Χριστούϊννα στου Σάλτσμπουργκ
Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα,
Μι ρουτούν τι θα φκιάκου τα Χριστούϊννα κι ύστιρα από τ΄ αυτό απού έπαθα πρόπερσ΄, για τ΄εμένα τα Χριστούϊννα, είνι να τα περνάς, μόνι μι στου σπίτ΄ σ΄, μι τ΄φαμπλιά σ΄. Μόνι έκατι να σας πω τι έπαθάμι πρόπερσ΄!
Είχι φαγουθεί η μπάμπου, να πάμι μια χρονιά στο Σάλτσμπουργκ, επειδής είχι πάει η Μπασιουνάσαινα. Τι να κάμου κι ιγώ ου μπήραβους; Όσ΄ είστι παντρεμέν΄, καταλαβαβαίντι! Ξίκι να γέν΄ είπα κι μπήκα στου τριβάγκο κι έκλεισα ξενοδοχείο κι ξεπαραδιάσκα! Καλά που είχα κάτ΄ λίρες στο σεντούκι, γιατί αλλοιώς δε μας έφταναν οι παράδες!
Η μπάμπου χήρσι να τμάζητι. Παράγγειλι από το Στρατηγάκη μια μέθοδο εκμάθησης αγγλικών για να μπουρεί να συννουϊέτι. Έφκιασι κι κλούρις, για να μη ρθούν τίποτα κολιντρούδια κι δεν έχ΄ τι να τα δώσ΄ κι καλά που τς πήρι κι θα σας πω υστιρότερα γιατί.
Πήραμι το αροπλάνο κι πήγαμι στου Σάλτσμπουργκ. Εφτακάμι κι πήγαμι στου δωμάτιο. Αλλοιώς φαίνταν στου τριβάγκο κι ούτι το μσό δεν ήταν, αυτό που μας έβαλαν. Όποιον ήγλιπι στ΄ στράτα η μπάμπου, τουν ήλιγι καλημέρα κι καένας δεν απολοϊούνταν, κι χήρσι να γινατών, που δεν τ΄ν έδναν σημασία.
Παντέχαινάμι να ιδούμι καμιά τρανή γουρνουχαρά, αλλά δε φαίνταν καν΄ τίποτας. Κατέφκαμι να φάμι στο ξενοδοχείο κι παράγγειλι η μπάμπου κατ΄ γκουρμεδιές κι μι τ΄ αυτά που πλερουσάμι, για να φάμι δυό νομάτ΄, θα χορταινάμι όλ΄ τ΄ Ντράμστα στουν Τσιάτα. Άφκι που δε χορτασάμι, γιατί του πιάτου είχι μέσα μόνι τεσσερς τέσσερς δαγκουσιές κι δε μας ήφιραν κι ψουμί.
Ήρθαν τα Χριστούίννα κι ρουτούσαμι που θα πάμι εκκλησιά. Σμα δεν είχι εκκλησιά κι όταν ρώτσα όλ΄ αυτοί απού είνι στο Ξενοδοχείο που θα κάμουν Χριστούϊννα, κι μ΄ είπαν, ότι θα κάμουν στου Ξενοδοχείου! Όχι, πέμητι, γέντι Χριστούϊννα, χουρίς εκκλησιά;
Κατέφκαμι στ΄ σάλα, να ιδούμι τι θα κάμουν οι άλλ΄. Η μπάμπου ήθιλι να χορέψ΄, μόνι που αντί για νταούλια κι κλαρίνα, είχαν μόνι μαντολίνα, κι ήταν κι μιαν που αντί να τραγδάει, τσούρζι. Ντιπ΄ δε μας άρεσε!
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα, η μπάμπου μι γύρεψε να πάμι στου καζίνο. Τι του θιλι; Θαρούσι ότι θα κερδίσ΄ κι έχασι ότ΄ παράδες είχαμι! Γύρσαμι στου ξενοδοχείου κι καλά που του ΄χαμι πληρουμένου κι είχαμι κι τα είσητήρια μι το αροπλάνο στ΄ τζέπ΄!
Τς τρεις μέρες που απόμνεσκαν ώσπου να φύγουμι, κατέβαινάμι μόνι στ΄ σάλα, να ιδούμι τι γένητι κι επειδής δεν είχαμι παράδες ούτι για φαΐ, ετρωγάμι τς κλούρες που ήφιρι η μπάμπου, για τα κολιντρούδια. Καλά που ήταν κι αυτές, γιατί αλλοιώς θα ψουφούσαμι τς πείνας!
Σα γύρσαμι στ΄ Ντράμστα, ου πρώτους άνθρωπους, που είηδαμι, ήταν η Μπασιουνάσιαινα. Πρώτα ρώτσι τ΄ μπάμπου, πως περασάμι! «Αξέχαστα», είπι η μπάμπου. «Ισένα σ΄ άρεσι Κώτσιου»; μι ρώτσι κι ημένα. «Αξέχαστα», είπα κι ιγώ, μόνι που αλλοιώς το σκέφτουμαν ιγώ το αξέχαστακι αλλοιώς του κατάλαβε η Μπασιουνάσιαινα. Για τ΄ αυτό σας λέου: Κάτστι τα Χριστούϊννα σου σπιτάκι σας μι τ΄ φαμπλιά σας, κι άφκιτι τα Μπάνσκα κι τα Σάλτσμπουργκ! Άει, καλά Χριστούϊννα, πιδιά μ΄καλά!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα
Χριστούϊννα στου Σάλτσμπουργκ. (Με τη ματιά ενός θυμόσοφου κασμιρτζή Βοϊώτη
74