Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα!
Κατέφ’κα υπροχτές τ΄ Δευτέρα στου Τσουτύλ΄. Είηδα καλή μέρα κι είπαμι να ξαποστάσουμι λίγου μι τουν Ψαρρή. Ήπια ένα εσπρέσσο σούπερ λούγκο στου Διαμάντ΄ κι σταυρώθκαμι μι του Μήτσαλη. Τράβξαμι κα΄να δυό ρακιά στου Χρηστάκη κι κίντσα να πάου κι ως του Γιώργου τουν Πράππα. Είηδα στο λουλουδάδκου απού έχ΄ ικεί αμπροστά, ότι όλ΄ πάηναν κι αγόραζαν λούδια, γιατί είνι Βαλεντίνους. Οι άντρ΄ για τς γυναίκες κι οι γυναίκες για τς άντρ΄. Ιγώ δεν έχου χαμπέρ΄ τι είνι ου Βαλεντίνους, αλλά είπα να σεβώ μέσα,να πάρου κι ιγώ ένα λούδ΄ για τ΄ μπάμπου, γιατί άμα πάει ου Μπασιουνάσιους λούδια στ΄ Μπασιουνάσιαινα, ένα κι ένα αυτήν θα κουσιέψ΄ στ΄ μπάμπου μ΄ για να τ΄ γκζοτίς΄ κι να τ΄ λέει ότι μόνι ου Μπασιουνάσιος πααίν΄ λούδια στ΄ γυναίκα τ΄ κι ιγώ δεν πααίνου. Άφκι που άμα δεν πάηνι λούδια ου Μπασιουνάσιους στ΄ Μπασιουνάσιαινα κι πάηνα ιγώ στ΄ν Κώτσαινα, θα γένταν παναΰρ΄!
Σέφκα μέσα κι αμπροστά απού τ΄ ημένα ήταν ένας μπάρμπας απ΄ φαίνταν κόμα τρανήτιρους κι απ΄ τ΄ημένα. Ρώτσι στου μαγαζί, άμα μπουρούσι να στείλ΄ λούδια σι πέντι γυναίκις! Άκουγα κι θιαμαίνουμαν!! Είπι να βάλουν κι κάρτες κι να γράψουν κι όλες, «στη μοναδική μου αγάπη». Σεβαίνου αγλήγορα μι το άϊφον στου πλέϋ στόρ κι κατεβάζου ένα απλικέϊσιον για να μαγητοφωνώ κι ανοίγου του μαγνητόφουνου κι γράφου ότ΄ λέει. Έδουσι όλα τα ονόματα απού τς γυναίκις, τ΄ στράτα που κάντι, τα τηλέφουνα κι του θκό τ΄ του τηλέφωνου. Στου τέλους είπι να στείλ΄ κι λίγα λούδια στ΄ γυναίκα τ΄ κι έδουκι κι του τηλέφωνο τς.
Ύστιρα ήρθι η σειρά μ΄, πήρα τα λούδια για τ΄ μπάμπου μ΄ κι βήκα όξου. Πήγα ουπίσ΄ μεριά απ΄ τ΄ν Αη Μαρίνα, άξα του νούμερου αφνού απού ήταν αμπροστά μ΄, έβαλα απόκρυψ΄ κι τουν πήρα. Σαν του σιούκουσι τουν λέου «είμι ου χάρους κι άμα δεν πάς τώραϊα πίσ΄ στο λουλουδάδκου, να πεις να μη στείλουν τα λούδια απού έστειλες στς μοναδικές τς αγάπες, θα ρθώ του βράδ΄ να σι πάρου». «Κι γιατί να σι ψτέψου, ότι είσι ου χάρους»; Μι λέει αυτός. «Θα μι ψτέψεις του βράδ΄», τουν είπα. Μι λέει, «πε μι τι θέλτς να κάμου κι θα του κάμου». Τουν λέου: «Θα πάρς όλα τα λούδια που θα να στελνες στς άλλες κι θα τα πας στ΄ μπάμπου σ΄ κι θα πάρς όλες αυτές τς μοναδικές τς αγάπες κι θα τς χουρίης, πρου μη να βασλέψ΄ ου ήλιους κι άμα δεν του κάμς, να μι καητιράς του βράδ΄»!
Ώσπου να ρθω αμπροστά από τ΄ν αη Μαρίνα, τουν είηδα αμπροστά στο Μάτσια που έρουνταν κοσιάτους. Σέφκι μέσα στου μαγαζί κι τ΄ν ώρα που έβγαινε φορτωμένους λούδια, τον ρώτσα: «Πιδί μ΄, μι φάνκι ότι είηδα έναν πουλύ ψλό μεσ΄ σι μια μαύρ΄ κάππα μι ένα δρεπάν΄ απόύ πέρασι απού τ΄ ιδώϊα αμπροστά. Τουν είηδις κι ισύ, ή μι φάνκι»; «δεν τουν είηδα» μ΄είπιν, «αλλά τουν άξα». Κι έκοψι πέρα πιο αγλήγορα κι απ΄το Μπορζώφ. Όχι, θα τουν άφνα να χαλάσ΄ το σπίτι τ΄!!
Κίντσα κι έφτακα χαρούμενος στ΄ Ντράμστα κι του βράδ΄ χάρκα κόμα πλειότερο, όταν άξα τ΄ Μπασιουνάσιαινα να φουνάζ΄ του Μπασιουνάσιου: «Ου Τσιαμήτς τ΄ν ήφιρι τ΄ν Κώτσαινα λούδια, ισύ το νου σ΄, που τουν είχις»;
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα