Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ- Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΛΙΟΛΙΑ
ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Όξου πτου καφενείου τ’ Λιόλια, στου τραπέζ’ πουκάτ ‘πτου αγριουτσέναρου κάθουντι κι σβιγγών ακόμα μια φουρά ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους. Πέρασιν του μισμέρ κι ιπιδί είνι χινόπουρου, άριουσαν κι άλλου τα φύλλα πτου αγριουτσεναρου, κι ου ήλιους τς χπάει στου τσιρβέλου ψίχα παραπάν. Aπτού πιουτί κι απ’ τουν ήλιου ίρθιν ου μουρφεύς (αυτό ίνι απ άλλου βιβλίου). Είπαν να πάρν έναν νουμπέτ’, να τουν τσακίσν ψίχα, να βαΐσν λίγου γιατί αστόησαν κι σήμιρα να παν στου σπίτ’ να μισμιριάσν κι έτσ’ πρέπ’ να ξιαπουστασν στ Λιόλια.
(ΕΙΚΟΝΑ) Ου Νιάνιους, κάθιτι ‘πτ’ μιριά πτου αγριουτσέναρου, έχ’ τ’ σιαλβάρατ κατιβασμένη χαμπλά για τρεις λόγους: πρώτουν γιατί τουν χπάει ου ήλιους κι αντραλιάσκιν απ τ χαραΐ, δεύτιρουν ου νουμπέτς πέρνιτι καλίτιρα αν ίνι η τραιάσκα σγκαλουμέν’ στα φρύδια κι τρίτουν γιατί θαρεί ότι είνι καιπιουμένους απ τς άλνους κι δεν τουν γλέπν.
Άκσιν απ τα πιδιά τς ναυτικοί πτου χουριό (τς ίπαμι κι σι άλλου ιπισόδιου) ότι υπάρχ’ ένα πουλύ τρανό πλί, μη δυο πουλύ ψηλά πουδάρια , μι τρία τρανά δάχλα στου κάθι πουδάρ κι κάτ’ νύχια σα σκιπάρια π’ δεν τάκουψιν καγκαμιά φουρά( νύχια πανου κατ σαν ιμάς μι τουν Κώτσιου). Ουπάν πτά τρανά τα πουδάρια έχ’ ένα κουρμί σα νταούλ’ ιουμάτου πούπουλα κι φτιρά, πτι ‘κει κι σιαπάν εχ’ ένα γκαργκαλιάνου σα λουμάκ’, σα κόπατσια , σα γριντιά κατά σιαπάν κι στν κουρφή έχ’ ένα λαένι σαν πουλί τρανή ζιούσκα μ’ ένα κίτιρνου σουρούκ’, μι δυό τρύπις για μύτ’ να σιβαίν’ ου αέρας κι απου παν ένα λουφίου, σαν τ πούρτσιου του μαρτζέλ’ στου κατσιαούλ’.. Θμάτι ου Νιάνιους ότι ου Δάσκαλους αυτό του πλί τούλιγιν στρουθουκάμηλου, κι τα θκάμας τα πιδια οι ναυτικοί ήλιγαν ότι αυτό του πλί, μόλις βρει μια τρύπα καταΐ, χών’ του κιαφάλ’ τ’ κι λίγου πτου γκαργαλιάνου στν τρύπα, όλου του υπόλοιπου μπουρεί να είνι απόξου αλλά έτσ’ θαρεί ότι δεν του γλέπ καγκάνας. Ετσ’ κι ου Νιάνιους, ιπιδί ίνι φουστίρας κι τα παίρν’ εύκουλα, τρυπών’ του κιφάλτ μες τν τραϊάσκα κι ίνι σίγουρους ότι δεν τουν γλεπ καγκακαένας….ιπιστιμουνικά πράματα.
Ου Νιάνιους ακουμπάει μι τν πλάτ’ στν καρέκλα. Που μέσα φουράει χμώνα καλουκαίρ’ μαλίτκ , για τουν ίδρουτα του καλουκαίρ κι του βούρζμα κι τουν ψόφου του χμώνα .
Πουπάν έχ’ πουκαμίσα υφαντή, κι του καλουκαίρ, πουπάν πτν πουκαμίσα έχ’ γιαλέκου κι ίστιρα αντιρί μι τζιόπ στ’ μια τ’ μιργιά να βάν’ τουν καπνό κι τν ίσκνα ν ανάβ΄τν παυκάλου κι στουν άλλου του τζιόπ χών’ του κουμπουλόϊ όταν δεν τόχ’ στου χερ’τ. Σιακάτ, πουκάτ έχ’ τρανή πουτούρα (φανιλέϊνου βρακί ως τα κότσια). Στ μεσ’ του δεν’ μι βρακουζούνα να μι πέφτ’ σιακάτ κι αντρουπιάζιτι. Πουπάν πτν πουτούρα έχ’ μαλίτκ πόχα, που τ σφίγγ’ στ μέσ’ μι ζνάρ . Κάτ στα πουδάρια έχει μαλίτκκα τσιράπια πτα δεν’ μι τσιραπόσκνου.
Σχιδόν ντιπ ίδιου ντίνιτι κι ου Κώτσιους. Ιπιδίς άλλαξαν οι ιπουχές κι προυόδιψαν κι ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους πουλιόμσαν πρόπερσ’ τα τσαρούχια , κι έδουκαν αυγά κι αγόρασαν (απου έναν Λάμπρου π’ έρχιτι πτα Γριβινά μι ένα αυτουκίνητου κι πλάει ρούχα κι παπούτια), λαστχέϊνα παπούτσια και οι δυό. Αυτά μπουρούσαν αυτά είχαν , γιατί κια οι δυό δεν τς πατούσαν, δεν έβγιναν, αλλά ήταν αντάσδις, κι είχαν κια οι δυό τς ιδιις κοινουνικουοικουνουμικές κατατουμές (ορε πως τα λέου ου βιράνκους!!!!).
Ξαφνικά, μέσα απ του καφινείου βγαίν’ ου Λιόλιας ου καφιτζής κι γλέπ τν ιξις σκηνη….Ου Νιάνιους έχ κατιβασμένη τα σιαλβάρα ως τα μάτιατ, του χερτ κρεμιτι στν καρέκλα μι του κουμπουλόι στα δάχλα, του πουδάρ απλουμένου κατ’ τ’ στράτα του ένα του λάστιχου βγαλμένου κι απου μέσα ένα τσιράπ, ντιπ παρτάλ’. Τα δάχλα, σχιδόν όλα ίντα απόξου…Τηράει κατά τουν Κώτσιου κι τι να ιδεί, έχ’ ντιπ τζιβουμένα τα μάτια κι βράζ’ τουν τραχανά, τ’ ανακατώνει τα ρουβίθια, σα να βραζν φασούλια σι τρανό χαρανί ακούιτι…Του κιφάλ’ είνι ντιπ σιαπίσου.. του στόμα ανοιχτό κι ακούιτι όλου αυτό του γιρο του σαλαβάτ’…ακόμα κι η σιαλβάρατ επισιν απου πίσου καταΐς
Λιόλιας:!!!!!! (Σι έξαλ’ κάτάστασ’).. Τι ίνι αυτά ρε ζιουγρίμια;;….τι ίνι τούτα ρε γκαφάλια, θα μι χαλάστι του μαγαζί…κι λέου κι γω τι βρουμάει έτσ’ σαν ψουφίμ…σαν ψόφιους γιάσβους μι τν νουρά όμους κατά σιαπάν..θάρσα τσακίσκι του βαριλόπκου μι τν αρμιά κι αυτό είνι οι αντεύλις τ’ Νιάνιου…τα βρουμουποδαρατ μι τα σαπζμένα τα τσιράπια… Σύρι γλιγουρα στν καρούτα κι πλένει τσ βρουμουξιάλις ρε σκλίκα, κι ύστιρα γλήγουρα πόδισι του λάστιχου κι σμαζώξ σαν άνθρουπους ρε…τι κιντώνισι ετσιαιά στ Λιόλα;..θελτς να σι αμπώξου κι γώ να μη εχς κατά που να βαίϊς; Ούτι στν Πέλκα δε σι θέλν στα καφινεία…χρουστάς κι κεί… κι σι λίγου ρε ξλέϊνι πιρνούν αυτές π’ πααίν στν ικλισιά κι ιπιδίς μας γλέπν ψίχα ετσιαϊά ιμάς που μας ίδαν δηλ. μι τα δάχλα απόξου κι πώς θα σουθούμι λέν μι τέτοια ξιαντρουπιά, σκών σούμια κι ύστιρα παέν στν ικλισιά κι σταυρουκουπιούντι μπας κι βάλουμι τα δάχλα που μέσα απ του τσιράπ κι σουθούμι (μυστήρια πράματα , αλλά έτσ’ γένιτι)….
(Ου Λιόλιας ‘υρνάει κατά τν άλλ’ κι λέει)…Καλά ρε ισί απουσταμένι Κώτσιου, τι του πέρασις ιδώ;…του Χάν’ τ’ Λιόλια; Τόσου απουσταμένους είσι κι χουρχουλνάς στου θκόμ του καφινίου; Ισί εχς να δλέψ χρόνια κι χρόνια…μι τ’ σύνταξ’ τς μπάμπους δεν τα βγάντς; Κι μι τι κείνα τα τσέκια τ’ μπάρμπας απ τν Αμιρικί; Ισένα δε φώναζιν προυχτές η άλλη , όταν απουκιμίθκις στου μιντέρ «ξύπνα Κώτσιου να πάς για ύπνου;» Ισί η θα πίντς η θα τουν τσακιιζ….δεν μπουρει να σι σμα…. Ορε θα σας αμπώξου κια τς δυό…
Ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους γλέπουντας τν κατάστασ’ χιρνουν να μαζώνουντι… παίρν θέσεις κανουνικές στς καρέκλις κι για να καλουπιάσν του Λιόλια παραγγέλν…
Κώτσιους; : Ω Λιόλια… σχουριμένα…..φέρι μας δυό ντραματζάνις κι ότ’ μιζέδια έχς…Ιρθιν τρανό τσεκ πν αμιρικί
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ