banner
banner
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
banner
banner

ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ (Ντοπιολαλιά)

0 comment 8 minutes read
Β ΚΥΚΛΟΣ  8ο ΜΕΡΟΣ

Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος

ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

(Του ξιαπόσταμα τ’ Τάκ’ κι τ’ Νιάνιου στν αυλή τ’ Φουτουγράφου, συνιχίζιτι)

Φουτουγράφους: Λέν’ φέρ’ τ’ γκαζόλαμπα, μούργκσιν πουλύ κι δε γλέπουμι καντίπουτας…φερ’ τ’ γκαζόλαμπα γιατί θα κάμουμι καμιά δλειά, θ’ ανασκηλώσουμι του σουφρά, θα παν κ’ όλα τα μιζέδια, κι δεν είνι κι ιφνά, θα τσακστούν κι τα φιλτζιάνια κι η μπότσα, θα τραφουθούμι, θα βρουμούμι ύστρας σα χισμέν’, θα σουθεί η τιουλτιούλου, θα….

Λένκου: Κάτσι μπρε Τάκ’ , μη σκιάζισι ετσιαϊά, ιγώ που νουρίτιρα σας είδα ψια ζουηροί, κατάλαβα αμέσους κι πήρα ζιστά τ’ δλειάμ…δυό γκαζόλαμπις ιτοίμασα, πήρα κι τν άλλ’ πούχαμι στου μπουχαρί, κι τς έβαλα ντιπ κινούργιου γκάζ’ κι τρανά φτίλια, για να ξιχλιάστι όσου θέλτι

Τάκς: Νιάνιου καλά π’τν έχου…πάϊνα χαμένους…χά να μη φαν τα σκλίκια, όπους αυνούς π’ τς καμαρών κι ίντς πουκάτ’ στου μνημόρ χα νά χα ξιξμένα τσιράπια, λέραβ πουτούρα, ξιξμέν σιαλβάρα, παρταλιασμένου αντί…Μι του μαλιότουμ μι του γίδινου του μαλί; Χα νά του φάει ντιπ ο μόλτσα, τρύπις τρανές να σιβαίν τα πουντίκια χα να ‘χιν, δε χανάχα ούτι μπουϊατζμένα τα λάστιχα μι κάμιλ…σβάρνας χα νάμι…Αμ ου νουβρός; π’τα σκούπιρα δε χα να μπουρούσις να σκίις..Κι αν σι τσάκουνιν τ’ νύχτα τσουκαλιάρ’ς..τσίλια, να χραστεί να πιαλίεις στουν αναγκαίου; Πάϊνις χαμένους…θα σκόνταφτις στς μπιστιριές, στς γκουργκόλις κι στα στιλνάρια π’ σβάρνιξαν μι τα πουδάρια στου νουβρό τα πράματα…Αντί να ξαλαφρόϊς , χα να στουμπίζουσαν..κι αν ξιπιρνούσις απ τ’ απόγιμα κι ύστιρα τς δυό τς τσιότρις τιουλτιούκου; Θα σι βρισκαν τ’ χαραΐ κόρδα στου νουβρό, γρέντα,  γιατί π’ τ’ ζιούσκα π’ χα να βγαλτς απ του ντβαρ π’ θα χπούσις, (ΙΔΩΙΑ ΠΑΕΙ: ΙΓΩ ΣΙ ΠΙΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΛΟ, ΚΙ ΣΙ ΜΙ ΚΡΟΥΣ ΣΤΟΥΝ ΤΟΙΧΟΥ..) χα να λιγουθμίϊς, χα να πιράσν κι οι ιπιτρόπ’ να παν στν ικκλισια..κι οι άλλις οι χαμπέρις .. κι ικει να ιδείς σούμια, γκαργκάλια  κι χουρατα..χα να χουϊάζν κιόλας ετσιαιά: Ούυυυ γουμαρ, ισι γκιλνιεσι καταΐς κι οι άλλοι καμν όλου καλές πραξεις, παέν στν ίκλισιά, δε φτουν καταίς (μόνι όταν πρέπ’), ασχουλνιούντι μονι μι ολ τς άλλοι, όχ μι τς ιαυτούς τς, άμα πιτίχν καέναν στου γκρέμουρα, τουν αμπώχν παρακάτ’ για να βγαίν αυτοί ουπάν, μαζών τουν ουβουλό στου παγκαρ κι στου δίσκου, απ τς άλλ’ π’ δεν έχν μαντήλ να κλάψν, όταν ουνουματίζν κανά μκρό, ανάβν δυό γκαζόλαμπις τσακτζμένις, κι τς χριών ίσια μι 4 ντραματζάνις γκάζ, βάν πουκάμσα κι γραβάτις κι σκαρπίνια, ( απ’ καπ’ τ’ άκσιν αυτό ου φουτουγράφους, ότι είνι κάτ’ σουγλιτιρα μαύρα στα πουδάρια π’ γιάλτζαν), χιριτιούντι ταχατιά, αλλά μόλις γυρισν τν πλατ ου άλλους τουν σουγλνούν μ’ ότ εχν, κι αμα δεν έχν γυρέβν π’ τουν άλλου τουν ιπίτρουπου, κι αυτός τς δίν’ ότ’ σουγλί έχ’.. (άϊντι να μι χιρίσου) Ύστρας… Λένκου φερ’ τν πιτσέτα, χιρσιν να τρέχ’ ου  ίδρουτας., ..κι ύστρας π’λες αξάδιρφι…

Νιάνιους:Κάτσι ρε Τάκ’, ισύ θα λιγουθμίις, άναψις θα σ’ ερθ τίπουτα αντιθιτα κι θα σι χαλάσ’ ντίπ, άναψις ντιπ, κόρουσις, κι πουκάτ π’ τς γκαζόλαμπις φαίνιτι η γυαλάδα π’τ φαλάκρα, πουδαρίζισι, σνάϊζ του ψμένου, καμ’ς σα να σ’ιρθιν απότουμα άχαρα, φώτιασις σα γιρό τσιακμάκ, θα καμς κανά μιτό, κι έχου κι τν πόχαμ κουντά, θα μι φκιάϊς ντιπ μούζγκα (άναβιν κι αυτός ίχιν κι ψια φλέβα Δημάδκ’)..

Τακ’ς: Κάτσι ρε αξά, ταχατιάς τηράς να μι νταιαντίϊς κι σι μη λαμπαδιάιζ’ παραπάν…ας σταματήσουμι ιδώϊα κι να υρίσουμι στου θέμα μας, γιατί θα μας τσακώσν οι χαραές.. μη αστουχήσουμι να παρς κι τς φουτουγραφίις για του πιδί…για τ’ αυτό ίρθις…θμούμι.. Τι ήλιγάμι; Άααα για του μέρους π’ μ’ έστειλιν ου σμιθιρός του πισκέσ’….Αστόησα να σι πώ όταν τουν γνώρσα στου σύλλουγου, στν βαϊζμέν’ τ γριντιά…σκιάχκα…παραλάχκα μ’ όλνους όσ’ ήταν ικεί.Όλ’  είχαν μάυρα, κι όλοι κατ σουγλιτιρές μπότις (α θα σι πώ παρακατ κι για άλλνους για τ’ αυτές τς σουγλιτιρές τς μπότις…τς αούτ’), ..θάρσα, κιαπλές, απόμναν ‘που λάστχα κι τς ξιγέλασαν κι τς έδουκαν αυτά τα σουγλιτιρά τα κτούκια.Μαυρουφουριμέν’ φαίνουνταν σαν ένα κουπάδ παπάδις, γιατί ήταν κι όλ’ αξούρστ…πάει λέου , αυτοί θα μας παραχώσν όλνους αντάμα, τς τηρούσα κι είχαν κι όλ ζουπζμέν κάμα στου ζνάρτς (όρε λέου για να ξιμπιρδευν γλιγουρα αν αργάει του ξιψίχμας τς έχν τόσου εύκιρις;)..είχαν κι μια πόχα π’ έφκιανιν πισου στουν ουπισνό, μια σακούλα, σα να χέσκαν ουπάνουτς 2 μι τρις φουρές…παραπάν, ένα πουκάμσου ντιπ τιζαρουμένου, μι τα κουμπιά ετμα να ξικστούν, αντί να αφηκν σαν ιμάς τς φουστήρις τρανό τράτους, για να παίρν τς απότουμις τιουλτιούκις κι τουν κράσου π’ θα μας κιρνούν…αυτοί στινό κι τιζαρουμένου σαν του νάϊλου στν ηλιάστρα…ύστιρα όμους, τς τήρσα καλύτιρα κι μιρθιν να γκαργκαλθώ..

Νιανιους: Γιατί ρε αξά , βάλι κι μια τιουλτιούκου να μη ξιαστουχιούμαστι…

Τάκς τ Γιώτα:Ουπάν στου κιφάλ, τι ίχαν ρε; (ΑΥΤΟΪΑ Π’ ΦΑΙΝΙΤΙ ΣΤ ΦΟΥΤΟΥΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΥΝ ΠΑΤΟΥ!!!) Ούτι σιαλβάρα, ούτι τραιάσκα όυτι αμπέχουνου…τι είχαν λες ρε οι βιράνκ’; Ορε ένα σαν τν άκρα πτουν θκόμας τουν κριβατόγυρου, τν ταντέλα δηλαδής ,αλλά μαύρ..κι χαίρουνταν κιόλας..τν κνούσαν κι θαρρούσαν είνι κι έμπριπ, παν οι κριβατόγυρ ικια σιακάτ’ λέου δεν απόμκι καγκάνας…είχαν όλ…κι κατ χουρούδια οτ’ νάνι ..τρια τραούδια όλα κι όλα, πιάνουνταν σταυρουτά, γινάτιαζαν κι ρίχνουνταν…είχαν κι ένα όργανου του λιγαν λίρα (όχ’ όπους τς θκές μας π’ δουρίζν οι μπαμπαδις στα κουρίτσια τς, στς χαρές)..κάτ’ ξύλα μι τέλια, κι μ’ ένα σκνί π’ τς τρίχις που τ’ νουρα πτουν ιππού κι ξέρς πως ακούουνταν; Σα να ροΙσι αγριου μιλίσ’ απου καμια παλιουκφάλα απου αδρέϊνου δέντρουν…στ’ αγάνουνι του ψμένου. Οχ’ ρε σαν ιμάς…λαλάει τ’ όργανου κι οι κουρνέτις κι σκαλνιούντι τα σουθικά…χπάει του νταούλ’…κι σκώνουντι κι οι πιθαμέν… ακούς του νταμπουρλεκ , κι θελτς να τς αγουράϊς που τρια ακόμα…κι χουρούδια ρε ιμείς…σφιγκς του μαντήλ’ στου τσιάμκου, μακριά π’τουν άλλου, να μι τουν χπίις… κι κατσκέλα στουν ουρανό…ορε οι καλοι ξερς που πού του απιρνουσαν; Πτα τσιατόξυλα κι τς γριντιές…ουρθοι λιβέντις σα λύκ. Αυτήνια τ λόντζια; Αργά, δουρικά, να δείχν τουν πόνου, σα να σώθκι απότουμα η τιουλτιούκου…σα να μη ξαστηρώσ’ καγκαμια φουρα..Αυτές οι γυναικις; Τι αρχουντια είνι αυτηνια στου συρτό…κνιούντι τα σιγκούνια, γιαλιζν οι χρυσουκέντιτις οι πουδιές, παρλατιζν οι κόψις…Ασι μι αξά..σταματώ, ιδωια γιατί κουντευν να μι παρν τα ζμιά

Νιανιους: Στου θέμα μας Τάκ’…ξιαστουχήθκαμι, σα ναξα έναν πρώιμου , πέτνου να λαλάει..κι έχουμε κι τς φουτουγραφιις για του πιδι…Κι πως του παμι αυτό του μέρους τ’ συμπέθιρου; (Ου νιάνιους εινι όλους φτιά, σι ιτιμότητα, γιατί θελ να μαθ, ν’ ακούσ’ π’ τ’ μια,  αλλά να σων’ κιολας, να πάρ κι τς φουτουγραφιις για του πιδίτ

Φουτουγράφους: Κρη…(δεν προυφταίν)

Νιάνιους: Κατάλαβα ρε Τάκ, πτν κρικέλα είνι ου σιμπέθιρους , π’τα τρίκαλα π’του πιρτούλ’, απ τς βλαχ…ποχν ικινου του τρανο του λιβάδ, κι κριμνούν γύρου γυρου στς ντριτζκις, πτς κρικέλις τα καρδάρια, τα γκιούμια, τς σίτις π’ στραγγίζν του γάλα για να του ξιδιαλέγν απ’ τς γκουγκαράτσις, τα σιάβαρα  κι τα μπαμπαλούδια, κρικέλις να κριμνούν του διρματίσιου…αλλά ισύ είπις ίνι σα γριντια βαισμέν..αυτό του μέρους τ’ συμπέθιρου…στου χαρτί φαίνιτι σα μπουρί μι τρανές ζιούσκις που παν…τι δλειά έχ’ μι τς στρογγιλις τς κρικέλις; Μήπους ινουάς τς κρικελις πτουν άλτσου π’του, μπαλιούκα;;, π’ εχ αραδιασμένις τς κρικέλις κι φαίνιτι ισιου σα κτουκ..σα λιανη γριντιά;

Τακς: Όχ’ ρε τ’ λέν Κρητ (πάλι δε προυφταίν…)

Νιάνιους: Αξά, μήπους ήθιλις να πείς κρίτσιν κι ψίχα η καρυδεϊν’ η καρέκλα  π’ κάθισι; Γιατι κι ιγώ σα να τ’ν  άκσα…σα να κρίτσιν γιρά κι του τραπέζ’… τήρα ρούκουσι πουκάτ ένα μπουγατσιώτ’,  να μη βαΐζ’ , π’ έχουμε ουπάν  τα θκάμας τα καλούδια, τ’ ζουή μας γι’ απόψι, καμν πως ρουβόλτσαν; ..μι τοσου κρίτσμα π’ ακούου, πάμι χαμέν’ ..κι θέλου να πάρου κι τς φουτουγραφίις..μη αστουχάς..Ορέ μήπους ινουούσις απου κρι πούπις, του κριάρ του σιούτου;, π’ βαρέθκιν στν μαρκάλα  , μι τ’ άλλου τ’ ακάτσουτου του γκέσου, π’ πήραμι πτου Σιάν κι μας βγήκιν ντιπ τζούφιου; Α ταχιά μη ξιχαϊς να παρς τν κριουλίν (ΟΛΑ ΑΠΟ ΚΡΗ ΕΤΣΙ;), να του ρίξουμι γιατί άνξι κι θα σκλικιάσ’ κι θα του φτύσν οι μύγις..να του σώσουμι..Α τωραϊάς θμήθκα κι τ’ σακάρα, φιδιάσκιν ιχτές, τν τσιούμσι ου γκόλιαβους στου μαστάρ, κι θα του χασ’…βγαν κι πουλύ γάλα…τν πινικιλίν κι τ’ στριπτουμικίν να τν αμπουλιάσουμι να τ σώσουμι, να τ δωσουμι κι λίγου καρτσμά, να τ’  ξιμπραγκαλίσουμι..

Όπους τα λέει ου Νιανιους, απ τ’ βιάσ’ , λιγάει ψίχα  του πουδαρτ’, κι ξιακρύβιτι κάμπουσου όλους, πουκάτ’ πτου τραπεζ’

Τάκας: Πως έφτασις στ σακάρα ρε απ του σιμπέθιρου του μέρους; Δεν κατάλαβα ..Νιάνιου; που κρίφκις ρε ξλέϊνι πουκάτ απ’ του σουφρά; Γριντώθκις;

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by Codelux web Design

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00