– Αλέξανδρε, δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ ούτε και με την πιο ακραία φαντασία μου δε θα μπορούσα να φανταστώ τη Βεατρίκη υποταγμένη στην Εκκλησία του Χριστού, ντυμένη Χριστονύμφη. Στον εσωτερικό της κόσμο, έτσι όπως την έζησα και τη θυμάμαι, δεν διέκρινα ούτε ψήγμα πίστης ή έστω κάποιες μικρές αναλαμπές μεταφυσικής ανησυχίας ή έστω κάποιους υπαρξιακούς προβληματισμούς.
– Εγώ φίλε, στην κουβέντα που είχα μαζί της πέρυσι όταν τη συνάντησα στο Μοναστήρι της, το πρώτο που τη ρώτησα ήταν αυτό ακριβώς που σε εκπλήσσει. Ξέρεις τι απάντηση μου έδωσε; «Όσα υπήρξαν αδερφέ μου Αλέξανδρε στη ζωή δεν υπάρχουν πλέον, γιατί αυτή αρχίζει από τη μέρα της αναγέννησής μου, από τη στιγμή που έγινα νύμφη του Χριστού.
Για να μην αφήσω, όμως, μετέωρη την εύλογη ανθρώπινη απορία σου ένα μονάχα θα σου πω. Έθεσα κι εγώ ένα ερώτημα στον εαυτό μου πριν αποχωριστώ τη ματαιότητα του κόσμου κι αυτό ήταν κομβικό. Αναρωτήθηκα βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μου, πως αν ο θάνατος είναι το τέρμα της ζωής, τότε η ζωή τι τάχα νόημα έχει;
Και τότε ένιωσα τον αναστάντα Κύριο να με προσκαλεί κοντά Του και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι ο θάνατος αναιρέθηκε μετά την ενσάρκωσή Του (ως αρχή) και την ανάστασή Του (ως κατακλείδα επιβεβαίωσης).
Από εκείνη την ώρα και τη στιγμή Αλέξανδρε μου δόθηκαν πολλές απαντήσεις για τα μεγάλα και αναπάντητα ερωτήματα, όπως γιατί ζούμε, ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της υπάρξεώς μας στον πλανήτη Γη και ποια είναι η αλήθεια της Ορθοδοξίας μας.
Κι αν καμιά φορά συμβαίνει στην παρούσα τούτη ζωή μας να στερηθούμε τα πολύ επιθυμητά και αγαπημένα είναι γιατί όλα εφήμερα και προσωρινά είναι, γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος μας για να κερδίσουμε τα πολύ μεγάλα και τα αιώνια. Όταν η κόρη μου φτερούγισε για τους ουρανούς, έπρεπε κι εγώ να κάνω κάτι, να φύγω από τον κόσμο που δε ζούσα για να συναντήσω το Θεό. Έτσι και έγινε, γιατί αν έμενα δεμένη στο τίποτα, στην ανυπαρξία του Θεού, τότε ποτέ ξανά δε θα συναντούσα το αγγελούδι μου, το οποίο μπορεί εγώ να γέννησα βιολογικά, αλλά εκείνο με γέννησε πνευματικά».
Ακούγοντας αυτά Οδυσσέα ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση και δεν θέλησα να συνεχίσω κάποιον αντίλογο μαζί της, σεβόμενος πάντα τα όσα πέρασε αλλά και την τελική επιλογή της. Δεν μπορούσα, όμως, φίλε να συναινέσω στα όσα έλεγε γι αυτό και φρόντισα νωρίς να αλλάξω το θέμα συζήτησης μαζί της. Τώρα θέλω να ρωτήσω εσένα φίλε. Περνάει από το μυαλό σου ότι αυτή η τραγική ιστορία της Βεατρίκης μπορεί και να ήταν στα σχέδια του Θεού;
– Αλέξανδρε, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Δεν έχω εύκολη την απάντηση σε αυτό και οφείλω να σου εξομολογηθώ πως κι εγώ πολύ βασανίζομαι από πολλά και μεγάλα, σχεδόν θεόρατα, ερωτηματικά, κάθε φορά που μαθαίνω ή ακούω ότι ο θάνατος κόβει το νήμα της ζωής σε υπάρξεις πολύ πρόωρα, δηλαδή σε παιδάκια. Κι ούτε μπορώ να φανταστώ ή να υπολογίσω πόσοι από τους γονείς καταφέρνουν να σηκώσουν το βάρος ενός τέτοιου αβάσταχτου πόνου, πόσοι αναζητούν παρηγοριά κοντά στο Θεό και πόσοι τελικά χάνουν ακόμα κι αυτή τη λίγη και ασθενική πίστη που είχαν. Έχω μια εμπειρία ενός εφτάχρονου παιδιού που αργόσβηνε ανυποψίαστο στο κρεβάτι του πόνου, που βασανιζόταν αδιαμαρτύρητα και όσο αυτή η σκηνή έρχεται στη μνήμη μου ξανά και ξανά θεριεύουν τα πολλά γιατί και πάλι. Θυμάμαι, πως δεν είχα τότε τη δύναμη να το κοιτάζω στα μάτια και δεν μπορούσα να σκεφτώ αν είναι ο Θεός που επιτρέπει να υποφέρει ένα αθώο πλάσμα. Αν πράγματι το επιτρέπει ο Θεός για να πονέσουν και να συνετιστούν οι γονείς, γιατί αυτός ο Θεός της αγάπης δεν επέλεξε έναν άλλο τρόπο και να απαλλάξει το παιδί από αυτό το μαρτύριο;
Κι αν αυτό δεν συμβαίνει, και οι γονείς είναι ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί, γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός για να κάνει το θαύμα του, αφού είναι Παντοδύναμος;
Ηλίας Κ Μάρκου