my eucharisties to you. Kyrie, to eugenic and generous  American ethnos and to the organizers and protagonists of this amphictiony and  the gastronomic symposia.

INTERNATIONAL MONETARY FUND 1959 Annual Meeting
Washington D.C. 02. 10.1959 Press Release No 62 Κyrie, It is Zeus’ anathema on our epoch for the dynamish of our economies and the  heresy of our economic methods and policies, that we should agonize between the  Scylla and Charybdis of economic anaemia. It is not my idiosyncracy to be ironic  or sarcastic by my diagnosis would ne that politicians are rather  cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize numismatic plethora,  they energize it through their tactic and practices. Our policies should be  based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a  metron between economic, strategic and philanthropic scopes. Political magic has  always been antieconomic. In an epoch characterized by monopolies, oligopolies,  monopsonies, monopolistic anatagonism and polymorhous inelasticities, our  policies have to be more orthological. But this should not be metamorhosed into  plethorophobia which is endemic among academic economists. Numismatic symmetry  should not hyperantagonize economic acme. A greater harmonization between the  practices of the economic and numismatic archons is basic.
Ας δούμε στη συνέχεια τη συμμετοχή  της ελληνικής γλώσσας στη γερμανική η οποία κυριάρχησε τον αιώνα που έφυγε σε  μεγάλο βαθμό στον ευρωπαϊκό χώρο. Κατ’ αρχήν ο Μαρτίνος Λούθηρος, για να  δημιουργήσει την Γερμανική γραμματική αντέγραψε την αρχαία Ελληνική γραμματική. O μεγάλος μουσουργός Beethoven επαναλάμβανε συχνά εκφράσεις από Όμηρο: «Όπως ο  σοφός Οδυσσέας έτσι ξέρω και εγώ να βοηθώ τον εαυτό μου», Στα σημειωματάριά του  βρίσκει κανείς γραμμένη με πένα την εξής πρόταση: «Ο Σωκράτης και ο Ιησούς είναι  τα πρότυπά μου». Έδινε ακόμη έναν πρωτότυπο ορισμό της διασκέδασης, που θα  έπρεπε να προβληματίσει πολλούς νεοέλληνες: «Διασκέδαση σημαίνει, να είναι  κανείς μόνος με τους αρχαίους Έλληνες». Από την Ιλιάδα αποστήθισε ένα στίχο και  τον επαναλάμβανε τακτικά. Επεδίωκε δε να υλοποιήσει το νόημα του στίχου στη ζωή  του. «Ότι δε θα ήθελα άπραγος να βυθιστώ στη σκόνη, άδοξος όχι, πρώτα κάτι μεγαλειώδες θα τελειώσω, το οποίο θα ακούν κι’ οι κατοπινοί» (Ιλιάδα, Ραψωδία Χ, στίχοι 304-305) Το αντίτυπο της Οδύσσειας το οποίο διάβαζε (μετάφραση J.H.Voss) είναι γεμάτο  υπογραμμίσεις, ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα σημεία που θεωρούσε ότι αντικατοπτρίζονταν  οι καταστάσεις της εποχής του. Το αντίτυπο αυτό του Beethoven φυλάσσεται σήμερα  στη βιβλιοθήκη του Βερολίνου. Ορισμένους από τους στίχους του Ομήρου με τους οποίους αισθάνονταν ότι  ταυτίζεται και εκφράζεται είναι οι εξής, όπου διακρίνει κανείς τις δοκιμασίες  και την αντοχή του Οδυσσέα να ξαναζούν στον μουσουργό. Η καρδιά μου στο στήθος σκλήρυνε από καιρό στον πόνο γιατί έζησα πολλά και πολλά πέρασα (Μοιάζει με τους στίχους της Οδύσειας υ 18-19, ή τ 377-378, διότι ενδέχεται να  μην μεταφέρονται ακριβώς οι στίχοι του Ομήρου, αλλά με κάποια τροποποίηση) Όμως και από την άλλη όλη την οδύνη του Οδυσσέα αντικατοπτρίζεται στον εξής  στίχο του Ομήρου. Αυτά τραγούδησε ο περίφημος Δημόδοκος, μα ο Οδυσσέας έλιωσε στο πόνο και δάκρυα κύλησαν στα ματόκλαδα και μάγουλα. (Οδύσεια, Ραψωδία θ, στίχοι 541-542) Ίσως ο μουσουργός αισθανόταν μία συγγενική σχέση στην τραγικότητα με τον Όμηρο,  διότι κατά σύμπτωση ο ποιητής λέγεται ότι ήταν τυφλός, ενώ ο μουσουργός έχανε  όλο και περισσότερο την ακοή του. Τα τετράδια του έτους 1823 παρουσιάζουν ότι ο ανεψιός ήταν σε θέση να διαβάζει  τους Έλληνες τραγικούς. Σ’ ένα άλλο σημειωματάριο διαβάζουμε μία αφιέρωση με την  οποία δωρίζει στον ανεψιό του Karl, τους βίους του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή  και όπου του επισημαίνει και του εύχεται να είναι δίκαιος σαν τον πρώτο και  τολμηρός σαν τον δεύτερο και έτσι όπως λέει μέσα από την γλώσσα να αντιληφθεί το  πνεύμα της αρχαιότητας.Όταν κάποτε γνώρισε τον ανεψιό του στον Άγγλο μουσικό  Edward Schulz του είπε: «Μπορείτε να του δώσετε οποιοδήποτε αίνιγμα στα  ελληνικά. Ο μικρός Οιδίποδας μπορεί να το λύσει γιατί γι’ αυτόν, σ’ αυτήν τη  γλώσσα, δεν υπάρχει κανένα μυστικό». Ο Robert Schumann έλεγε ότι, όταν τον κατελάμβαναν μεγάλη θλίψη και απαισιοδοξία  ότι έβρισκε παρηγοριά και δύναμη στο ξεφύλλισμα του Ομήρου. Ο Franz Schubert  έγραψε συνολικά 600 τραγούδια, τα 40 από αυτά σχετίζονται με την Αρχαία Ελλάδα,  όπως: „Γανυμήδης“, „Ιφιγένεια“, „Αντιγόνη“, „Ο αποχαιρετισμός του Έκτορα“. Ο  Franz Liszt έγραφε σ’ ένα γράμμα του: «αισθάνομαι ότι ο Όμηρος και ο Πλάτων με  τριγυρίζουν. Τους σπουδάζω καθημερινά, τους σκέπτομαι, τους καταπίνω». Ο Mozart, η άλλη μεγαλοφυία της μουσικής μεταξύ άλλων έγραψε την 41ή συμφωνία  που την ονόμασε «του Διός» (Juppiter-Symphonie), αλλά και τρείς όπερες οι οποίες  έχουν αρχαία ελληνικά θέματα. Αυτές είναι: ο «Απόλλων και ο Υάκινθος», ο  «Μιθριδάτης, ο Βασιλιάς του Πόντου» και ο «Ιδομενέας, ο Βασιλιάς της Κρήτης». Ο  Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832) που διάβαζε ήδη στα δέκα του τον Όμηρο  έλεγε: „Ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για τον άνθρωπο, είναι η Ελλάδα για την  ανθρωπότητα“. Μια άλλη μεγάλη μορφή των γερμανικών γραμμάτων ήταν ο Friedrich Schiller  (1759-1805), πολύπλευρος επιστήμονας, λογοτέχνης και κατ’ εξοχήν ελληνιστής. Ως  άνθρωπος του πνεύματος και μάλιστα ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της  γερμανικής γραμματείας ο Schiller εντρύφησε βαθειά στην αρχαία ελληνική παιδεία  και φιλοσοφία. Παραλλήλιζε στην καθημερινή του ζωή πολλά ρητά του Αριστοτέλη,  τόσο με τις προσωπικές του καταστάσεις όσο και με τις κοινωνικές. Ο Όμηρος, ο  Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός είναι για τον Schiller η  αληθινή χαρά της ζωής. Ο αυστριακός αρχαιολόγος και συγγραφέας Έγκον Φρίντελ (Egon Friendel) στο βιβλίο  του “Πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδος” το 1938, έγραφε: “Οι αρχαίοι Έλληνες  είναι το πλουσιότερο και υποδειγματικότερο, συναρπαστικότερο και  φαντασμαγορικότερο θεατρικό θέαμα του κόσμου, και η οικουμένη είναι το αιώνιο  και μεταβλητό, κριτικό και αφοσιωμένο κοινό τους”. Ειδικότερα για την ελληνική  γλώσσα έλεγε ίδιος: “ Το πρώτο και μεγαλύτερο καλλιτεχνικό δημιούργημα των  Ελλήνων είναι η γλώσσα τους το εκπληκτικό γνώρισμα της οποίας είναι η  γλωσσοπλαστική της ικανότητα και η ελευθερία σύνταξης η οποία λείπει ολότελα από  τη λατινική και τις θυγατρικές της γλώσσες”. Η ελληνική παιδεία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ανεξαίρετα όλες τις επιστήμες στην  Γερμανία και όχι μόνο τις θεωρητικές. Μάλιστα πολλοί εκτιμούν ότι η επιλογή της  Γερμανίας να θεμελειώσει το εκπαιδευτικό της σύστημα στην κλασική ελληνική  παιδεία της χάρισε αυτή την ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη. Ο  πυρηνικός φυσικός Dr. Werner Heisenberg που τιμήθηκε με το βραβείο Nobel το 1932  είπε στο λόγο του κατά την τελετή της βράβευσής του από την Σουηδική Ακαδημία:  «Η μεγαλύτερη πνευματική μου άσκηση ήταν η θητεία μου στην αρχαία ελληνική». Με στατιστικά στοιχεία οι ελληνικές λέξεις στην γερμανική δίνονται με τον  παρακάτω πίνακα:
Απλές ελληνικές 2.384 Σύνθετες γερμανικές 7.043 Παράγωγες ελληνικές 6.507 Συνθέσεις από: Krise (184), Phase (198), Zone (214) 596 Klima (224), Therapie (207), Oeko – (380), Theater (313), Technik (412), Musik  (489), Problem (418), Programm (565), System (677), Energie (618), Politik (676)  4.980 Σ Υ Ν Ο Λ Ο 21.509 Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο των αρχαίων θεών, ημιθέων ή ηρώων αλλά και η  γλώσσα που εξέφρασε στη συνέχεια την κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού δια των  Ευαγγελίων. Στην ελληνική γράφτηκε απ’ ευθείας η Καινή Διαθήκη η οποία θεωρείται  το περισσότερο θεόπνευστο βιβλίο. Η Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ιστορικό βιβλίο  μεταφράστηκε και αυτό στην ελληνική από τους 72 λόγιους Εβραίους επί Πτολεμαίου  του Β΄ του Φιλάδελφου. Η διάδοση των ηθικών αξιών στη συνέχεια έγινε από τον  απόστολο των εθνών Παύλο ο οποίος κήρυξε αλλά και έγραψε τις επιστολές του στην  ελληνική γλώσσα. Για την ομορφιά που έδωσε η ελληνική γλώσσα σε μια θρησκεία  αγάπης όπως αυτή του Χριστιανισμού θα δανεισθώ τα λόγια του γερμανού ποιητή  Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832): «Άκουσα το Ευαγγέλιο στον Άγιο Πέτρο  της Ρώμης σε όλες τις γλώσσες. Η ελληνική αντήχησε σαν άστρο που εμφανίζεται τη  νύχτα».

«ΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ. 28 ΑΙΩΝΩΝ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ»

 

Το πρώτο μέλημα του ανθρώπου με την εμφάνισή του στον πλανήτη μας ήταν η  εξασφάλιση της τροφής, του επόμενου γεύματος. Μετά από εκατομμύρια χρόνια μέχρι  τις μέρες μας και παρά την εκβιομηχάνιση της παραγωγής αγαθών, η διατροφή, ήταν  και παραμένει το κυριότερο πρόβλημα, απλά γιατί χωρίς τροφή δεν υπάρχει ζωή.  Εκτός όμως από τη στήριξη της ζωής, του πολυτιμότερου αγαθού του ανθρώπου, η  διατροφή τον ανάγκασε να μάθει και να  εκτιμήσει καλύτερα τον κόσμο που τον  περιβάλλει. Η καλλιέργεια των φυτών, η εκτροφή των ζώων και η χαλιναγώγηση  γενικά της φύσης ήταν η απαρχή της δημιουργίας πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι  οι πρώτοι πολιτισμοί έχουν αναπτυχθεί εκεί που εξασφαλίστηκε η διατροφή με την  αξιοποίηση των φυσικών αγαθών.

Όμως ο μοχλός της πολιτιστικής ανάπτυξης δεν ήταν τόσο η παραγωγή αγαθών, όσο η  ανταλλαγή αυτών. Η διάθεση δηλαδή του πλεονάσματος από μια κοινωνική ομάδα σε  κάποια άλλη, και μαζί με αυτό η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσης έδωσε την  ευκαιρία στον πολιτισμό να αναπτυχθεί σε όλο του τον πλούτο και την πολυμορφία.  Για να φτάσουμε όμως στο στάδιο αυτό έπρεπε να διευκολυνθεί η μετακίνηση των  παραγωγικών κοινωνιών, με την ανάπτυξη οδικών αρτηριών για την επέκταση των  συναλλαγών τροφίμων και εμπειριών σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Μια πρόδρομη μορφή  δηλαδή παγκοσμιοποίησης, όπου το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, η περιφέρεια έρχεται  στο κέντρο και αντιστρόφως.

Στον ελληνικό αλλά και τον μετέπειτα δυτικό κόσμο έκδηλη ήταν η κατεύθυνση προς  ανατολάς, για την εισαγωγή αγαθών και γνώσεων από τους εκεί πολιτισμούς. Ένας  μεγάλος αριθμός φυτών και ζώων, άγνωστων στο μεσογειακό χώρο, μεταξύ αυτών και  οι τρεις πυλώνες της μεσογειακής διατροφής (σίτος, άμπελος και ελαία) κινήθηκαν  στον άξονα Ανατολή – Δύση και σηματοδότησαν τη διατροφή και δι’ αυτής τον  πολιτισμό μας. Σ’ αυτή την πορεία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν η στρατηγική θέση  και η δυναμική που αναπτύχθηκε στις ελληνικές αποικίες του Πόντου. Φυτά και ζώα  μετανάστευσαν μέσω του Πόντου από την Ασία στην Ελλάδα, στη συνέχεια προς τη  Ρώμη και δι’ αυτής στη δυτική Ευρώπη.

Αντίθετα ο Νέος Κόσμος (Αμερική) αναπτύχθηκε πολύ πιο καθυστερημένα επειδή η  μετακίνηση φυτών και ζώων στον άξονα Νότου – Βορρά κάθετα προς ισημερινό ήταν  σαφώς δυσκολότερη. Το επίμηκες σχήμα της ηπείρου αυτής από την Αρκτική μέχρι την  Ανταρκτική δημιουργεί μια μεγάλη ποικιλομορφία κλιμάτων στα οποία τα  μετακινούμενα φυτά και ζώα δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν. Στον Παλαιό Κόσμο  (Ευρώπη, Ασία) ο άξονας που αναφέρθηκε (Ασία-Πόντος-Ελλάδα-Ρώμη-Ευρώπη)  λειτούργησε αποτελεσματικότερα καθόσον οι κλιματολογικές, γεωγραφικές και λοιπές  συνθήκες ήταν περισσότερο ομοιόμορφες και ομαλότερα μεταβατικές.

Στο σκηνικό αυτό αναπτύχθηκε η ποντιακή διατροφή επηρεασμένη τα μέγιστα από τα  αγαθά του τόπου και  ανάγλυφο της περιοχής. Το μεγάλο βροχομετρικό ύψος με  συνεπακόλουθο την πλούσια βλάστηση ώθησε από πολύ νωρίς τους κατοίκους στην  εκτροφή των μεγάλων ζώων δηλαδή των βοοειδών. Το όρος Ταύρος, οι ταύροι του  Αιήτη, ο Βόσπορος (το πέρασμα των βοών από την Ασία στην Ευρώπη) είναι κάποιες  ιστορικές μαρτυρίες της συνύπαρξης ανθρώπων και μεγάλων κτηνοτροφικών ζώων.

Αυτή η επιλογή της φύσης συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση της συμμετοχής των κρεάτων  στην ποντιακή και γενικότερα παρευξείνια διατροφή. Τα μεγάλα ζώα (βόδια –  αγελάδες) σπάνια αξιοποιούνται ως κρέας ενώ αντίθετα είναι πολύ περισσότερο  συμφέρουσα η κατανάλωση του γάλακτος από αυτά κυρίως με τη μορφή των όξινων  γαλακτοκομικών προϊόντων. Εδώ εδράζεται και το μεγαλύτερο μυστικό της υγιεινής  διατροφής που αποτελεί και το ζητούμενο για όσους εμπλέκονται σε θέματα  διατροφής αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά. Είναι γνωστό ότι δυσκολότερα  αποδεικνύεται το αυταπόδεικτο, αλλά θα το επιχειρήσουμε.

Το γάλα στον άνθρωπο και τα άλλα θηλαστικά στηρίζει τη ζωή από την πρώτη ημέρα.  Μετά την όξινη γαλακτική ζύμωση όμως, τα προϊόντα του γάλακτος, τα οποία  κυριαρχούν στην ποντιακή διατροφή καθίστανται περισσότερο πολύτιμα. Εκτός από  τις πρωτεΐνες και το ασβέστιο του γάλακτος τα οποία τώρα απορροφώνται καλύτερα,  εισάγουν στο πεπτικό σύστημα έναν τεράστιο αριθμό χρήσιμων μικροοργανισμών.  Αυτοί εκδιώκουν τους ανεπιθύμητους παθογόνους, εξυγιαίνουν την χλωρίδα του  εντέρου και ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μηχανικές διεργασίες της  πέψης διευκολύνονται, οι τροφή αφομοιώνεται καλύτερα και δεν λιμνάζει στο  πεπτικό σύστημα, κάτι που θα έδινε την ευκαιρία για παθολογικές καταστάσεις. Το  γαλακτικό οξύ ενισχύει τη σύνθεση των βιταμινών, τονώνει τον οργανισμό και τον  βοηθά να υπερνικά τις αρρώστιες.

Όλα αυτά μαζί οδηγούν συνεργικά στην πολυπόθητη μακροζωία, κάτι που απλόχερα  υπόσχονται όλες σχεδόν οι διατροφικές προτάσεις, αρκεί να υποκρύπτονται κάποια  μικρά ή μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα από την διάθεση των αντίστοιχων  προϊόντων. Δεν μιμούμεθα αυτή την πρακτική, καθόσον η επιστημονική απόδειξη της  μακροζωίας με την καθημερινή κατανάλωση των όξινων γαλακτοκομικών προϊόντων  ανήκει στον ιατρό Νikolai  Metchnikoff,  του Ινστιτούτου Παστέρ των Παρισίων. Ο επιστήμονας αυτός εργαζόμενος στις αρχές  του προηγούμενου αιώνα, έχοντας ως πειραματικό υλικό (ή καλύτερα δείγμα  αναφοράς) έναν άλλο παρευξείνιο λαό με αντίστοιχες διατροφικές αρχές, απέδειξε  την άρρηκτη σχέση μακροζωίας και κατανάλωσης όξινων γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο  Νikolai  Metchnikoff για τις διαπιστώσεις του αυτές τιμήθηκε το 1908 με το βραβείο Nobel ιατρικής. «Οποίαν χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων …..».

Τα όξινα γαλακτοκομικά προϊόντα στην ποντιακή διατροφή συνδυάζονται αρμονικά με  τα δημητριακά, τα οποία αποτελούν ως γνωστόν τον θεμέλιο διατροφικό λίθο του  δυτικού πολιτισμού. Η πληθώρα των αρτοσκευασμάτων και εδεσμάτων, σε συνδυασμό με  τα όξινα γαλακτοκομικά, στήριξαν ένα λαό και ένα πολιτισμό σε κάποια γωνιά της  Ελλάδος σε δύσκολες συνθήκες. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ποντιακής διατροφής  είναι η σύντομη παρασκευή των εδεσμάτων, όχι μόνο για την εξοικονόμηση χρόνου,  αλλά και την κατά το δυνατόν προστασία των υψηλής βιολογικής αξίας θρεπτικών  ουσιών. Το όξινο γαλακτοκομικό προϊόν προστίθεται στα εδέσματα στο τέλος της  διαδικασίας και σε χαμηλή θερμοκρασία. Έτσι εκτός από την προστασία των  βιταμινών και των άλλων ουσιών αποφεύγεται και η καταστροφή των μικροοργανισμών  που προαναφέραμε.

Το κρέας αν και υπάρχει στην ποντιακή κουζίνα, προερχόμενο από τα μικρότερα ζώα  αμνοερίφια, πουλερικά αλλά και ψάρια παίζει ρόλο επικουρικό και δεν είναι άμεσης  προτεραιότητας. Τα άφθονα λαχανικά εμπλουτίζουν με βιταμίνες το καθημερινό  τραπέζι, ενώ τους χειμερινούς μήνες με την μορφή των στύπων (τουρσιά) αποτελούν  μια ανεξάντλητη πηγή βιταμίνης C,  όταν τα φρούτα είναι λιγότερα.

Ποντιακή διατροφή. Ένα πείραμα στη γη του Προμηθέα διάρκειας 28 αιώνων. Όμως τι  ειρωνεία και η σύγχρονη βιοτεχνολογία που υπόσχεται με μεταλλάξεις και άλλους  αλχημισμούς να λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης διατροφής έχει σαν σήμα της πάλι  τον Προμηθέα. Τον τιτάνα που για την βοήθεια που παρέσχε στον άνθρωπο εξέτειε  την ποινή του στην άκρη του τότε κόσμου, στον Καύκασο του Πόντου. Στην  πραγματικότητα οι προθέσεις τους ουδόλως ταυτίζονται με αυτές του Προμηθέα που  είχαν στόχο τον άνθρωπο. Συνάδουν όμως με το μονοπωλιακό οικονομικό κέρδος και  τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου, την στιγμή που ελέγχεται η βασικότερη λειτουργία  του, η διατροφή.

Τα αποτελέσματα αυτών των πειραματισμών ολέθρια. Τα είδαμε, όχι λίγες φορές  «ιδίοις όμμασι», για να μην θυμηθούμε τις τρελές αγελάδες, τις διοξίνες κ.λ.π.  Δεν αρνούμεθα την επιστημονική έρευνα, αντίθετα συμμετέχουμε με αισιοδοξία και  την ενθαρρύνουμε. Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάστηκε  μερικά εκατομμύρια χρόνια να προσαρμοστεί στις διατροφικές συνθήκες που του  παρείχε η φύση. Δεν έχει την δυνατότητα να αναπροσαρμοστεί, από τη μια μέρα στην  άλλη, στον υποσχόμενο διατροφικό παράδεισο που υπόσχονται τα μονοπώλια. Ίσως  αυτό γίνει κάποτε δυνατό μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια.

 «Ο ΟΙΝΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ  ΔΙΑΤΡΟΦΗ»

 

Η μεσογειακή διατροφή είναι το αποτέλεσμα  μιας διαχρονικής σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος. Είναι ένα πείραμα που έγινε  στον ελλαδικό χώρο, κράτησε τουλάχιστον 4.000 χρόνια και φυσικά δεν  ολοκληρώνεται ακόμα. Η αξία και η αξιοπιστία της βασίζεται στον μακρόχρονη  πείρα, την υιοθέτηση ή απόρριψη διατροφικών πρακτικών, κάτι που οι σύγχρονες  προτάσεις και πειραματισμοί δεν θα είχαν ποτέ την ευχέρεια να αξιοποιήσουν στα  στενά χρονικά περιθώρια που διαθέτουν.

Η μεσογειακή διατροφή στηρίζεται στους  τρεις πυλώνες «σίτος», «οίνος» και «έλαιον» με αυτή τη χρονολογική σειρά που  αναφέρονται. Παρά τις σύγχρονες προκλήσεις, προέλευσης κυρίως υπερατλαντικής, η  μεσογειακή διατροφή αποτελεί την πλέον πειστική πρόταση για τον λόγο της μακράς  δοκιμασίας της αλλά και του διαχρονικού πολιτιστικού αποτελέσματος που έχει να  επιδείξει. Στη μακρά εξελικτική πορεία της μεσογειακής διατροφής μπορούν να  διακριθούν αναπτυξιακά στάδια, όπου η εμφάνιση ενός προϊόντος ανατρέπει τα  διατροφικά, οικονομικά, πολιτιστικά και γεω-στρατηγικά δεδομένα στον μεσογειακό  χώρο:

 

Προ-ομηρική εποχή (βελανίδια, κρέας)

Η  διατροφική κατάσταση στην προ-ομηρική εποχή, πριν από την εισαγωγή της  καλλιέργειας των δημητριακών ήταν δραματική. Οι αρχαίοι Αρκάδες τρέφονταν κυρίως  με βελανίδια, τον καρπό της φηγού (βαλανιδιά). Από τη φηγό, ως βάση διατροφής,  έλκουν την καταγωγή τους οι λέξεις φαγητό, έφαγα κ. λ. π. Οι άλλες λέξεις όπως  χορταίνω προέρχονται από το «χόρτον» δηλ. φυτικής προέλευσης τροφή που  αποτελούσε επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό σε ένα γεύμα. Βέβαια το ρήμα τρώγω είναι λέξη ηχοποίητος από το θόρυβο που συνοδεύει την μάσηση (τρωκτικό).

Η  μετάβαση από τη βαλανοφαγία στην σιτοφαγία ήταν η μεγαλύτερη διατροφική  επανάσταση. Έτσι ο σιτοφάγος (από σίτος + φαγείν) ήταν ταυτόσημος με τον  άνθρωπο, τον κοινό θνητό. Με την εισαγωγή της «μάζας» δηλαδή της ζύμης, (από το μάσσω), επήλθε τεράστια διατροφική, και ταυτόχρονα πολιτιστική, πρόοδος. Οι  καρποί των σιτηρών αποτελούσαν τη σπουδαιότερη πηγή συμπυκνωμένων πρωτεϊνών και  υδατανθράκων για τον άνθρωπο και τα ζώα. Η καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε σχετικά  εύκολα  στις εύκρατες ζώνες καθόσον καλλιεργήθηκαν για τις επισιτιστικές ανάγκες  του ανθρώπου και των οικόσιτων ζώων. Τα δημητριακά είναι από τα βασικά συστατικά  της ανθρώπινης διατροφής και γι’ αυτό τέθηκαν κάτω από την προστασία της  Δήμητρας.

Οι  κοινωνίες των ανθρώπων του παλιού και νέου κόσμου αναπτύχθηκαν με την έναρξη  καλλιέργειας των δημητριακών (σιτηρών). Αυτά βοήθησαν στην ευκολότερη παραγωγή  τροφής, η οποία μπορούσε και να αποθηκευθεί. Οι πλέον αξιόλογοι πολιτισμοί  εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με την καλλιέργεια και ανάπτυξη των δημητριακών. Οι  Αιγύπτιοι, Σουμέριοι, Ασσύριοι κ.λ.π. αναπτύχθηκαν με την καλλιέργεια κυρίως του  σίτου και της κριθής, οι Ινδοί και Κινέζοι με την καλλιέργεια της ορύζης και του  κέχρου, ενώ στο Νέο Κόσμο ο πολιτισμός των Αζτέκων, των Μάγια και των Ίνκας  στηρίχτηκε σε ένα άλλο άγνωστο για τον αρχαίο κόσμο δημητριακό, τον αραβόσιτο.

Ομηρική εποχή (σίτος, οίνος, κρέας)

1. Σίτος

Ο   σίτος ή πυρός, όπως και η κριθή, άρχισε να καλλιεργείται στην ΝΔ Ασία περί το  10.000 π. χ. Η κοιτίδα του οριοθετείται από τη μία πλευρά από την κοιλάδα του  Τίγρη και του Εφράτη (Μεσοποταμία) και από την άλλη τα όρη του Ευξείνου Πόντου,  Συρίας και Ιορδανίας. Η περιοχή ονομάστηκε «εύφορο μισοφέγγαρο» και  χαρακτηριζόταν από φιλόξενο κλίμα ιδανικό για την ανάπτυξη των φυτών. Από τα  πολλά είδη αυτοφυούς σίτου, μόνο το μονόκοκκο είδος Triticum boeoticum είναι ιθαγενές της Ελλάδος, με ασήμαντη βέβαια απόδοση. Για το λόγο αυτό από  πολύ ενωρίς εισήχθησαν αποδοτικότερα είδη σίτου από την Ανατολή.

Tα  κύρια συστατικά ενός γεύματος, σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου, ήταν ο  άρτος, το κρέας και ο οίνος. Σποραδικά αναφέρονται οι καρποί των δένδρων και τα  όσπρια. Ουδέποτε αναφέρονται τα λαχανικά παρά τις συχνές αναφορές των γευμάτων.  Οι Έλληνες επομένως της μυκηναϊκής εποχής θα πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό λαός  κρεατοφάγος και γνώριζαν πολύ καλά την τέχνη της παρασκευής του κρέατος. Πολύ  αργότερα με την εισαγωγή νέων φυτικών ειδών κυρίως από τη δυτική Ασία, άρχισε να  αναγνωρίζεται η αξία των φυτών και ιδιαίτερα των λαχανικών στη διατροφή τους.

Ο  λόγος της έντονης κρεατοφαγίας μπορεί να αποδοθεί στην αναζήτηση λιπών τα οποία  δεν ανεύρισκαν από άλλες πηγές. Το έλαιον το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα το  βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής ήταν ήδη γνωστό στην ομηρική εποχή.  Όμως χρήση του τότε ήταν κυρίως καλλωπιστική και τελετουργική. Συνήθως το  χρησιμοποιούσαν στην καθαριότητα και υγιεινή του σώματος.

2. Oίνος

Ο  οίνος, το δεύτερο συστατικό της μεσογειακής διατροφής, ένα αγαθό του πολιτισμού  του προελληνικού κόσμου που παραγόταν μαζικά και συστηματικά σε συγκεκριμένους  τόπους, με κατάλληλες εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες. Συνδέθηκε με τις  κοινωνικές σχέσεις και τα έθιμα της εποχής του χαλκού καθόσον ήταν αγαθό με  μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία, ως αγαθό εμπορίου και ανταλλαγών και  μία πηγή εσόδων για ένα λαό. Η πρώτη αναφορά του οίνου σε γραπτό κείμενο γίνεται  από τον Όμηρο ο οποίος δεν αναφέρει γεύμα χωρίς οίνο ως απαραίτητο συστατικό.

Ο  οίνος ήταν αναπόσπαστο συστατικό της καθημερινής διατροφής. Μάλιστα ήταν  στερεότυπη η έκφραση “σίτου και οίνοιο” (Ιλ. Ι, 706, Τ, 161), “οίνοιο  και εδωδής” (Ιλ. Τ, 167). Οι Έλληνες της ομηρικής εποχής ήταν φανατικοί  οινοπότες. Η οινοποσία άρχιζε από την παιδική ηλικία και αποτελούσε μέρος της  διατροφικής παιδείας. Από την εποχή του χαλκού, αλλά και στους μετέπειτα  χρόνους, οι αρχαίοι έπιναν τον οίνο κατά κανόνα μετά από αμάμιξή του με νερό. Η  σωστή αραίωση ήταν τρία μέρη νερού προς ένα μέρος οίνου. Έτσι μπορούσαν να  καταναλώσουν μεγαλύτερη ποσότητα υγρού, που απαιτεί το ζεστό κλίμα του ελληνικού  χώρου, με περιορισμένες τις δυσάρεστες παρενέργειες.

Θεοί και οίνος

Οι θεοί δεν έπιναν οίνο αλλά ένα  σακχαρούχο χυμό, το νέκταρ, το οποίο σχετιζόταν με την αθανασία. Αναφέρεται  σαφώς ότι οι θεοί δεν πίνουν οίνο και γιαυτό δεν έχουν αίμα (αναίμονες).

«ου πίνουσ’ αίθοπα οίνον,

τούνεκ’ αναίμονές εισί και αθάνατοι καλέονται» (Ιλ. Ε, 339)

Η  συσχέτιση του ερυθρού οίνου με το αίμα προκύπτει αρχικά από το ίδιο ερυθρό χρώμα  των δύο υγρών. Επίσης είναι γνωστό ότι ο ερυθρός οίνος περιέχει ταννίνες οι  οποίες προκαλούν αγγειοδιαστολή και κατά συνέπεια καλύτερη αιμάτωση του σώματος.  Έχει ευρεθεί ότι ο ερυθρός οίνος διευκολύνει την κυκλοφορία του αίματος  προκαλώντας καλύτερη αιμάτωση των ιστών μείωση των καρδιοαγγειακών επεισοδίων  και μακροζωϊα. Αυτό καταγράφηκε στην επιστημονική βιβλιογραφία ως «γαλλικό  παράδοξο» καθόσον στη Γαλλία, με υψηλή κατανάλωση λιπαρών, η συχνότητα των  καρδιοπαθειών είναι χαμηλή.

Οι θεοί δεν πίνουν οίνο επομένως δεν έχουν αίμα ή αντίστροφα αφού  δεν έχουν αίμα δεν τους είναι απαραίτητος ο οίνος. Αντί αίματος οι θεοί έχουν  ένα άλλο υγρό το ιχώρ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σπάνια αναφέρεται η χρήση του οίνου από τις γυναίκες.  Το μικρότερο σε όγκο γυναικείο σώμα με μικρότερη ποσότητα αίματος, έχει  περιορισμένες δυνατότητες μεταβολισμού του οίνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό  με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λίπος, όπου το οινόπνευμα δεν διαλύεται, έχει  σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιο εύκολα υψηλότερες συγκεντρώσεις στο αίμα.  Ακόμα το θερμό κλίμα, η εργασία αλλά και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία της  εποχής του χαλκού πιθανόν να είναι λόγοι της μη αναφοράς της οινοποσίας από το  ωραίο φύλλο.

Κλασική εποχή (σίτος, οίνος, έλαιον)

Στην κλασική εποχή συμπληρώθηκε η «μεσογειακή τριάδα» σίτος, οίνος και έλαιον με  την εισαγωγή του ελαιολάδου στη διατροφή. Κατά την διάρκεια της παντοδυναμίας  των Αθηνών, η καλλιέργεια της ελαίας έδωσε οικονομική ευρωστία στην πόλη και τα  εισαγόμενα δημητριακά ανταλλάσσονταν με ελαιόλαδο. Ο Σόλων θέσπισε αυστηρούς  νόμους για την προστασία του δένδρου και την εξάπλωση του δένδρου, το οποίο  έγινε ιερό και ταυτίστηκε με την Αθηνά. Στο αθηναϊκό τετράδραχμο απεικονίζονται  τα ιερά σύμβολα της Αθηνάς γλαύκα και κλάδος ελαίας.  Κατά τον Ηρόδοτο η Αθήνα  ήταν το κέντρο της ελαιοκαλλιέργειας και το η πόλη διατηρούσε το προνόμιο του  μονοπωλίου του ελαιολάδου.

Η  εισαγωγή του ελαιολάδου περιόρισε σημαντικά την κατανάλωση κρέατος ως πηγής  λιπιδίων και οι λιγοστές πλέον ποσότητες περιορίστηκαν στο ρόλο της πηγής ζωικών  πρωτεϊνών. Το κρέας δεν ήταν πλέον τόσο απαραίτητο ενώ η προσοχή στράφηκε  περισσότερο στο φυτικό βασίλειο και στα λαχανικά. Ο Αντιφάνης μάλιστα, στην  εποχή του, χαρακτήριζε τους Έλληνες «φυλλοτρώγας». Στο νέο σκηνικό  αναπροσαρμόστηκε και ο ρόλος του οίνου. Δεν αποτελούσε πλέον ένα από τα δύο  βασικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής αλλά το ένα από τα τρία. Από  αποκλειστικά ερυθρός μπορούσε να γίνει ημι-ερυθρός και λευκός. Από τρόφιμο στην  υπηρεσία του μεταβολισμού των ζωικών λιπιδίων μπορούσε να συνοδεύει φιλοσοφικές  ή επιστημονικές αναζητήσεις, εφόσον τα ζωικά λίπη αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο  μέρος από το ελαιόλαδο. Έτσι οι κοινωνικές συναντήσεις και η παραγωγή  πνευματικού έργου συνδέθηκαν άρρηκτα με την καταλυτική παρουσία του οίνου και  μέχρι σήμερα ονομάζονται «συμπόσια».   

Σύγχρονη εποχή

Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την βιομηχανοποίηση της παραγωγής  κρέατος από τις δυτικές κοινωνίες, δόθηκε αρχικά η εντύπωση της αναβάθμισης της  διατροφής με την κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας. Δεν  προσμετρήθηκαν όμως τα παραπροϊόντα του μεταβολισμού του ζώου ούτε και τα  λιπίδια που συνοδεύουν τις πρωτεΐνες. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραματισμών  έγιναν γνωστά ενωρίς στο δυτικό κόσμο που επανήλθε δειλά στον άρτο ως  καθημερινής πηγής πρωτεϊνών. Αντίθετα πέρα από τον Ατλαντικό η κοινωνία της  αφθονίας κατέστησε τη διατροφή ένα μόνιμο και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Τα ποσοστά  των υπέρβαρων τραγικά υψηλά, προτάσεις θεραπείας αναρίθμητες και καμία μέχρι  στιγμής αξιόπιστη. Ο λόγος? Ο ελάχιστος χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους οι  άνθρωποι, ποικίλης πολιτισμικής προέλευσης, να συζητήσουν με το εκεί νέο  περιβάλλον για μια κοινά αποδεκτή διατροφική σχέση. Αντίθετα στη μεσόγειο, στον  ελλαδικό χώρο η αλληλεπίδραση ανθρώπων και περιβάλλοντος διαρκεί πολλές  χιλιετίες.

Ο  οίνος στο νέο διατροφικό περιβάλλον, από βασικό στοιχείο διατροφής χάθηκε  ανάμεσα στα σκληρά ποτά, ταυτίστηκε με αυτά και σε πολλές περιπτώσεις  υποκαταστάθηκε από αυτά. Η εισαγωγή στην οινοποσία αντί να αποτελεί μέρος της  διατροφικής παιδείας ενοχοποιήθηκε και μετατέθηκε για την ενηλικίωση μαζί με τα  άλλα αλκοολούχα ποτά. Έτσι τα 18α γενέθλια  των εφήβων έφτασε να  εορτάζονται ως η επίσημη μέρα της άρσης της ατομικής ποτοαπαγόρευσης, οπότε με  το στερητικό σύνδρομο σε έξαρση, χωρίς παιδεία και πλήρη ασυδοσία παραδίδονται  στον αλκοολισμό. Ο οίνος δεν υπάρχει στο σκηνικό αυτό ούτε ως τρόφιμο, αλλά και  ούτε ως μέσο παραγωγής πνευματικού έργου, εφόσον το ζητούμενο είναι η ταχύτατη  μετάβαση από την σκληρή πραγματικότητα στην απόλυτη ευτυχία …

 

ΤΑ ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

 

Η  άμπελος κατάγεται από τον Καύκασο, στην περιοχή της σημερινής Αρμενίας.  Ιστορικές αναφορές αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή υπάρχουν στην Αγία Γραφή και  συγκεκριμένα στο 9ο Κεφάλαιο της Γένεσης: «ήρξατο Νώε  άνθρωπος γεωργός γης και εφύτευσεν αμπελώνα, και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη,  και εγυμνώθη εν τη σκηνή αυτού» (20, 21). Αρχαιολογικές έρευνες στην Αρμενία  πιστοποιούν την ύπαρξη εγκαταστάσεων οινοπαραγωγής ηλικίας 6.000 ετών.  Από την  «αμπελόεσσα Φρυγίη» όπως αποκαλείται από τον Όμηρο (Ιλ. Γ, 184), μεταφέρθηκε  μέσω Θράκης στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο. Οι Φρύγες ήταν θρακικά φύλα που  εποίκησαν την περιοχή περί το 1200 π. Χ. Από τους Έλληνες μεταφέρθηκε το φυτό  στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι έκαναν γνωστό το φυτό  στην Δυτική Ευρώπη.

Η  άμπελος (Vitis vinifera) ανήκει στην οικογένεια Vitaceae της τάξης των Vitales.  Ο βλαστός είναι ιδιαίτερα εύπλαστος με ελάχιστο στηρικτικό ιστό και για το λόγο  αυτό το φυτό αναπτύσσεται πάνω σε σταθερά στηρίγματα. Η πρόσδεση στα στηρίγματα  εξασφαλίζεται με την δημιουργία ελίκων οι οποίοι είναι μεταμορφωμένοι βλαστοί.  Τα   φύλλα είναι παλαμοειδή, λοβώδη, 5–20 cm εναλλασσόμενα. Καλύπτονται με κηρώδες επίστρωμα στην πάνω επιφάνεια, ενώ στην  κάτω υπάρχουν πολυάριθμα στόματα για την ανταλλαγή αερίων. Το ριζικό σύστημα  είναι πλούσιο και το φυτό στη φύση αναπτύσσεται σε χουμικά δάση και στις υγρές  πλαγιές των ρεμάτων.   

Ο πολλαπλασιασμός γίνεται εύκολα με καταβολάδες. Τα άνθη είναι  μικρά, πρασινωπά, οργανωμένα σε ταξιανθίες. Ο καρπός είναι σαρκώδης και  προέρχεται από το γυναικείο (ωοθήκη). Ανήκει στον τύπο της ράγας και παρουσιάζει  διάφορα σχήματα (στρογγυλός, μακρόστενος) και μεγέθη (μέχρι 6 mm στα άγρια είδη και μέχρι 3 cm στα καλλιεργούμενα). Στα αρχικά στάδια είναι πράσινος εξ’ αιτίας της παρουσίας  χλωροπλαστών και αργότερα με την ωρίμανση γίνεται έγχρωμος (χρωμοπλάστες) με  διάφορα χρώματα (ερυθρό, κίτρινο, πράσινο, μπλε).

Η αλήθεια, η ιστορική μνήμη και η  συγνώμη είναι ο μόνος δρόμος

 

Ο  ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, το 1461,  γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο  εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του.

 

Πριν  από μόλις 18 χρόνια, στις 7 Μαρτίου του 1994 η ελληνική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα  με νόμο (υπ’ αρ. 2193) την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων  του Πόντου την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρ’ όλη την μακρά  καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής και συνέδεσε το  σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη. Πέρα όμως από αυτή την τυπική  υποχρέωση της Βουλής η ημέρα αυτή καθιερώθηκε στις καρδιές όλων των γενικά των  Ελλήνων, χωρίς πομπώδεις εορτασμούς με άνωθεν κρατική οργάνωση, αλλά με  αποκλειστικό κίνητρο τη γνώση της αλήθειας, την απονομή δικαίου και την  αποθάρρυνση παρόμοιων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Τι εννοούμε όμως με τον  όρο “γενοκτονία” ;

Η  γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε  η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου. Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη  μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής  ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με  πολεμικές συγκρούσεις. Μεταξύ θυτών και θυμάτων δεν υπάρχει καμία απολύτως  διαφορά. Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι  που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και  Χριστιανοί. Πως και πότε διαπράχθηκε η γενοκτονία;

Ο  ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, το 1461,  γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο  εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του. Το αποκορύφωμα όμως έγινε με τη συστηματική και  μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία του προηγούμενου αιώνα. Από τους βαλκανικούς  πολέμους οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν από τους επίσημους συμβούλους τους, τους  Γερμανούς, ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν  πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Έτσι με απόφαση που πάρθηκε από τους Νεότουρκους στη  Θεσσαλονίκη το 1911, καταδίκασαν σε εξόντωση διάφορες εθνότητες. Η ολοκλήρωση  έγινε από τον Μουσταφά Κεμάλ από το 1919 μέχρι το 1923. Η χρονολογική σειρά των  γεγονότων έχει ως εξής:

Το  1915 και ενώ μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα  σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο  πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή 1.500.000 Αρμενίων. Το  σύνθημά τους ήταν «Αρμενία χωρίς Αρμένιους». Παράλληλα αρχίζουν οι πρώτες  βιαιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου. Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με  την επιστράτευση όλων των ανδρών από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε  Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν  ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να  συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις  στρατιωτικές Αρχές. Στην αρχή οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθεντο στα  απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, κακοποιώντας και καίγοντας.  Για να εξασφαλίσουν την ανοχή του τουρκικού πληθυσμού οι μουλάδες  επιστρατεύτηκαν να κηρύττουν το Κοράνιο με πύρινους λόγους κατά των χριστιανικών  πληθυσμών ως πηγή παντός κακού για τον τόπο. Στη συνέχεια, ανάγκαζαν χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να  εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες  εξοντωτικές πορείες. Η βολικότερη εποχή για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν ο  χειμώνας ο οποίος ήταν ο αδιαμφισβήτητος σύμμαχος. Σύμφωνα με έκθεση της  Ελληνικής Πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915 αναφέρονται τα εξής: << Οι  εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα  απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και  υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι  περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα  του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι  των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα … >> Το Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ  σχέδιο εκτοπισμού και εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που  προέβλεπε: “Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική  εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με  τελικό στόχο τη σφαγή και εξόντωση”. Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε κυρίως στις  περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας, οι οποίες και πλήρωσαν το ακριβότερο  τίμημα. Ένα «Άουσβιτς εν ροή» σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου της  Βιέννης κ. Ενεπεκίδη.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια από τον θρήνο των Ποντίων της Πάφρας σε μετάφραση  από την τουρκική:

Κοίταξε τις πέτρες της Αγκυρας / βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια. Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων, / για δες της μοίρας τα γραμμένα. Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι. / Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε. Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε, / στην Ελλάδα δεν απόμεινε ελπίδα. Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα, / έμεινε εκεί πεσκέσι στους Τούρκους. Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω / και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.

Το  1920 Έλληνες του Πόντου πίστευαν ότι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα  έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύστηκαν. Οι εκκλήσεις τους  για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο  Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις  υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από  τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη  δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος  Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος  Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία  Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως το Νοέμβριο του ιδίου έτους ο αρμενικός στρατός  ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να  συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των  χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν  στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα  θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και  ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στις πόλεις του Πόντου στήνονται τα διαβόητα  έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του  ποντιακού ελληνισμού με αστήρικτες και γελοίες κατηγορίες. Ο σκοπός ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις να  επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να  καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν. Στις 19 Μαΐου,  αποβιβάζεται ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, οπότε αρχίζει η δεύτερη και  σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας. Το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο απάνθρωπο αυτή  τη φορά έδωσε τη χαριστική βολή στον ποντιακό ελληνισμό. Με τη βοήθεια μελών του  Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, κηρύσσει το μίσος εναντίον  των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού.  Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής  διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ, ο οποίος εξόντωσε τον  ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.

Από  τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη  Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού  Ελληνισμού. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους με τη μεσολάβηση των συμμαχικών  δυνάμεων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες  του Πόντου στην Ελλάδα. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα  το Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα  θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Όσοι άνδρες επέζησαν από τα  τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας είτε  μέσω Συρίας. Υπολογίζεται ότι από τους 1.220.000 πρόσφυγες, που δέχθηκε η Ελλάδα  στη δεκαετία του 1920, περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα,  κυρίως στη Μακεδονία και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη.

Οι  Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου  Πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα. Η γενοκτονία  αυτή (1916 – 1923) αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του προηγούμενου αιώνα.  Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των  Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων, με τις γενοκτονίες  των χριστιανικών λαών, Ελλήνων και Αρμενίων και με τη βίαιη τουρκοποίηση των  μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Κούρδοι, που συνέχισαν να παραμένουν στην  τουρκική, πλέον, επικράτεια.

Η επίσημη Τουρκία σήμερα αρνείται τη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου  και όταν έρχεται αντιμέτωπη με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδει στις  αναπόφευκτες ακρότητες του πολέμου. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Η  γενοκτονία των Χριστιανών ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των  μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνες του Πόντου πριν το  Πόλεμο του 1914 ανέρχονταν σε 700.000 κατοίκους. Αριθμός που αναγνωρίσθηκε  επίσημα από την κυβέρνηση του Κιαμήλ πασσά. Η στατιστική της Μαύρης Βίβλου, η  οποία εκδόθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο του Πόντου στα 1922 αναφέρει: ‘οι  σφαγέντες και οπωσδήποτε εξολοθρευθέντες Ελληνες του Πόντου από το 1914 μέχρι το  1922 ανέρχονται εις τους εξής αριθμούς: Περιφέρεια Αμασείας134.078 Περιφέρεια  Ροδοπόλεως17.479, Περιφέρεια Χαλδείας – Κερασούντας 64.582, Περιφέρεια  Νεοκαισαρείας 27.216, Περιφέρεια Τραπεζούντας 38.435, Περιφέρεια Κολωνίας  21.448: Σύνολο 303.238. Μέχρι την Ανοιξη του 1924 το τραγικό μαρτυρολόγιο των  Ποντίων περιέλαβε ακόμα 50.000 νεομάρτυρες στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα. Ο  καθηγητής Γ. Κ. Βαλαβάνης, αναφέρει στη “ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”: “Η  εις ανθώπινον υλικόν απώλειαι των Ποντίων δύναται να υπολογισθεί από του Γενικού  πολέμου μέχρι Μαρτίου 1924 εις τριακοσίους πεντήκοντα τρεις χιλιάδες φονευθέντας  απαγχονισθέντας και αποθανόντας εκ πείνης, ασθενειών και κακουχιών.” (σ.σ.  Δηλαδή το 50% του πληθυσμού). Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού δημιουργεί ένα  πολιτικό κεφάλαιο που εξουδετερώνει τις μελλοντικές προκλήσεις της Άγκυρας.  Βοηθά τη γείτονα χώρα να συμφιλιωθεί με το ιστορικό της παρελθόν. Αντίθετα, η  λήθη και η κατάθεση στεφάνων στον σφαγέα του Ποντιακού Ελληνισμού καμιά συνδρομή  δεν θα μπορούσαν να έχουν στην από όλους ποθούμενη «ελληνοτουρκική φιλία». Η  αλήθεια,  η ιστορική μνήμη και η συγνώμη είναι ο μόνος δρόμος για την προσέγγιση των λαών.  Την οφείλουμε στην Ιστορία.

Θωμάς Σαββίδης γεννήθηκε στο Κληματάκι Γρεβενών.  Αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Τσοτυλίου Koζάνης  και σπούδασε Βιολογία και Χημεία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε  μεταπτυχιακές σπουδές στη Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας.  Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα στην Βοτανική και σήμερα είναι Επίκουρος  καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον Τομέα  Βοτανικής. Εργάστηκε ερευνητικά στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Γκαίττιγκεν και  στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών της Καρλσρούης (Γερμανία). Τα ερευνητικά του  ενδιαφέροντα εστιάζονται στην δομή των φυτικών οργανισμών και στην προστασία του  περιβάλλοντος από τοξικά και ραδιενεργά στοιχεία. Παράλληλα προσπαθεί να  αξιοποιήσει τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα ως πηγή επιστημονικής γνώσης στον  χώρο των θετικών επιστημών. Έχει δημοσιεύσει περίπου εκατό πρωτότυπες  επιστημονικές εργασίες ενώ πρόσφατα εξεδόθησαν βιβλία του με τίτλο: Η Διατροφή  στον Πόντο, το Μαστιχόδενδρο της Χίου και Ομήρου ‘Aμπελος.  Είναι μέλος  διεθνών επιστημονικών συλλόγων ενώ έντονη είναι η δράση του σε πολλές οργανώσεις  στον εθνικό χώρο.

ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

 

Η διατροφή της Δυτικής Μακεδονίας είναι  το αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης ανθρώπων και περιβάλλοντος στο κέντρο  του ελλαδικού χώρου. Η αξία και η αξιοπιστία της βασίζεται στον μακρόχρονο  πειραματισμό, την υιοθέτηση ή απόρριψη δοκιμασμένων διατροφικών συνηθειών. Αυτό  το προνόμιο δεν υπάρχει στις σύγχρονες διατροφικές αντιλήψεις και πειραματισμούς  με την καταναλωτική ταχύτητα και μέσα στα στενά χρονικά περιθώρια που διαθέτουν.  Το πείραμα που έγινε στον δυτικομακεδονικό χώρο, κράτησε χιλιάδες χρόνια και  φυσικά δεν ολοκληρώνεται ακόμα.

Η δυτικομακεδονική διατροφή  διαφοροποιείται από τη μεσογειακή, η οποία στηρίζεται στους τρεις πυλώνες  «σίτος», «οίνος» και «έλαιον», ως προς το τρίτο σκέλος. Το «έλαιον» ήταν είδος  εν ανεπαρκεία στη δυτική Μακεδονία και προς αυτό αναζητήθηκαν εναλλακτικές πηγές  στο ζωικό κυρίως βασίλειο (κρέας, ζωικό λίπος, γαλακτοκομικά). Μετά την  ευκολότερη εισαγωγή του ελαιολάδου και των άλλων φυτικών ελαίων η  δυτικομακεδονική διατροφή προσέγγισε περισσότερο την αποκαλούμενη μεσογειακή  διατροφή, η οποία γενικότερα είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική της χώρας μας.

Παρά τις σύγχρονες προκλήσεις, προέλευσης  κυρίως υπερατλαντικής, η δυτικομακεδονική διατροφή, παρακλάδι της μεσογειακής,  αποτελεί την πλέον πειστική διατροφική πρόταση για τον λόγο της μακράς  δοκιμασίας της, αλλά και του διαχρονικού πολιτιστικού αποτελέσματος που έχει να  επιδείξει. H μακρά εξελικτική πορεία της  δυτικομακεδονικής διατροφής έγινε σε διάφορα στάδια, όπου η εμφάνιση ενός  προϊόντος ανέτρεπε τα διατροφικά, οικονομικά, πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα  στην περιοχή.

Στην προϊστορική εποχή, πριν από την εισαγωγή της καλλιέργειας των δημητριακών,  η διατροφική κατάσταση ήταν δραματική. Οι προϊστορικοί κάτοικοι της δυτικής  Μακεδονίας τρέφονταν κυρίως με βελανίδια, τον καρπό της φηγού. Από τη φηγό  δηλαδή τη βαλανιδιά, ως βάση διατροφής, έλκουν την καταγωγή τους οι λέξεις  φαγητό, έφαγα κ. λ. π. Οι άλλες λέξεις όπως χορταίνω προέρχονται από το «χόρτον»  δηλ. φυτικής προέλευσης τροφή που αποτελούσε επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό σε ένα  γεύμα. Βέβαια, το ρήμα τρώγω είναι λέξη ηχοποίητος από το θόρυβο που  συνοδεύει την μάσηση (τρωκτικό). Η μετάβαση από τη βαλανοφαγία στην σιτοφαγία  ήταν η μεγαλύτερη διατροφική επανάσταση. Έτσι ο σιτοφάγος (από σίτος +  φαγείν) έγινε όρος ταυτόσημος με τον άνθρωπο, τον κοινό θνητό.

Τα  σπέρματα των σιτηρών αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη πηγή συμπυκνωμένων πρωτεϊνών και  υδατανθράκων. Η καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε σχετικά εύκολα  στις εύκρατες ζώνες,  όπου καλλιεργήθηκαν για τις διατροφικές ανάγκες του ανθρώπου και των οικόσιτων  ζώων. Τα δημητριακά είναι το πρώτο από τα βασικά συστατικά της ανθρώπινης  διατροφής και γι’ αυτό τέθηκαν υπό την προστασία της Δήμητρας, η οποία και τα  έφερε από τη Συρία με τη βοήθεια του Τριπτόλεμου. Οι κοινωνία των ανθρώπων στη  δυτική Μακεδονία αναπτύχθηκε με την έναρξη καλλιέργειας των δημητριακών. Αυτά  βοήθησαν στην ευκολότερη παραγωγή τροφής, η οποία μπορούσε και να αποθηκευτεί.

Το  κλίμα αλλά και οι διαθέσιμες εκτάσεις στα οροπέδια της δυτικής Μακεδονίας ήταν  ιδανικά για την καλλιέργεια των δημητριακών, δεδομένου ότι δεν είναι ιδιαίτερα  απαιτητικά φυτά. Ταυτόχρονα έκανε την εμφάνισή της και η άμπελος με το προϊόν  της τον οίνο. Στην αρχαϊκή εποχή τα κύρια συστατικά ενός γεύματος ήταν ο άρτος,  το κρέας και ο οίνος. Σποραδικά εισέρχονται τα λαχανικά, οι καρποί των δένδρων  και τα όσπρια. Οι κάτοικοι επομένως της δυτικής Μακεδονίας στην αρχαϊκή εποχή θα  πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό λαός κρεατοφάγος και γνώριζαν πολύ καλά την τέχνη  της παρασκευής και συντήρησης του κρέατος, παράδοση την οποία επάξια διατηρούν  μέχρι σήμερα.

Αργότερα με την οργάνωση των κοινωνιών, και την στροφή προς την κτηνοτροφία ένα  μεγάλο ποσοστό του κρέατος αντικαταστάθηκε από το προϊόν των οικόσιτων ζώων, και  ιδιαίτερα των αιγοπροβάτων, δηλαδή το γάλα. Η κυριότερη μορφή αξιοποίησης του  γάλακτος ήταν το τυρί, το οποίο εξελίχτηκε σε βασικό και πλήρες τρόφιμο. Με τη  μορφή αυτή ήταν διαθέσιμο όλο το χρόνο, μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί στον τόπο  εργασίας ενώ παράλληλα έγινε και ένα κύριο ανταλλάξιμο ή εξαγώωγιμο προϊόν προς  άλλες κοινωνίες για την εισαγωγή πλούτου. Παραδοσιακά στη δυτική Μακεδονία  αναπτύχθηκαν οι περισσότερες ποικιλίες τυριών συσσωρεύοντας γνώση και εμπειρία  γενεών.    

Ο  λόγος της έντονης κρεατοφαγίας, στα πρώτα τουλάχιστον στάδια της  δυτικομακεδονικής διατροφής, μπορεί να αποδοθεί στην μανιώδη αναζήτηση λιπών τα  οποία δεν ανεύρισκαν από άλλες πηγές, εκτός του ζωικού βασιλείου. Το έλαιον το  οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής ήταν  ήδη γνωστό στον ελλαδικό χώρο από την ομηρική εποχή. Όμως χρήση του τότε ήταν  κυρίως καλλωπιστική και τελετουργική. Συνήθως το χρησιμοποιούσαν στην  καθαριότητα και υγιεινή του σώματος και ποτέ ως τρόφιμο. Από την κλασική εποχή  μπήκε στη διατροφή του ανθρώπου δημιουργώντας τον απαράμιλλο κλασικό ελληνικό  πολιτισμό. Στη δυτική Μακεδονία όμως το ελαιόλαδο παρέμενε για πολύ καιρό ακόμα  άγνωστη λέξη.

Ο  οίνος, το δεύτερο συστατικό της μεσογειακής διατροφής μετά τον σίτο, παραγόταν  μαζικά και συστηματικά στη δυτική Μακεδονία που διέθετε κατάλληλες εδαφολογικές  και κλιματολογικές συνθήκες. Συνδέθηκε με τις κοινωνικές σχέσεις και τα έθιμα  καθόσον ήταν αγαθό με μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία,. Ήταν αγαθό  εμπορίου και ανταλλαγών και μία πηγή εσόδων για το λαό. Ο οίνος ήταν αναπόσπαστο  συστατικό της καθημερινής διατροφής και οι Δυτικομακεδόνες ήταν πιστοί  καταναλωτές. Η κατανάλωση ιδιαίτερα ερυθρού οίνου άρχιζε από την παιδική ηλικία  και αποτελούσε μέρος της διατροφικής παιδείας. Ο οίνος ήταν και παραμένει στη  δυτική Μακεδονία τρόφιμο και για το λόγο αυτό μέχρι σήμερα ο αλκοολισμός δεν  βρήκε εδώ πρόσφορο έδαφος.

Η  κατανάλωση ερυθρού οίνου ήταν απαραίτητη στη δυτικομακεδονική διατροφή που  περιείχε ιστορικά υψηλό ποσοστό ζωικών λιπών και ελάχιστων ή καθόλου φυτικών.  Ήταν δηλαδή το φυσικό αντίδοτο της κατανάλωσης κρέατος ή τυροκομικών. Είναι  γνωστό ότι ο ερυθρός οίνος περιέχει ταννίνες οι οποίες προκαλούν αγγειοδιαστολή  και κατά συνέπεια καλύτερη αιμάτωση του σώματος με τελικό στόχο τον φυσιολογικό  μεταβολισμό των ζωικών λιπών. Έχει ευρεθεί ότι ο ερυθρός οίνος διευκολύνει την  κυκλοφορία του αίματος, την μείωση των καρδιοαγγειακών επεισοδίων και την  μακροζωΐα. Αυτό καταγράφηκε στην επιστημονική βιβλιογραφία ως «γαλλικό παράδοξο»  καθόσον στη Γαλλία, με ανάλογη υψηλή κατανάλωση λιπαρών (κρέας, τυριά), η  συχνότητα των καρδιοπαθειών είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη.

Το  κάθε νοικοκυριό έπρεπε να καλλιεργεί από ένα τουλάχιστον μέχρι περισσότερα  στρέμματα αμπελώνα για τις οικιακές ανάγκες αρχικά και ενδεχομένως για  οικονομική εκμετάλλευση. Ο καλλιεργητικός κύκλος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της  κοινωνικής ζωής με κορυφαία διαδικασία τον τρύγο, την οινοποίηση και λίγο  αργότερα την παρασκευή του τσίπουρου στα αποστακτήρια. Ο ρυθμιστικός ρόλος της  κατανάλωση των δύο αυτών προϊόντων συνδεόταν με τη φυσιολογία διατροφής, τη  λειτουργίας της κοινωνίας και τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η  κατανάλωση οίνου στη δυτική Μακεδονία ρύθμιζε τις σχέσεις των ανθρώπων στην  κοινωνία και ποτέ δεν ήταν η αιτία διατάραξής τους, όπως συμβαίνει σε αρκετές  περιπτώσεις στις μέρες μας.

Μεταξύ των δύο φύλλων, η κατανάλωση του οίνου είναι συγκριτικά υψηλότερη στους  άντρες από ότι στο γυναικείο πληθυσμό. Το μικρότερο σε όγκο γυναικείο σώμα με  μικρότερη ποσότητα αίματος, έχει περιορισμένες δυνατότητες μεταβολισμού του  οίνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λίπος  στους γυναικείους ιστούς, όπου το οινόπνευμα δεν διαλύεται, έχει σαν αποτέλεσμα  να δημιουργούνται πιο εύκολα υψηλότερες συγκεντρώσεις στο αίμα. Στην περίπτωση  αυτή ο οίνος αντί για ρυθμιστικό τρόφιμο θα γινόταν πρόβλημα. Η διακριτική όμως  θέση της γυναίκας στην κοινωνία της δυτικής Μακεδονίας επέβαλε μικρότερη  αναλογία οινοποσίας από το ωραίο φύλλο.

Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το έλαιον ερχόταν σε περιορισμένες ποσότητες  στη δυτική Μακεδονία. Τα λίπη, απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου,  προερχόταν κυρίως από τα οικόσιτα ζώα. Τους χειμερινούς μήνες από τους χοίρους  με την παραδοσιακή σφαγή τους πριν τα Χριστούγεννα. Το λίπος ενός χοίρου  επαρκούσε σχεδόν για ολόκληρη τη χρονιά για μέση οικογένεια. Το κρέας λόγω της  ψυχρής εποχής μπορούσε να διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια των εορτών στα υπόγεια  των νοικοκυριών. Παραπέρα επιμήκυνση του χρόνου κατανάλωσης γινόταν με άλλες  παραδοσιακές μεθόδους, όπως συντήρηση σε αλάτι (πάστωμα) ή λουκάνικα. Σε άλλες  περιπτώσεις το τηγανισμένο κρέας εμβαπτίζονταν σε λίπος όπου παρέμενε αναλλοίωτο  μέχρι το καλοκαίρι (καβουρμάς).

Τα  αιγοπρόβατα ήταν μια δεύτερη πηγή λιπών και κρέατος από τους εαρινούς μήνες και  μετά. Βέβαια, η νηστεία της σαρακοστής, που συνέπιπτε με τις γιορτές του Πάσχα,  προστάτευε το ζωικό κεφάλαιο μέχρι την πλήρη ανάπτυξή του. Την εποχή αυτή  γινόταν το ξεκαθάρισμα των αμνών που θα εξελισσόταν σε γαλακτοπαραγωγικά άτομα  (θηλυκά) και αυτών που θα θυσιαζόταν για το πασχαλινό τραπέζι (αρσενικά) αλλά  και για την δημιουργία εσόδων για τα νοικοκυριά. Μετά από αυτή τη ρύθμιση τα  αιγοπρόβατα εγκατέλειπαν τις εγκαταστάσεις του χωριού και αναχωρούσαν για την  θερινή τους διαβίωση στην ύπαιθρο για επτά μήνες. Η αναχώρηση των αιγοπροβάτων  γινόταν παραδοσιακά την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου (23η  Απριλίου), ενώ η επάνοδος τους του Αγίου Δημητρίου (26η Οκτωβρίου).   

Κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών και προς χάριν έκτακτου κοινωνικού γεγονότος  ή κάποιου ατυχήματος θα μπορούσε να θυσιαστεί κάποιο άτομο από τα αιγοπρόβατα.  Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν σφαζόταν τα βοοειδή τα οποία προοριζόταν  αποκλειστικά για παραγωγή έργου (βόδια) ή γάλακτος (αγελάδες). Κατά κανόνα τα  βοοειδή πέθαιναν από φυσικό θάνατο και ποτέ δεν αξιοποιούνταν για το κρέας τους.  Ίσως το μέγεθος, η απόσταση που είχαν με τον άνθρωπο αλλά και η πολύτιμη  καθημερινή τους συνεργασία με αυτόν τα έφερνε σε ίση μοίρα με τα μέλη της  οικογένειας. Ακόμα και στην περίπτωση που από ανάγκη έπρεπε να σφαγιαστεί το  ζώο, εξ’ αιτίας π. χ. τραυματισμού, έτρωγε από το κρέας του όλο το χωριό εκτός  από τον ιδιοκτήτη.

Μια άλλη πηγή πρωτεϊνών και λίπους σε πρώτη ζήτηση ήταν τα πουλερικά και τα αγά  τους. Ένας αριθμός ατόμων, πάνω από 20, ήταν απαραίτητος για τις ανάγκες του  μέσου νοικοκυριού. Παρά την ενοχλητική τους παρουσία με τις ζημιές που  προκαλούσαν στους κήπους, οι κότες ήταν πάντα απαραίτητες και μόνο τα τελευταία  χρόνια μετακόμισαν στα οργανωμένα πτηνοτροφία. Το κρέας τους αποτελούσε πλήρη  και εύπεπτη τροφή που καταναλωνόταν αυθημερόν. Έτσι δεν μπορούσε να δημιουργηθεί  ανάγκη συντήρησης του κρέατος σε καιρούς πριν από την εμφάνιση των ψυγείων.  Τα  αυγά τους ήταν μικροδόσεις πρωτεϊνών, κυρίως για τα παιδιά, σε αδιάκοπη και  καθημερινή βάση.

Όμως ο καλύτερος συνδυασμός των τριών κύριων ομάδων θρεπτικών ουσιών (φυτικές  πρωτεΐνες, ζωικά λίπη, υδατάνθρακες) στην δυτικομακεδονική διατροφή ήταν οι  παραδοσιακές πίτες. Αποτελούσαν πλήρη τροφή για όλες τις εποχές και μπορούσαν να  μεταφερθούν στην πιο συμπυκνωμένη δυνατή μορφή εκτός νοικοκυριού, στον τόπο  εργασίας. Ακόμα το λεπτό στρώμα λίπους με το οποίο επαλείφονταν τα φύλλα της  ζύμης, τα προστάτευε από μύκητες και άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς που θα  μπορούσαν να αναπτυχθούν στις θερμές κυρίως εποχές. Παρά το γεγονός ότι η πίτα  στις διάφορες μορφές της είναι γνωστή σε όλους τους βαλκανικούς λαούς, στη  δυτική Μακεδονία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατροφή του πληθυσμού, αλλά και  βρήκε το καταλληλότερο έδαφος για την ιδανικότερη εξέλιξη.

Στην σύγχρονη εποχή με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την ευχερέστερη  εισαγωγή του ελαιολάδου στη δυτικομακεδονική διατροφή, συμπληρώθηκε η  «μεσογειακή τριάδα» σίτος, οίνος και έλαιον. Η εισαγωγή του ελαιολάδου περιόρισε  σημαντικά την κατανάλωση κρέατος ως πηγής λιπιδίων και οι λιγοστές πλέον  ποσότητες περιορίστηκαν στο ρόλο της πηγής ζωικών πρωτεϊνών. Το κρέας δεν ήταν  πλέον τόσο απαραίτητο ενώ η προσοχή στράφηκε περισσότερο στο φυτικό βασίλειο και  στα λαχανικά. Η εισαγωγή του τρίτου στοιχείου, του ελαιολάδου, δημιούργησε την  απαραίτητη διατροφική σταθερότητα για μια ολοκληρωμένη πλέον δυτικομακεδονική  διατροφή προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνίας και την παραγωγή πολιτιστικού  έργου.

«Σίτος», «οίνος» και «έλαιον»

Οι τρεις  πυλώνες της Μεσογειακής Διατροφής.

 

Η μεσογειακή διατροφή δεν είναι εύρημα κάποιων ευφυών κατοίκων  της Mεσογείου,  αλλά το αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης ανθρώπου και περιβάλλοντος. Η  αξία και η αξιοπιστία της βασίζεται στον μακρόχρονο πειραματισμό, την υιοθέτηση  ή απόρριψη δοκιμασμένων διατροφικών συνηθειών κάτι που οι σύγχρονες προτάσεις  και πειραματισμοί δεν θα είχαν ποτέ την ευχέρεια να αξιοποιήσουν στα στενά  χρονικά περιθώρια που διαθέτουν. Το πείραμα έγινε στον ελλαδικό χώρο, κράτησε  τουλάχιστον 4.000 χρόνια και φυσικά δεν ολοκληρώνεται ακόμα.

Η  μεσογειακή διατροφή στηρίζεται στους τρεις πυλώνες «σίτος», «οίνος» και «έλαιον»  με αυτή τη χρονολογική σειρά που αναφέρονται. Βέβαια ρόλο ρυθμιστικό κατέχουν το  κρέας, τα ψάρια, οι καρποί, τα λαχανικά και τα όσπρια, η συμμετοχή των οποίων  αυξομειώνεται στις κατά καιρούς ιστορικές περιόδους. Παρά τις σύγχρονες  προκλήσεις, προέλευσης κυρίως υπερατλαντικής, η μεσογειακή διατροφή αποτελεί την  πλέον πειστική πρόταση για τον λόγο της μακράς δοκιμασίας της αλλά και του  διαχρονικού πολιτιστικού αποτελέσματος που έχει να επιδείξει. Στη μακρά  εξελικτική πορεία της μεσογειακής διατροφής μπορούν να διακριθούν αναπτυξιακά  στάδια, όπου η εμφάνιση ενός προϊόντος ανατρέπει τα διατροφικά, οικονομικά,  πολιτιστικά και γεω-στρατηγικά δεδομένα στον μεσογειακό χώρο:

Προ-ομηρική εποχή (βελανίδια, κρέας)

Η  διατροφική κατάσταση στην προ-ομηρική εποχή, πριν από την εισαγωγή της  καλλιέργειας των δημητριακών ήταν δραματική. Οι αρχαίοι Αρκάδες τρέφονταν κυρίως  με βελανίδια, τον καρπό της φηγού (βαλανιδιά). Από τη φηγό, ως βάση διατροφής,  έλκουν την καταγωγή τους οι λέξεις φαγητό, έφαγα κ. λ. π. Οι άλλες λέξεις όπως  χορταίνω προέρχονται από το «χόρτον» δηλ. φυτικής προέλευσης τροφή που  αποτελούσε επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό σε ένα γεύμα. Βέβαια το ρήμα τρώγω είναι λέξη ηχοποίητος από το θόρυβο που συνοδεύει την μάσηση (τρωκτικό).

Η  μετάβαση από τη βαλανοφαγία στην σιτοφαγία ήταν η μεγαλύτερη διατροφική  επανάσταση. Έτσι ο σιτοφάγος (από σίτος + φαγείν) ήταν ταυτόσημος με τον  άνθρωπο, τον κοινό θνητό. Με την εισαγωγή της «μάζας» δηλαδή της ζύμης, (από το μάσσω), επήλθε τεράστια διατροφική, και ταυτόχρονα πολιτιστική, πρόοδος. Η  «μάζα» ή ορθότερα η «κυρβαίη μάζα», από το κυρκάνω = ανακατώνω, ήταν  αρχικά ζύμη κριθής, και αργότερα και άλλων δημητριακών. Από το «κυρβαίη»  προέκυψε και το σύγχρονο καρβέλι = άρτος, ψωμί.

Οι καρποί των σιτηρών αποτελούσαν τη σπουδαιότερη πηγή  συμπυκνωμένων πρωτεϊνών και υδατανθράκων για τον άνθρωπο και τα ζώα. Η  καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε σχετικά εύκολα  στις εύκρατες ζώνες καθόσον καλλιεργήθηκαν για τις επισιτιστικές ανάγκες του  ανθρώπου και των οικόσιτων ζώων. Τα δημητριακά είναι από τα βασικά συστατικά της  ανθρώπινης διατροφής και γι’ αυτό τέθηκαν κάτω από την προστασία της Δήμητρας.

Οι  κοινωνίες των ανθρώπων του παλιού και νέου κόσμου αναπτύχθηκαν με την έναρξη  καλλιέργειας των δημητριακών (σιτηρών). Αυτά βοήθησαν στην ευκολότερη παραγωγή  τροφής, η οποία μπορούσε και να αποθηκευθεί. Οι πλέον αξιόλογοι πολιτισμοί  εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με την καλλιέργεια και ανάπτυξη των δημητριακών. Οι  Αιγύπτιοι, Σουμέριοι, Ασσύριοι κ.λ.π. αναπτύχθηκαν με την καλλιέργεια κυρίως του  σίτου και της κριθής, οι Ινδοί και Κινέζοι με την καλλιέργεια της ορύζης και του  κέχρου, ενώ στο Νέο Κόσμο ο πολιτισμός των Άζτέκων και των Ίνκας στηρίχτηκε σε  ένα άλλο άγνωστο για τον αρχαίο κόσμο δημητριακό, τον αραβόσιτο.

Ομηρική εποχή (σίτος, οίνος,  κρέας)

1.  Σίτος

Ο  σίτος ή πυρός, όπως και η κριθή, άρχισε να καλλιεργείται στην ΝΔ Ασία περί το  10.000 π. χ. Η κοιτίδα του οριοθετείται από τη μία πλευρά από την κοιλάδα του  Τίγρη και του Εφράτη (Μεσοποταμία) και από την άλλη τα όρη του Ευξείνου Πόντου,  Συρίας και Ιορδανίας. Η περιοχή ονομάστηκε «εύφορο μισοφέγγαρο» και  χαρακτηριζόταν από φιλόξενο κλίμα ιδανικό για την ανάπτυξη των φυτών. Από τα  πολλά είδη αυτοφυούς σίτου, μόνο το μονόκοκκο είδος Triticum boeoticum είναι ιθαγενές της  Ελλάδος, με ασήμαντη βέβαια απόδοση. Για το λόγο αυτό από πολύ ενωρίς εισήχθησαν  αποδοτικότερα είδη σίτου από την Ανατολή.

Tα  κύρια συστατικά ενός γεύματος, σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου, ήταν ο  άρτος, το κρέας και ο οίνος. Σποραδικά αναφέρονται οι καρποί των δένδρων και τα  όσπρια. Ουδέποτε αναφέρονται τα λαχανικά παρά τις συχνές αναφορές των γευμάτων.  Οι Έλληνες επομένως της μυκηναϊκής εποχής θα πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό λαός  κρεατοφάγος και γνώριζαν πολύ καλά την τέχνη της παρασκευής του κρέατος. Πολύ  αργότερα με την εισαγωγή νέων φυτικών ειδών κυρίως από τη δυτική Ασία, άρχισε να  αναγνωρίζεται η αξία των φυτών και ιδιαίτερα των λαχανικών στη διατροφή τους.

Ο  λόγος της έντονης κρεατοφαγίας μπορεί να αποδοθεί στην αναζήτηση λιπών τα οποία  δεν ανεύρισκαν από άλλες πηγές. Το έλαιον το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα το  βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής ήταν ήδη γνωστό στην ομηρική εποχή.  Όμως χρήση του τότε ήταν κυρίως καλλωπιστική και τελετουργική. Συνήθως το  χρησιμοποιούσαν στην καθαριότητα και υγιεινή του σώματος.

2. Oίνος

Ο  οίνος, το δεύτερο συστατικό της μεσογειακής διατροφής, ένα αγαθό του πολιτισμού  του προελληνικού κόσμου που παραγόταν μαζικά και συστηματικά σε συγκεκριμένους  τόπους, με κατάλληλες εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες. Συνδέθηκε με τις  κοινωνικές σχέσεις και τα έθιμα της εποχής του χαλκού καθόσον ήταν αγαθό με  μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία ως αγαθό εμπορίου και ανταλλαγών και μία  πηγή εσόδων για ένα λαό. Η πρώτη αναφορά του οίνου σε γραπτό κείμενο γίνεται από  τον Όμηρο ο οποίος δεν αναφέρει γεύμα χωρίς οίνο ως απαραίτητο συστατικό.

Ο οίνος ήταν αναπόσπαστο συστατικό της καθημερινής διατροφής.  Μάλιστα ήταν στερεότυπη η έκφραση “σίτου και οίνοιο” (Ιλ. Ι, 706, Τ, 161),  “οίνοιο και εδωδής” (Ιλ. Τ, 167). Οι Έλληνες της ομηρικής  εποχής ήταν φανατικοί οινοπότες. Η οινοποσία άρχιζε από την παιδική ηλικία και  αποτελούσε μέρος της διατροφικής παιδείας. Από την εποχή του χαλκού, αλλά και  στους μετέπειτα χρόνους, οι αρχαίοι έπιναν τον οίνο κατά κανόνα μετά από αμάμιξή  του με νερό. Η σωστή αραίωση ήταν τρία μέρη νερού προς ένα μέρος οίνου. Έτσι  μπορούσαν να καταναλώσουν μεγαλύτερη ποσότητα υγρού, που απαιτεί το ζεστό κλίμα  του ελληνικού χώρου, με περιορισμένες τις δυσάρεστες παρενέργειες.

Θεοί  και οίνος

Οι  θεοί δεν έπιναν οίνο αλλά ένα σακχαρούχο χυμό, το νέκταρ, το οποίο σχετιζόταν με  την αθανασία. Αναφέρεται σαφώς ότι οι θεοί δεν πίνουν οίνο και γιαυτό δεν έχουν  αίμα (αναίμονες).

«ου πίνουσ’ αίθοπα οίνον,

τούνεκ’ αναίμονές εισί και αθάνατοι καλέονται» (Ιλ. Ε, 339)

Η  συσχέτιση του ερυθρού οίνου με το αίμα προκύπτει αρχικά από το ίδιο ερυθρό χρώμα  των δύο υγρών. Επίσης είναι γνωστό ότι ο ερυθρός οίνος περιέχει ταννίνες οι  οποίες προκαλούν αγγειοδιαστολή και κατά συνέπεια καλύτερη αιμάτωση του σώματος.  Έχει ευρεθεί ότι ο ερυθρός οίνος διευκολύνει την κυκλοφορία του αίματος  προκαλώντας καλύτερη αιμάτωση των ιστών μείωση των καρδιοαγγειακών επεισοδίων  και μακροζωϊα. Αυτό καταγράφηκε στην επιστημονική βιβλιογραφία ως «γαλλικό  παράδοξο» καθόσον στη Γαλλία, με υψηλή κατανάλωση λιπαρών, η συχνότητα των  καρδιοπαθειών είναι χαμηλή.

Οι  θεοί δεν πίνουν οίνο επομένως δεν έχουν αίμα ή αντίστροφα αφού δεν έχουν αίμα  δεν τους είναι απαραίτητος ο οίνος. Αντί αίματος οι θεοί έχουν ένα άλλο υγρό το  ιχώρ.

Είναι  χαρακτηριστικό ότι σπάνια αναφέρεται η χρήση του οίνου από τις γυναίκες. Το  μικρότερο σε όγκο γυναικείο σώμα με μικρότερη ποσότητα αίματος, έχει  περιορισμένες δυνατότητες μεταβολισμού του οίνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό  με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λίπος, όπου το οινόπνευμα δεν διαλύεται, έχει  σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιο εύκολα υψηλότερες συγκεντρώσεις στο αίμα.  Ακόμα το θερμό κλίμα, η εργασία αλλά και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία της  εποχής του χαλκού πιθανόν να είναι λόγοι της μη αναφοράς της οινοποσίας από το  ωραίο φύλλο.

Κλασική εποχή (σίτος, οίνος, έλαιον)

Στην κλασική εποχή συμπληρώθηκε η «μεσογειακή τριάδα» σίτος,  οίνος και έλαιον με την εισαγωγή του ελαιολάδου στη διατροφή. Κατά την διάρκεια  της παντοδυναμίας των Αθηνών, η καλλιέργεια της ελαίας έδωσε οικονομική ευρωστία  στην πόλη και τα εισαγόμενα δημητριακά ανταλλάσσονταν με ελαιόλαδο. Ο Σόλων  θέσπισε αυστηρούς νόμους για την προστασία του δένδρου και την εξάπλωση του  δένδρου, το οποίο έγινε ιερό και ταυτίστηκε με την Αθηνά. Στο αθηναϊκό  τετράδραχμο απεικονίζονται τα ιερά σύμβολα της Αθηνάς γλαύκα και κλάδος ελαίας.  Κατά τον Ηρόδοτο η Αθήνα ήταν το  κέντρο της ελαιοκαλλιέργειας και το η πόλη διατηρούσε το προνόμιο του μονοπωλίου  του ελαιολάδου. Έχει υπολογιστεί ότι κάθε ενήλικας αθηναίος πολίτης που πήγαινε  στο γυμναστήριο, χρησιμοποιούσε κατά μέσο όρο 55 λίτρα ελαίου  ετησίως: 30 λίτρα για προσωπική υγιεινή, 20 λίτρα στη δίαιτά του, 3 λίτρα ως  καύσιμο, 2 λίτρα για θρησκευτικούς σκοπούς και 0,5 λίτρα ως φάρμακο.

Η  εισαγωγή του ελαιολάδου περιόρισε σημαντικά την κατανάλωση κρέατος ως πηγής  λιπιδίων και οι λιγοστές πλέον ποσότητες περιορίστηκαν στο ρόλο της πηγής ζωικών  πρωτεϊνών. Το κρέας δεν ήταν πλέον τόσο απαραίτητο ενώ η προσοχή στράφηκε  περισσότερο στο φυτικό βασίλειο και στα λαχανικά. Ο Αντιφάνης μάλιστα, στην  εποχή του, χαρακτήριζε τους Έλληνες «φυλλοτρώγας».

Σύγχρονη εποχή

Σήμερα με την βιομηχανοποίηση της παραγωγής κρέατος από τις δυτικές κοινωνίες  δόθηκε αρχικά η εντύπωση της αναβάθμισης της διατροφής με την κατανάλωση ζωικών  πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας. Δεν προσμετρήθηκαν όμως τα παραπροϊόντα του  μεταβολισμού του ζώου ούτε και τα λιπίδια που συνοδεύουν τις πρωτεΐνες. Τα  αποτελέσματα αυτών των πειραματισμών έγιναν γνωστά ενωρίς στο δυτικό κόσμο που  επανήλθε δειλά στον άρτο ως καθημερινής πηγής πρωτεϊνών. Αντίθετα πέρα από τον  Ατλαντικό η κοινωνία της αφθονίας κατέστησε τη διατροφή ένα μόνιμο και  δυσεπίλυτο πρόβλημα. Τα ποσοστά των υπέρβαρων τραγικά υψηλά, προτάσεις θεραπείας  αναρίθμητες και καμία μέχρι στιγμής αξιόπιστη. Ο λόγος? Ο ελάχιστος χρόνος που  είχαν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι, ποικίλης πολιτισμικής προέλευσης, να  συζητήσουν με το εκεί νέο περιβάλλον για μια κοινά αποδεκτή διατροφική σχέση.  Αντίθετα στη μεσόγειο, στον ελλαδικό χώρο η αλληλεπίδραση ανθρώπων και  περιβάλλοντος διαρκεί πολλές χιλιετίες.

Στο  σύγχρονο πειραματισμό της βιοτεχνολογίας που υπόσχεται με μεταλλάξεις και άλλους  αλχημισμούς να λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης διατροφής, δεν θα λέγαμε κατ’  αρχήν όχι. Οι προθέσεις όμως αυτές συνάδουν όμως με το μονοπωλιακό οικονομικό  κέρδος και τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου, την στιγμή που ελέγχεται η βασικότερη  λειτουργία του, η διατροφή. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραματισμών ολέθρια. Τα  είδαμε, όχι λίγες φορές «ιδίοις όμμασι», για να μην θυμηθούμε τις τρελές  αγελάδες, τις διοξίνες, πανδημίες κ.λ.π. Δεν αρνούμεθα την επιστημονική έρευνα,  αντίθετα συμμετέχουμε με αισιοδοξία και την ενθαρρύνουμε. Όμως ας είμαστε  ρεαλιστές. Ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάστηκε μερικά εκατομμύρια χρόνια να  προσαρμοστεί στις διατροφικές συνθήκες που του παρείχε η φύση. Δεν έχει την  δυνατότητα να αναπροσαρμοστεί τόσο εύκολα στον υποσχόμενο διατροφικό παράδεισο  των μονοπωλίων. Ίσως μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια…

Ομηρικές λέξεις και εκφράσεις στην  Ποντιακή διάλεκτο

 

Τα ομηρικά έπη γράφτηκαν σε μια γλώσσα, η οποία βασίζεται στις  δύο αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, την ιωνική και την αιολική, τις οποίες  ομιλούσαν κυρίως στη Μικρά Ασία. Η ποντιακή διάλεκτος  προέρχεται από την αρχαία ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των πρώτων αποίκων  του Πόντου από την ιωνική Μίλητο. Με την πάροδο του χρόνου και με την επίδραση  γεωγραφικών, κλιματολογικών, ιστορικών, εθνολογικών κτλ. παραγόντων  δημιουργήθηκαν εξελικτικά από την ιωνική διάφορες διάλεκτοι, μία των οποίων  είναι η ποντιακή. Με την εγκατάσταση και άλλων ελληνικών φύλων, όπως για  παράδειγμα των κατοίκων της Τραπεζούντας της Αρκαδίας (4ος αιών π.Χ.), οι οποίοι  άλλαξαν και το όνομα Τραπεζούς από Οιζηνίς και ιδιαίτερα των αιολικών φύλων  εισήχθησαν και σποραδικοί αιολισμοί.

Ο  Όμηρος δεν αναφέρει πουθενά τον όρο Πόντος ή Εύξεινος Πόντος. Αντίθετα,  αναφέρονται διάφορες εθνότητες του Πόντου, οι οποίες φυσικά στην αναμέτρηση  τάχθηκαν στο πλευρό των Τρώων για ευνόητους λόγους.

Συγκεκριμένα αναφέρονται οι Σόλυμοι (Ιλ. Ζ, 184, 203, 204, Οδ. ε, 282), οι  Λύκιοι (Ιλ. Δ, 101, 119, Ρ, 172, Π, 437, Ζ, 194,Π, 673, Ζ, 188, Ζ, 210), οι  Κάρες (Ιλ. Β, 867), οι Φρύγιοι (Ιλ. Ω, 545, Γ, 184, Π, 719, Σ, 291), οι Μήονες  (Ιλ. Β, 864, Κ, 431) οι Αμαζόνες (Ιλ. Ζ, 186, Γ, 189), οι Αλιζώνες (Ιλ. Β, 856,  Ε, 39), οι Παφλαγόνες (Ιλ. Β, 851, Ε, 577) και οι Μυσοί (Ιλ. Β, 858, Κ, 430, Ξ,  512). Από τις πόλεις του Πόντου αναφέρονται η Κύτωρος (Ιλ. Β, 853), μετέπειτα  Κωτύωρα και σημερινή Ορντού, η Σήσαμος (Ιλ. Β, 853), η Κρώμνα (Ιλ. Β, 855),  μετέπειτα Κρώμνη και η Αιγίαλος (Ιλ. Β, 855). Η  Τροία, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα των ομηρικών επών, ήταν ο φρουρός του  Ελλησπόντου, και εισέπραττε διόδια από εμπορικά πλοία, τα οποία αναζητούσαν  πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο και την Ασία.

Ο  Πόντος ήταν καθοριστικής σημασίας για την τύχη των Ελλήνων, καθόσον έκρυβε εκτός  από ευγενή μέταλλα, πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Ακόμη, η πρόσβαση στην Ασία ήταν  ευκολότερη από τα λιμάνια του Πόντου παρά από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτό  ενισχύεται από το γεγονός ότι ο εποικισμός του Πόντου που επακολούθησε έγινε από  τους Μιλήσιους, οι οποίοι έτσι έφθαναν ευκολότερα στον πλούτο της Ανατολής. Ο  Πόντος απετέλεσε τη γέφυρα μετάβασης φυτών και ζώων από την Ασία στην κλασική  Ελλάδα και αργότερα στη Ρώμη και την Ευρώπη. Στο  πέρασμα των 28 αιώνων ζωής, η ποντιακή διάλεκτος δέχτηκε επιδράσεις από την  κοινή των αλεξανδρινών χρόνων, και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου. Ακόμη,  επηρεάστηκε από τους Γενουάτες και τους Βενετούς της Τραπεζούντας, τους Πέρσες  και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους. Η τελική μορφή της  ποντιακής διαλέκτου γίνεται στην εποχή των Κομνηνών.

Έτσι,  η ποντιακή διάλεκτος αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και την ιστορική πορεία αυτού  του λαού διά μέσου των αιώνων και των αλλόγλωσσων γειτονικών λαών. Ως  εξαρχής ιωνική διάλεκτος με εξέλιξη εκτός Ελλάδος, η ποντιακή έχει τις ρίζες της  μέχρι την ομηρική γλώσσα. Η συμβολή της όμως στην εθνική αυτογνωσία συνίσταται  στο γεγονός ότι διέσωσε αρκετά ομηρικά στοιχεία, τα οποία σε άλλες νεοελληνικές  διαλέκτους εξέλειπαν. Σε πολλές περιπτώσεις τα ιωνικά στοιχεία, όπως λέξεις,  εκφράσεις ή ιδιωματισμοί των ομηρικών επών διατηρήθηκαν αναλλοίωτα,  συνεισφέροντας τα μέγιστα στη γλωσσική μας κληρονομιά. Ως κληρονόμος της ιωνικής  διατηρεί αναλλοίωτες ή παραφθαρμένες πολλές λέξεις, πολλούς αρχαϊσμούς και  γραμματικούς ή συντακτικούς τύπους, οπότε μπορεί να ενταχθεί στις αρχαιότερες  και πλουσιότερες ελληνικές διαλέκτους και φυσικά της Ευρώπης.

Περί  των ιωνικών καταβολών και της εξελικτικής πορείας της ποντιακής διαλέκτου γράφει  ο γλωσσολόγος Δημοσθένης Οικονομίδης, διευθυντής του Μεσαιωνικού αρχείου της  Ακαδημίας Αθηνών: “Η διάλεκτος, η λαλουμένη υπό των Ελλήνων των από αρχαιοτάτων  χρόνων ως τα παράλια του Ευξείνου Πόντου εγκατεστημένων εξ αρχής ιωνική ούσα,  συν τω χρόνω τοιαύτην έλαβε εξέλιξιν μακράν της Ελλάδος, ώστε διασώσασα ολίγα  στοιχεία εκ της ιωνικής, ικανά αρχαιοπινή στοιχεία, προσέλαβεν και πολλάς λέξεις  και γραμματικούς τύπους εκ της μεσαιωνικής και βυζαντινής γλώσσης, άτινα  διετήρησεν αυτουσίως”. Η  ποντιακή μαζί με την καππαδοκική διάλεκτο αποτελούν τα μικρασιατικά ιδιώματα τα  οποία ομοιάζουν με τα κυπριακά, τα δωδεκανησιακά και άλλων νήσων (Χίος, Ικαρία).

Για  τα μικρασιατικά αυτά ιδιώματα αναφέρει ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης: “Χωρισμένα από  την υπόλοιπη ελληνόγλωσση περιοχή, έμειναν αιώνες χωρίς εύκολη συγκοινωνία και  ακολούθησαν διαφορετική εξέλιξη. Διατήρησαν γνωρίσματα της παλιάς ελληνιστικής  κοινής και είναι έτσι από τα αρχαϊκότερα νεοελληνικά ιδιώματα”. Οι ομηρικές  λέξεις από την ποντιακή εντάχθηκαν στο σύστημα άλλων γλωσσών, συμμετέχοντας έτσι  στην εξέλιξή τους. Ενδεικτικά  αναφέρονται ορισμένα παραδείγματα αρχαϊσμών, λέξεων ή εκφράσεων ομηρικής  (ιωνικής) προέλευσης:

ΑΡΧΑΪΣΜΟΙ

Επώνυμα σε -ιάδης ή ίδης δηλωτικά της καταγωγής ή πατρότητας: Αιμονίδης  (Δ467), ο υιός του Αίμονα, Αρκεισιάδης  (ο υιός του Αρκεισίου = ο Λαέρτης, δ755, ω270), Ασιάδης  (υιός του Ασίου Μ140, Ρ583), Ατρείδης  (ο υιός του Ατρέα = ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος Λ,Α16), Λαερτιάδης  (ο υιός του Λαέρτη = ο Οδυσσεύς Γ200, δ555), Πηληιάδης  ή Πηλείδης (ο υιός του Πηλέως = ο Αχιλλεύς Α1, Α146, θ75).

Η  διατήρηση του ιωνικού ε αντί του η: Ατρύπετος  αντί ατρύπητος, νύφε αντί νύφη, άκλερος αντί άκληρος. ”Ατρύγετος  πόντος” (Ξ204), “Ατρύγετος αιθήρ” (Ρ425), αντί ατρύγητος.

Η  διατήρηση του ω αντί του ου: Λωρίν  αντί λουρί, ζωμίν αντί ζουμί, κώδων αντί κουδούνι, ”Κώνωψ”  (βατρ. 202) αντί κουνούπι, “κωφός” (Λ390, Ω54) αντί κουφός

Ο  σχηματισμός θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί η: Άλαλος  αντί άλαλη, έμμορφος αντί η όμορφη, άσκεμος αντί άσχημη. ”Δήμητρα  αγλαόκαρπος” Α415, (Ύμν. Δήμ. 4, 23),

Η  διατήρηση της προστακτικής του αορίστου: Λύσον  αντί λύσε, χτίσον αντί χτίσε, γράψον αντί γράψε ”λαόν  δέ στήσον παρ’ ερινεόν” (Ιλ. Ζ, 433).

Η  χρήση του αρνητικού μορίου ουκ > ουχί > ουκί > κι’: Κι’  τρώγω αντί δεν τρώγω, κι’ θέλω αντί δεν θέλω, κι’ λέγω αντί δεν λέγω. ”κι’  ενέπρησεν κοίλας νήας” Κι’  αντί του αρν. μόριου δεν (από το αρχ. ουδέν). Στην ποντιακή υπάρχει το αρν.  μόριο τιδέν (άλλο τι ουδέν). Τιδέν  κι τρώγω, τιδέν κι θέλω, τιδέν κι λέγω.

Στο  λεξικό του Σουίδα, 10ος αιών μ.Χ. επισημαίνεται αυτή η ιδιαιτερότητα του Ομήρου,  στο σχηματισμό της άρνησης: Ουκί το ουχί. Όμηρος διά του κ γράφει, ου διά του χ.

Η διατήρηση του μορίου άρα ή άρ’ με σημασία όχι κατ’ ανάγκην  συμπερασματική, αλλά με την έννοια της συνάρτησης γεγονότων, ανακεφαλαίωσης ή  επεξήγησης:”άρ’  έρθεν η λαμπρή”, “αρ’ αέτς ας έν”, “άρ’ έφαεες, εχόρτασες” ”ως  άρ’ έφη” (Οδ. θ, 482), “ως άρα φωνήσας” (Οδ. κ, 302)

Η  διατήρηση του ιωνικού σ: Σεύτλον  αντί τεύτλον. ”σεύτλον”  (Βάτρ. 162). ”σεύτλοις  χλωροίς επιβόσκομαι” (Βατρ. 54).

Σεύτελος (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) = ευτελής, ανόητος ”Σευτλαίος”  (Βάτρ. 212) κωμικό όνομα βατράχου στην Βατραχομυομαχία. ”Σευτλαίον  δ’ αρ έπεφνε βαλών” (Βατρ. 209).

ΛΕΞΕΙΣ: Αγρώστ’  = κοινή αγριάδα. Άγρωστις  (Οδ. ζ, 90),

Βατία  (Αμ.), = βάτος Βατίεια  (Ιλ. Β, 813)

Δέρ’  (Κοτ.) ή δάρ’ (Κερ., Τρίπ.). ”έναν  δέρ φαΐν”. Είδαρ  = έδεσμα, “άνθινον είδαρ” (Οδ. ι, 84). Είδαρ  = έδεσμα (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Ιχώριν (Κερ.) ή χώρ’ (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) ορρός γάλακτος, κρόκος αυγών,  εντεριώνη φυτών, μυελός οστών. Ιχώρ  = θείο αίμα “ιχώρ, άμβροτον αίμα θεοίο” (Ιλ. Ε, 340) Ιχώρ  = το πεπηγώς αίμα (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Λαλλάτζ’ (Κοτ., Τραπ. Χαλδ.) = πέτρα και μεταφορικά η φαλάκρα: “λαλλάτς κιφάλ’”. Λάας  = λίθος, πέτρα “μείζονα λάαν αείρας” (Οδ. ι, 537). Σήμερα παρέμεινε ως  τοπωνύμιο, Λαλλάρια. Λάας  = λίθος (Σουίδας, 10ος αιών μ. Χ.).

Λαχίδα (Κερ., Κοτ., Οιν. Σάντ., Χαλδ.) = σειρά εργασίας: “έρθεν η λαχίδα μ’” Λαγχάνω  “εις εκάστην εννέα λάγχανον αίγες” (ι160) Λάχος  = μοίρα (Σουίδας, 10ος αιών μ. Χ.).

Λειρίτα (Χαλδ.) = λείριον = κρίνος. Λείριον  “λείριον” (Ύμν. Δήμ. 427) Λείρια  = άνθη, κρίνα (Σουίδας, 10ος αιών μ. Χ.).

Λελεύω = χαίρομαι, επιθυμώ: “να λελεύω σε” (να σε χαρώ). Λιλαίομαι  “λιλαιομένη πόσιν είναι” (Οδ. α, 15, Οδ. ι, 30) (ήθελε να είναι σύζυγος). Λιλαίομαι  = προθυμούμαι (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Λίβος  (Σάντ., Χαλδ.) = σταγόνα, σύννεφο: “ο ουρανόν ελίβωσεν” (συννέφιασε), “ελιβώθεν  σο κλάμαν”. Λείβω  = στάζω, “υπ’ οφρύσι δάκρυα λείβον” (Ιλ. Ν, 88, Οδ. θ, 88). Λείβεται  τοις δακρύοις (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Λιστρίν (Τραπ.) = σκαπτικό εργαλείο, λιστρεύω = σκάπτω. Λίστρον  = σκαπτικό εργαλείο, λιστρεύω = σκάπτω, αποξύνω: ”λίστροισιν  δάπεδον ξύον” (Οδ. χ, 455), ”τον  δ’ οίον πατέρ’ εύρεν λιστρεύοντα φυτόν” (Οδ. ω, 227). Λιστραίνω  = το σκάπτω (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Λοπίν  ή Λοβίν = ο λοβός, το περίβλημα: “φασουλί λοπίν”. Λοπός  = φλοιός, “λοπός κρομμύοιο” (Οδ. τ, 233) Λόπος  = φλοιός, δέρμα λεπτόν, ξηρόν (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Μωμόγερος (Κερ. Τραπ.) από το Μώμος (θεός της μομφής) ή μίμος. Ωμογέρων  = ο ωμός (άγουρος), ζωηρός, ακμαίος γέρων, που δεν έχει καταβληθεί από το γήρας.  “Ωμογέροντα δε μιν φασιν έμμεναι” (Ιλ. Ψ, 791). Ο χαρακτηρισμός αποδίδεται στον  Οδυσσέα, ο οποίος εκτιμάται σε ηλικία 45-50 ετών. Ωμογέρων  = Πρεσβύτης ου η κεφαλή ουκ επολιώθη (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.)

Πάππας (Αμ.) = πατέρας (στην παιδική γλώσσα). Πάππας  (κλητ. πάππα) “Πάππα φίλε” (Οδ. ζ, 57). Στη  νεοελληνική προφέρεται επί το τουρκικότερον “μπαμπάς”.

Τεττές (Χαλδ., Κερ.), ταττάς (Κερ.), τάττας (Οιν.) = πατέρας (στην παιδική  γλώσσα). Τέττα  = πατέρα, φιλοφρονητική προσφώνηση πρεσβυτέρου, Άττα, “άττα γεραιέ” (Ιλ. Ι, 607,  Ρ, 561, Οδ. π, 31) “γέρο πατέρα μου” ata (τουρκ.), tata (λατιν.), daddy (αγγλ.) = πατέρας Πάππα,  τέττα και άττα = προς πατέρα προσφώνησις, προς πατέρα σεπτική φωνή (Σουίδας,  10ος αιών μ. Χ.).

Τσιλίδιν (Κερ., Οιν., Τραπ.) = πυρωμένο κάρβουνο: “Απάνω σ’ σα στεγάδα μου, έναν  γραστίν τσιλίδα” (ο έναστρος ουρανός). Κήλειος  = καυστικός, φλογερός: “εν πυρί κηλέω” (Ιλ. Θ, 217, Ο744, Οδ. ι, 328). Κηλέω  = καυστικώ πυρί (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Χάταλον (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) = Το μωρό, το βρέφος: “Το χάταλον αν ‘κι κλαίει,  τσιτσίν ‘κι διγν’ ατό”. Αταλός  = νεαρός, τρυφερός, απαλός, ”αταλά  φρονώ” (Οδ. λ, 39), “παίδα αταλάφρονα” (Ιλ. Ζ, 400). Ατάλλω  = σκιρτώ, χοροπηδώ, Delicat = λεπτεπίλεπτος. Αταλόψυχος  (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

Χρα (Οιν.,  Κερ. Σάντ., Τραπ. Χαλδ.) = Η επιφάνεια του σώματος, το δέρμα, η επιδερμίδα, το  χρώμα της επιδερμίδας. “εκχύεν η χρα τ’” (έχασε το χρώμα του, από φόβο) Χρώς  “τρέπετε χρώς” (Ιλ. Ν, 279) (έχασε το χρώμα του, από φόβο) Χρώς  = σώμα (Σουίδας, 10ος αιών μ.Χ.).

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: “Από  καλαμιδί εγένουμουν”, απόμεινα μόνος, “σαν καλαμιά στον κάμπο” ”καλάμην  γε σ’ οίομαι εισορόωντα” (Οδ. ξ, 214).

“Το  μήλον το μήλον τερεί και γίνεται, το σταφύλ’ το σταφύλ’ τερεί και γίνεται κ.ο.κ.”,  μεταφορικά με την άμιλλα η πρόοδος. ”όγχνη  επ’ όγχνη γηράσκει, μήλον δ’ επί μήλω, αυτάρ  επί σταφυλή σταφυλή, σύκον δ’ επί σύκω” (Οδ. η, 120-121)

 *Ο  Θωμάς Σαββίδης γεννήθηκε στο Κληματάκι Γρεβενών. Αποφοίτησε από το εξατάξιο  Γυμνάσιο Τσοτυλίου Koζάνης  και σπούδασε Βιολογία και Χημεία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε  μεταπτυχιακές σπουδές στη Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας.  Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα στην Βοτανική και σήμερα είναι Επίκουρος  καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον Τομέα  Βοτανικής. Εργάστηκε ερευνητικά στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Γκαίττιγκεν και  στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών της Καρλσρούης (Γερμανία). Τα ερευνητικά του  ενδιαφέροντα εστιάζονται στην δομή των φυτικών οργανισμών και στην προστασία του  περιβάλλοντος από τοξικά και ραδιενεργά στοιχεία. Παράλληλα προσπαθεί να  αξιοποιήσει τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα ως πηγή επιστημονικής γνώσης στον  χώρο των θετικών επιστημών. Έχει δημοσιεύσει περίπου εκατό πρωτότυπες  επιστημονικές εργασίες ενώ πρόσφατα εξεδόθησαν βιβλία του με τίτλο: Η Διατροφή  στον Πόντο, το Μαστιχόδενδρο της Χίου και Ομήρου ‘Aμπελος.  Υπό έκδοση βρίσκεται το πολύτομο έργο με τίτλο: Ομήρου Βοτανική. Είναι μέλος  διεθνών επιστημονικών συλλόγων ενώ έντονη είναι η δράση του σε πολλές οργανώσεις  στον εθνικό χώρο. Από το 1997 είναι Πρόεδρος του Οργανισμού για την Διεθνοποίηση  της Ελληνικής Γλώσσας.

Μεγάλης διατροφικής αξίας οι  τροφές των Ποντίων

Μακροζωία χάρισε η Ποντιακή  διατροφή

Πολύ υγιεινή ήταν η διατροφή των Ποντίων και μάλιστα οι τροφές που κατανάλωναν  συνδιαστικά τους βοηθούσαν να ζουν περισσότερο.

Το πρώτο μέλημα του ανθρώπου με την εμφάνισή του στον πλανήτη μας ήταν η  εξασφάλιση της τροφής, του επόμενου γεύματος. Μετά από εκατομμύρια χρόνια μέχρι  τις μέρες μας και παρά την εκβιομηχάνιση της παραγωγής αγαθών, η διατροφή, ήταν  και παραμένει το κυριότερο πρόβλημα, απλά γιατί χωρίς τροφή δεν υπάρχει ζωή.  Εκτός όμως από τη στήριξη της ζωής, του πολυτιμότερου αγαθού του ανθρώπου, η  διατροφή τον ανάγκασε να μάθει και να  εκτιμήσει καλύτερα τον κόσμο που τον  περιβάλλει. Η καλλιέργεια των φυτών, η εκτροφή των ζώων και η χαλιναγώγηση  γενικά της φύσης ήταν η απαρχή της δημιουργίας πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι  οι πρώτοι πολιτισμοί έχουν αναπτυχθεί εκεί που εξασφαλίστηκε η διατροφή με την  αξιοποίηση των φυσικών αγαθών.

Όμως ο μοχλός της πολιτιστικής ανάπτυξης δεν ήταν τόσο η παραγωγή αγαθών, όσο η  ανταλλαγή αυτών. Η διάθεση δηλαδή του πλεονάσματος από μια κοινωνική ομάδα σε  κάποια άλλη, και μαζί με αυτό η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσης έδωσε την  ευκαιρία στον πολιτισμό να αναπτυχθεί σε όλο του τον πλούτο και την πολυμορφία.  Για να φτάσουμε όμως στο στάδιο αυτό έπρεπε να διευκολυνθεί η μετακίνηση των  παραγωγικών κοινωνιών, με την ανάπτυξη οδικών αρτηριών για την επέκταση των  συναλλαγών τροφίμων και εμπειριών σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Μια πρόδρομη δηλαδή  παγκοσμιοποίησης, όπου το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, η περιφέρεια έρχεται στο  κέντρο και αντιστρόφως.

Στον ελληνικό αλλά και τον μετέπειτα δυτικό κόσμο έκδηλη ήταν η κατεύθυνση προς  ανατολάς για την εισαγωγή αγαθών και γνώσεων από τους εκεί πολιτισμούς. To «ex  oriente lux» των Ρωμαίων πραγματώθηκε με την Εγνατία οδό. Πιστεύω με την μικρή  αυτή εισαγωγή να γίνει περισσότερο κατανοητό το πνεύμα και η φιλοσοφία της  γαστρονομικής Εγνατίας που τα τελευταία χρόνια συμβάλλει στο πολιτιστικό  γίγνεσθαι της πόλης μας.

Ένας μεγάλος αριθμός φυτών και ζώων, άγνωστων στο μεσογειακό χώρο, μεταξύ αυτών  και οι τρεις πυλώνες της μεσογειακής διατροφής (σίτος, άμπελος και ελαία)  κινήθηκαν στον άξονα Ανατολή – Δύση και σηματοδότησαν τη διατροφή και δι’ αυτής  τον πολιτισμό μας. Σ’ αυτή την πορεία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν η στρατηγική  θέση και η δυναμική που αναπτύχθηκε στις ελληνικές αποικίες του Πόντου. Φυτά και  ζώα μετανάστευσαν μέσω του Πόντου από την Ασία στην Ελλάδα, στη συνέχεια προς τη  Ρώμη και δι’ αυτής στη δυτική Ευρώπη.

Αντίθετα ο Νέος Κόσμος (Αμερική) αναπτύχθηκε πολύ πιο καθυστερημένα επειδή η  μετακίνηση φυτών και ζώων στον άξονα Νότου – Βορρά κάθετα προς ισημερινό ήταν  σαφώς δυσκολότερη. Το επίμηκες σχήμα της ηπείρου αυτής από την Αρκτική μέχρι την  Ανταρκτική δημιουργεί μια μεγάλη ποικιλομορφία κλιμάτων στα οποία τα  μετακινούμενα φυτά και ζώα δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν. Στον Παλαιό Κόσμο  (Ευρώπη, Ασία) ο άξονας που αναφέρθηκε (Ασία-Πόντος-Ελλάδα-Ρώμη-Ευρώπη)  λειτούργησε αποτελεσματικότερα καθόσον οι κλιματολογικές, γεωγραφικές και λοιπές  συνθήκες ήταν περισσότερο ομοιόμορφες και ομαλότερα μεταβατικές.

Στο σκηνικό αυτό αναπτύχθηκε η ποντιακή διατροφή επηρεασμένη τα μέγιστα από τα αγαθά του τόπου και  ανάγλυφο της περιοχής. Το  μεγάλο βροχομετρικό ύψος με συνεπακόλουθο την πλούσια βλάστηση ώθησε από πολύ  νωρίς τους κατοίκους στην εκτροφή των μεγάλων ζώων δηλαδή των βοοειδών. Το όρος  Ταύρος, οι ταύροι του Αιήτη, ο Βόσπορος (το πέρασμα των βοών από την Ασία στην  Ευρώπη) είναι κάποιες ιστορικές μαρτυρίες της συνύπαρξης ανθρώπων και μεγάλων  κτηνοτροφικών ζώων.

Αυτή η επιλογή της φύσης συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση της συμμετοχής των κρεάτων  στην ποντιακή και γενικότερα παρευξείνια διατροφή. Τα μεγάλα ζώα (βόδια –  αγελάδες) σπάνια αξιοποιούνται ως κρέας ενώ αντίθετα είναι πολύ περισσότερο  συμφέρουσα η κατανάλωση του γάλακτος από αυτά κυρίως με τη μορφή των όξινων  γαλακτοκομικών προϊόντων. Εδώ εδράζεται και το μεγαλύτερο μυστικό της υγιεινής  διατροφής που αποτελεί και το ζητούμενο για όσους εμπλέκονται σε θέματα  διατροφής αλλά και στον καθένα μας ξεχωριστά. Είναι γνωστό ότι δυσκολότερα  αποδεικνύεται το αυταπόδεικτο, αλλά θα το επιχειρήσουμε.

Το γάλα στον άνθρωπο και τα άλλα θηλαστικά στηρίζει τη ζωή από την πρώτη ημέρα.  Μετά την όξινη γαλακτική ζύμωση όμως, τα προϊόντα του γάλακτος, τα οποία  κυριαρχούν στην ποντιακή διατροφή καθίστανται περισσότερο πολύτιμα. Εκτός από  τις πρωτεΐνες και το ασβέστιο του γάλακτος τα οποία τώρα απορροφώνται καλύτερα,  εισάγουν στο πεπτικό μας σύστημα έναν τεράστιο αριθμό χρήσιμων μικροοργανισμών.  Αυτοί εκδιώκουν τους ανεπιθύμητους παθογόνους, εξυγιαίνουν την χλωρίδα του  εντέρου και ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μηχανικές διεργασίες της  πέψης διευκολύνονται, οι τροφή αφομοιώνεται καλύτερα και δεν λιμνάζει στο  πεπτικό σύστημα κάτι που θα έδινε την ευκαιρία για παθολογικές καταστάσεις. Το  γαλακτικό οξύ ενισχύει τη σύνθεση των βιταμινών, τονώνει τον οργανισμό και τον  βοηθά να υπερνικά τις αρρώστιες.

Όλα αυτά μαζί οδηγούν συνεργικά στην πολυπόθητη μακροζωία,  κάτι που απλόχερα υπόσχονται όλες σχεδόν οι διατροφικές προτάσεις, αρκεί να  υποκρύπτονται κάποια μικρά ή μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα από την διάθεση  των αντίστοιχων προϊόντων. Δεν μιμούμεθα αυτή την πρακτική, καθόσον η  επιστημονική απόδειξη της μακροζωίας με την καθημερινή κατανάλωση των όξινων  γαλακτοκομικών προϊόντων ανήκει στον ιατρό Νikolai Metchnikoff, του Ινστιτούτου  Παστέρ των Παρισίων. Ο επιστήμονας αυτός εργαζόμενος στις αρχές του προηγούμενου  αιώνα, έχοντας ως πειραματικό υλικό (ή καλύτερα δείγμα αναφοράς) έναν άλλο  παρευξείνιο λαό με αντίστοιχες διατροφικές αρχές, απέδειξε την άρρηκτη σχέση  μακροζωίας και κατανάλωσης όξινων γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο Νikolai  Metchnikoff για τις διαπιστώσεις του αυτές τιμήθηκε το 1908 με το βραβείο Nobel  ιατρικής. «Οποίαν χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων …..».

Τα όξινα γαλακτοκομικά προϊόντα στην ποντιακή διατροφή συνδυάζονται αρμονικά με τα δημητριακά, τα οποία αποτελούν ως γνωστόν τον  θεμέλιο λίθο του δυτικού πολιτισμού. Η πληθώρα των αρτοσκευασμάτων και εδεσμάτων  πολλά από τα οποία γίνονται κτήμα μας σήμερα με τη γαστρονομική Εγνατία σε  συνδυασμό με τα όξινα γαλακτοκομικά, στήριξαν ένα λαό και ένα πολιτισμό σε  κάποια γωνιά της Ελλάδος σε δύσκολες συνθήκες. Το μεγάλο πλεονέκτημα της  ποντιακής διατροφής είναι η σύντομη παρασκευή όχι μόνο για την εξοικονόμηση  χρόνου, αλλά και την κατά το δυνατόν προστασία των υψηλής βιολογικής αξίας  θρεπτικών ουσιών. Το όξινο γαλακτοκομικό προϊόν προστίθεται στα εδέσματα στο  τέλος της διαδικασίας και σε χαμηλή θερμοκρασία. Έτσι εκτός από την προστασία  των βιταμινών και των άλλων ουσιών αποφεύγεται και η καταστροφή των  μικροοργανισμών που προαναφέραμε.

Το κρέας αν και υπάρχει στην ποντιακή κουζίνα,  προερχόμενο από τα μικρότερα ζώα αμνοερίφια, πουλερικά αλλά και ψάρια παίζει  ρόλο επικουρικό και δεν είναι άμεσης προτεραιότητας. Τα άφθονα λαχανικά  εμπλουτίζουν με βιταμίνες το καθημερινό τραπέζι, ενώ τους χειμερινούς μήνες με  την μορφή των στύπων (τουρσιά) αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή βιταμίνης C, όταν  τα φρούτα είναι λιγότερα.

Ποντιακή διατροφή. Ένα πείραμα στη γη του Προμηθέα διάρκειας 28 αιώνων. Όμως τι  ειρωνεία και η σύγχρονη βιοτεχνολογία που υπόσχεται με μεταλλάξεις και άλλους  αλχημισμούς να λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης διατροφής έχει σαν σήμα της πάλι  τον Προμηθέα. Τον τιτάνα που για την βοήθεια που παρέσχε στον άνθρωπο εξέτειε  την ποινή του στην άκρη του τότε κόσμου, στον Καύκασο του Πόντου. Στην  πραγματικότητα οι προθέσεις τους ουδόλως ταυτίζονται με αυτές του Προμηθέα που  είχαν στόχο τον άνθρωπο. Συνάδουν όμως με το μονοπωλιακό οικονομικό κέρδος και  τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου, την στιγμή που ελέγχεται η βασικότερη λειτουργία  του, η διατροφή.

Τα αποτελέσματα αυτών των πειραματισμών ολέθρια. Τα είδαμε, όχι λίγες φορές  «ιδίοις όμμασι», για να μην θυμηθούμε τις τρελές αγελάδες, τις διοξίνες κ.λ.π.  Δεν αρνούμεθα την επιστημονική έρευνα, αντίθετα συμμετέχουμε με αισιοδοξία και  την ενθαρρύνουμε. Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάστηκε  μερικά εκατομμύρια χρόνια να προσαρμοστεί στις διατροφικές συνθήκες που του  παρείχε η φύση. Δεν έχει την δυνατότητα να αναπροσαρμοστεί στον υποσχόμενο  διατροφικό παράδεισο που υπόσχονται τα μονοπώλια. Ίσως μετά από μερικά  εκατομμύρια χρόνια.

Πόντος: Χώρος-Ιστορία-Πολιτισμός

 

H παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη γη του Πόντου τοποθετείται γύρω στο 1.000  π.Χ. από τότε που για την αναζήτηση ευγενών κυρίως μετάλλων ξεκίνησαν οι πρώτες  αποστολές. H οργανωμένη εκστρατεία του Ιάσωνα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι  περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη  χώρα των Κιμμερίων, το μαρτύριο του Προμηθέα και η εξορία του στον Καύκασο, το  ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο είναι μερικοί γοητευτικοί μύθοι που αναφέρονται σ’  αυτόν τον γεωγραφικό χώρο και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών  δρομολογίων.

Πριν από το 700 π.Χ. ο Πόντος ονομαζόταν από τους Έλληνες Άξεινος,  δηλαδή αφιλόξενος λόγω των τρικυμιών, του ψυχρού κλίματος και της αγριότητας των  αυτόχθονων φυλών, που κατοικούσαν στα παράλιά του. Φαίνεται, όμως, ότι στην  πραγματικότητα η ονομασία αυτή προήλθε από το αρχέγονο ιρανικό (σκυθικό) όνομα  της περιοχής Aksaena που σήμαινε περίπου ότι και το σκοτεινός (πρβ. το νεώτερο Μαύρη Θάλασσα). Παρ’  όλα αυτά, οι εξερευνήσεις και η εμπορική ναυσιπλοία άρχισαν σχετικά πρώιμα στον  Πόντο. Οι πρώτοι που τον επισκέφθηκαν φαίνεται πως ήταν οι Κάρες, δηλαδή οι  προελληνικής καταγωγής κάτοικοι των βόρειων και των δυτικών μικρασιατικών ακτών,  ύστερα ήρθαν οι Φοίνικες και σχεδόν ταυτόχρονα οι Έλληνες.

Οι  πρώτοι Έλληνες ναυτικοί που έφτασαν στον Πόντο καθιέρωσαν αυτό το όνομα για να  κρατήσουν μακριά όσους ήταν φυσικό να τους ακολουθήσουν ως ανταγωνιστές. Έτσι,  τα πλούτη που προσέφεραν οι παραλίες και τα νερά του θα έμεναν στην αποκλειστική  τους κυριότητα. Από την άλλη μεριά ήθελαν να δηλώσουν ότι τόσο οι γηγενείς  κάτοικοι των παράκτιων περιοχών όσο και οι προς τα βόρεια κείμενες χώρες ήταν  αφιλόξενες και προπάντων βαρβαρικές, αντίθετα με το γνήσιο ελληνικό κόσμο με το  γνωστό ήπιο κλίμα του και το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο.

Αργότερα, ο Πόντος ονομάστηκε Εύξεινος είτε κατ’ ευφημισμό είτε γιατί η  εξοικείωση των Ελλήνων με αυτόν τους είχε πείσει στο μεταξύ ότι ήταν μια πάρα  πολύ φιλόξενη περιφέρεια. Στη φαντασία τους όμως διατηρήθηκε πάντοτε σαν μια  βαθιά και κρύα θάλασσα, που τα νερά της ταράσσονταν συχνά από παγωμένες θύελλες,  δεν είχε νησιά και οι παραλίες της ήταν συχνά απρόσιτες για τη ναυσιπλοΐα. Αυτό  δικαιολογείται, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η γεωφυσική εικόνα του Εύξεινου Πόντου  ήταν όντως ασυμβίβαστη με τα καθιερωμένα από τον ελληνικό χώρο μέτρα.

Ο  ιστορικός εποικισμός του Εύξεινου Πόντου από τους Έλληνες φαίνεται πως  εγκαινιάστηκε γύρω στο 800 π.Χ., όταν περίπου άρχισε να καθιερώνεται στο χώρο  του Αιγαίου η τριήρης ως ποντοπόρο πλοίο. Κύρια αποικιακή δύναμη αυτή την εποχή  ήταν η Μίλητος και λίγο αργότερα τα Μέγαρα. Οι Ίωνες άποικοι από τη Μίλητο, με  την βοήθεια και ναυτική τεχνογνωσία της Χίου, ίδρυσαν τη Σινώπη στην παραλία της  Παφλαγονίας, στην ακατοίκητη ως τότε νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Κατά τον  πόντιο γεωγράφο Στράβωνα, η Σινώπη ιδρύθηκε από τις μυθικές Αμαζόνες.

Αυτή  η περιοχή διέθετε αρκετά πλεονεκτήματα όπως το λιμάνι και η εύκολη πρόσβαση στις  γύρω περιοχές. Έτσι, σύντομα αναδείχθηκε και σε μητρόπολη των αποικιών του  Πόντου. Ως μητρόπολη, ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα και το 756 π.Χ., ίδρυσε  την Τραπεζούντα προς τα ανατολικά της. Πολύ γρήγορα όλη η ευρύτερη περιοχή  γέμισε με ελληνικές πόλεις όπως η Κρώμνα, η Κύτωρος (Κοτύωρα) και η Κερασούντα,  πάντοτε στη νότια παραλία του Πόντου.

Η  Σινώπη άνθησε από τον 6ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα ως η  κατάληξη ενός μεγάλου εμπορικού δρόμου που ερχόταν από τον Ευφράτη στη Μαύρη  Θάλασσα. Πρέπει να είχε σημαντικές επαφές με τους Παφλαγόνες και τους Φρύγες,  όχι όμως και με τους Κιμμέριους ή τους Ασσύριους. Εδώ γεννήθηκε τον 5ο αιώνα  π.Χ. ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος του βαρελιού ο οποίος έφυγε νέος στην Αθήνα  και μαθήτευσε κοντά στον ιδρυτή της κυνικής σχολής Αντισθένη.

Η  Τραπεζούντα εξελίχτηκε σε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, η καρδιά του Πόντου.  Η οικονομική της ευμάρεια προέρχονταν εκτός των άλλων και από το εκτεταμένο  εμπόριο με την Περσία, την Συρία, την Αίγυπτο και τις άλλες ανατολικές χώρες  όπως Ινδία και Κίνα. Η πρώτη φορά που αναφέρεται η Τραπεζούντα σε αρχαίο κείμενο  είναι στην “Κάθοδο των Μυρίων”. Το 400 π.Χ. όταν κατεβαίνοντας από τα απόκρημνα  βουνά, ταλαιπωρημένοι από μια εκστρατεία μέσα στο βαρύ χειμώνα και αφού είχαν  διασχίσει 1.700 χιλιόμετρα οι Μύριοι βρέθηκαν απρόσμενα σε μια όαση ελληνική,  στην Τραπεζούντα:

«Εντεύθεν  δ΄επορεύθησαν δύο σταθμούς, παρασάγγας επτά, και ήλθον επί θάλασσαν εις  Τραπεζούντα, πόλιν Ελληνίδα οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν εν  τη των Κόλχων χώρα. Ενταύθα έμειναν ημέρας αμφί τας τριάκοντα εν ταις των Κόλχων  κώμαις. Αγοράν δε παρείχον τω στρατοπέδω Τραπεζούντιοι και εδέξαντό τε τους  Έλληνας, και ξένια έδοσαν βούς και άλφιτα και οίνον».

Εδώ  οι Μύριοι φιλοξενήθηκαν ελληνοπρεπώς για 30 μέρες. Κρίνοντας από τη μεγάλη  βοήθεια που πρόσφεραν οι Τραπεζούντιοι στους Μυρίους, συμπεραίνει κανείς πως η  Τραπεζούντα το 400 π.Χ. ήταν ήδη μια πολύ οργανωμένη πολιτεία με δικό της  μάλιστα νόμισμα.Εκτός από τις καινούργιες πόλεις που ίδρυαν οι Έλληνες, συχνά  εγκαθίσταντο και στα οικιστικά κέντρα του ντόπιου πληθυσμού που κατά κανόνα τα  εξελλήνιζαν βαθμιαία. Έτσι το 560 π.Χ. έγινε αποικία των Μιλησίων και η Αμισός η  οποία ιδρύθηκε από τους αρχαίους Καππαδόκες. Η Αμισός εξελίχτηκε σε σπουδαίο  λιμάνι το δεύτερο μετά την Τραπεζούντα. Η τουρκική ονομασία Σαμσόν ή Σαμσούν (Σαμψούντα) προέρχεται από την συνεκφορά των λέξεων «εις Αμισόν».

Άλλες  πόλεις ήταν η Αμάσεια σε υψόμετρο 450 μ, που απείχε 70 χιλιόμετρα από τη  θάλασσα. Την πόλη διασχίζει ο ποταμός Ίρις. Εδώ γεννήθηκε ο γεωγράφος Στράβων το  66 π.Χ. ο οποίος περιγράφει την πόλη ως εξής: «… η δε ημετέρα πόλις κείτε εν  φάραγγι βαθεία και μεγάλη δι ης ο Ίρις φέρεται ποταμός, κατασκευάσται δε  θαυμαστής, προνεία τε και φύσει, πόλεως άμα και φρουρίου παρέχεσθαι χρείαν  δυναμένη».

Η  ναυτιλία, το εμπόριο και η γεωργία αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο Εύξεινος  Πόντος έγινε θάλασσα ελληνική και ο ελληνικός πολιτισμός, έντονα  διαφοροποιημένος από τον πολιτισμό των ντόπιων πληθυσμών, κυριάρχησε  αδιαμφισβήτητα σε όλες τις νότιες παραλίες του Εύξεινου Πόντου. Η περιοχή αυτή,  που συνέβαλε αποφασιστικά με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της στην οικονομική  ανάπτυξη του αρχαίου Ελληνισμού κατοικήθηκε βαθμιαία από τόσους Έλληνες, ώστε  τελικά αποτέλεσε μια πλατιά προέκταση του ελληνικού κόσμου προς τα  βορειοανατολικά. Μέσω αυτών όχι μόνο έφταναν τα ελληνικά προϊόντα στο βαρβαρικό  Βορρά, αλλά και εξάγονταν από αυτόν προς το Αιγαίο, εκτός από τα διάφορα και  αφθονότατα υλικά εφόδια, ιδέες, μορφές τέχνης και ανθρώπινο υλικό (δούλοι).

Στους  πρώτους αιώνες της δράσης του, ο αρχαίος Ελληνισμός του Ευξείνου Πόντου  διατήρησε αναλλοίωτα στην κοινωνική και πολιτική του οργάνωση και τα  χαρακτηριστικά της κατά μέγιστο ποσοστό ιωνικής του προέλευσης. Τα αρχαιολογικά  ευρήματα στις διάφορες αποικίες της παραθαλάσσιας ζώνης φανερώνουν ότι οι  κάτοικοί τους κρατούσαν ανέπαφες τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τα πολεοδομικά  δεδομένα, τα ταφικά έθιμα, τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη  μητρόπολη, σε ορισμένες δε περιπτώσεις παρακολουθούσαν και τις προόδους που  πραγματοποιούνταν στην πατρίδα, εφόσον η επικοινωνία με αυτή δεν σταματούσε ποτέ  χάρη κυρίως στο ναυτικό εμπόριο.

Επί Μεγάλου Αλεξάνδρου η Τραπεζούντα συμμετείχε στην εθνική δόξα  των Ελλήνων χωρίς θύματα. Κατά τον Fallmerayer: «Οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν  να επιλέγουν μάλλον τα προτερήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρυνό  μονάρχη, παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήσαν ευτυχισμένοι και  πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».

Αργότερα, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου προχώρησαν προς το εσωτερικό της  νότιας ποντικής παραλίας προκειμένου να αξιοποιηθούν τα αγαθά του πλούσιου  υπεδάφους της όπως ασήμι, χαλκός, σίδηρος. Στα Ελληνορωμαϊκά χρόνια παρατηρήθηκε  μια καινούργια εξάπλωση των Ελλήνων στον Πόντο και το αποτέλεσμα του έσχατου  αυτού αποικιστικού κύματος ήταν η ανάπτυξη νέων ελληνικών πόλεων, όπως οι:  Άμαστρις, Νικόπολις, Φαρνάκεια, Νεοκαισάρεια, Πολεμώνιον και άλλες.

Ο Δυτικός Πόντος κατακτήθηκε από τους Πέρσες και διοικήθηκε από  σατράπες περσικής καταγωγής. Ένας από αυτούς, ο Μιθριδάτης ο VI,  κήρυξε την περιοχή ανεξάρτητη και ίδρυσε το 302 π.Χ., το Βασίλειο του Πόντου,  χωρίς όμως να καταλύσει το πολίτευμα των παραθαλάσσιων ελληνικών πόλεων που  έλεγχαν τις αγορές και την εμπορική ναυτιλία. Πολύ αργότερα, το 183 π.Χ., και η  Κερασούντα και η Τραπεζούντα καταλαμβάνονται από το Μιθριδατικό Βασίλειο. Το  όνομα Μιθριδάτης (από το Μίθρος = ο περσικός θεός του ήλιου) το έφεραν  έξι βασιλείς του Πόντου ο τελευταίος των οποίων ο Μιθριδάτης ο VI o Ευπάτωρ, από Ελληνίδα μητέρα, ήταν φανατικός εχθρός των Ρωμαίων.

Ο προσωπικός γιατρός του βασιλιά Μιθριδάτη του VI ήταν ο Κρατεύας, βοτανολόγος με ζωηρό ενδιαφέρον για φαρμακευτικά και τοξικά  φυτά. Κατέστησε άνοσο τον βασιλιά Μιθριδάτη δίνοντάς του σταδιακά μικρές δόσεις  από δηλητήριο. Ο Κρατεύας έγραψε ένα βιβλίο για την φυσιολογία και τη χρήση των  βοτάνων. Στο έργο αυτό για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν εικόνες που συμπληρώνουν  την περιγραφή.

Ο Πόντος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του κατά τη βασιλεία του  Μιθριδάτη VI του Ευπάτορος, που κυρίευσε και το κράτος του Βοσπόρου. Επί των ημερών του  προσαρτήθηκε και η Κριμαία στο βασίλειο του Πόντου. Από τα εδάφη που κατέκτησε ο  Μιθριδάτης απεκόμιζε τεράστια έσοδα και στρατολογούσε μισθοφόρους για τον  ποντιακό στρατό. Σύναψε συμμαχίες με ορισμένα θρακικά και ποντιακά φύλα. Τον 1ο  αιώνα π.Χ. ο Πόντος ήταν το ισχυρότερο βασίλειο του ελληνιστικού κόσμου. Ο  Μιθριδάτης συμμάχησε με το βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας Τιγράνη Β΄ και κήρυξε  πόλεμο εναντίον της Ρώμης.

Το 71 π.Χ. ο ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος κατέκτησε την Μ. Ασία  και ο Μιθριδάτης κατέφυγε στην Αρμενία. Ο Πομπήιος αντικατέστησε το 66 π.Χ. τον  Λούκουλλο ενώ ο Μιθριδάτης εγκατέλειψε τον Πόντο για πάντα. Η Ρωμαϊκή  Αυτοκρατορία καταστρέφει τις αρχαιοελληνικές πόλεις του Πόντου, για να τις  “τιμωρήσει”  έτσι για τη βοήθειά τους στους Πέρσες κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους εναντίον  των Ρωμαίων. Η μόνη πόλη που γλιτώνει, είναι και πάλι η καρδιά του Πόντου, η  Τραπεζούντα που είχε κρατήσει ουδέτερη στάση.

Χωρίς  τις ελληνικές πόλεις, όμως, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να επιβάλουν τη στρατηγική  τους. Έτσι προτίμησαν από τον αφανισμό και τον μαρασμό, την ανοικοδόμηση των  ελληνικών πόλεων, την υιοθέτηση του ελληνικού πολιτισμού και τον εξελληνισμό των  λαών που ζούσαν στα βουνά και στην ενδοχώρα, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν  ουσιαστικότερα ολόκληρη την περιοχή. Η Τραπεζούντα, εξ αιτίας της γεωγραφικής  της θέσης έγινε το πρώτο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας και η μεγαλύτερη αποθήκη των  κυριότερων εμπορευμάτων που εξάγονταν από την Ευρώπη προς την Περσία και την  υπόλοιπη Ασία και αντίστροφα.

Στα  βυζαντινά χρόνια, ο Πόντος αποκτά μεγάλη στρατηγική σημασία. Ελέγχει και  προστατεύει τόσο το θαλάσσιο δρόμο προς το Βόσπορο, όσο και τον βόρειο δρόμο που  καταλήγει στη βαλκανική. Ασκεί την βυζαντινή διπλωματία στην περιοχή, και  λειτουργεί ως τείχος αντίστασης στους Πέρσες, Άραβες, Μογγόλους και Σελτζούκους  κρατώντας τους μακριά από τη θάλασσα. Με την ανάπτυξη της ναυτιλίας γίνεται ο  κύριος τροφοδότης της μητρόπολης με όλα τα αγαθά από την περιοχή της Μαύρης  θάλασσας αλλά και από το εσωτερικό της Ασίας μέχρι την Περσία.

Οι  Τραπεζούντιοι δεν έκαναν μεγάλα θαλάσσια ταξίδια. Προτιμούσαν το μεσιτικό  εμπόριο και την ακτοπλοΐα για τον εφοδιασμό των γειτονικών χωρών με εγχώρια  προϊόντα ιδίως κρασί και παστά ψάρια. Η Τραπεζούντα ήταν εμπορικό κέντρο, τόπος  αποθήκευσης εμπορευμάτων, το κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου της εποχής. Ότι  πολύτιμο παραγόταν στις ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας ασιατικές περιοχές μέχρι  την Ινδία και Κίνα περνούσε από την Τραπεζούντα. Οι Γενοβέζοι και οι Ενετοί  έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην πόλη των Κομνηνών. Πλήρωναν φόρο για κάθε εισαγόμενο  εμπόρευμα.

Από  τον 7ο ως τον 10ο μ.Χ. αιώνα ο ανατολικός Πόντος αντιμετωπίζει την απειλή των  Αράβων και οργανώνεται για να την αντιμετωπίσει. Η Τραπεζούντα γίνεται  πρωτεύουσα του “θέματος” της Χαλδίας, στο πλαίσιο της αναγκαίας για τις  περιστάσεις διοικητικής και στρατιωτικής ανασυγκρότησης της ακριτικής  περιφέρειας. Αυτή την εποχή γεννιέται το έπος των ακριτών, αφού η ζωή σ’ αυτή  την περιοχή βρίσκεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση.

Όταν  το 1074 μ.Χ. οι Σελτζούκοι φτάνουν στα περίχωρα της Τραπεζούντας, ο δούκας της  Χαλδίας, Θεόδωρος Γαβράς, κηρύσσει τον Πόντο ανεξάρτητο. Οργανώνει την άμυνα και  καταφέρνει να κρατήσει μακριά τον εχθρό επί 22 χρόνια. Όταν το 1098 πέφτει στα  χέρια των Σελτζούκων και πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, ο Πόντος αποκτά έναν  Άγιο.

Την  εποχή των Κομνηνών (1140 μ.Χ.) ο Πόντος επανέρχεται στη βυζαντινή επικράτεια,  χωρίς όμως να πάψει συνεχώς να αμύνεται απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους,  στους Τουρκομάνους, στους Γεωργιανούς, αλλά και στην εξουσία του κράτους της  Κωνσταντινούπολης. Όταν οι σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη το  1204 μ.Χ. οι αδελφοί Αλέξιος και Δαυίδ Κομνηνοί, γιοι του Μανουήλ Κομνηνού,  πρωτότοκου γιου του βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ του Κομνηνού (1182-1185  μ.Χ.) ιδρύουν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Αυτή ήκμασε μέχρι την άλωση της  πόλης της Τραπεζούντας στις 15.8.1461 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Έμβλημα της  Αυτοκρατορίας είναι ο μονοκέφαλος αετός.

Η  ιστορία του ελεύθερου Ελληνισμού του Πόντου κλείνει με την παράδοση της  Τραπεζούντας στα οθωμανικά στρατεύματα, το 1461 μ.Χ., τη μεταφορά – και την  εκτέλεση αργότερα – της αυτοκρατορικής οικογένειας στη Θράκη, των αρχόντων στην  Κωνσταντινούπολη και την υποχρεωτική στρατολόγηση 1.500 νέων στο σώμα των  γενιτσάρων. Όμως, η καρδιά του Ποντιακού Ελληνισμού παραμένει σ’ όλη την  Τουρκοκρατία ζωντανή.

Πριν  από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πόντος κατοικούνταν από 700.000  Έλληνες, 147.000 Αρμένιους, και 1.040.000 Μωαμεθανούς από τους οποίους οι  420.040 ήταν Τούρκοι, σε μια έκταση 170 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Στην  περίοδο 1914-1924 οι Έλληνες του Πόντου υφίστανται εξοντωτικούς διωγμούς. Από  την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τον Μάρτιο του 1924 εξοντώνονται  353.000. Όσοι επιζούν ξεριζώνονται και κατευθύνονται κυρίως προς την Ελλάδα και  τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Βέβαια, μετά τις πρόσφατες κοσμοϊστορικές  αλλαγές στην περιοχή έχει ήδη αρχίσει η αποχώρηση και αυτών των Ελλήνων του  Πόντου με προορισμό και πάλι την Ελλάδα.

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by Codelux web Design

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00