ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΗΡΘΙΝ ΟΥ ΚΑΖΑΝΑΡΣ. (ΟΥ ΠΑΠΠΟΥΣ ΟΥ ΝΤΑΗΚΑΣ). ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΔΡΥΟΒΟΥΝΟΥ. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Δ2
Ωρέ αστόϊσιτι όλ’;;Δεν αδουκίθκιτι ντιπ; ποιος μήνας έφτασιν ρε κι τι έχ’; (Ξέρου πάν απ όλα έχ’ τουν ΑηΜνά).. Ου βρουχάρς ρε έφτασιν..ου παχνιστής ..ου σπουριάρς κι ου ξιλιυτίς..ου Εισουδιάρς τς Παναιάς μας..ου Κρασουμνάς κι ου μιθστής ρε (ωρέ, όλ βιράνκ’..μόλις ανάφιρα μιθστής, του νού σας ενακένα στουν κράσου κι σν τιουλτιούκου ετσ;;) ΟΥ ΝΟΥΕΜΒΡΣ ΡΕ ΕΦΤΑΣΙΝ ΟΥ ΘΚΟΖΜΑΣ ΟΥ ΚΑΖΑΝΑΡΣ. Για να αδουκθούμι ψίχα…
Ντριάνουβου … 21 τ Παχνιστή 1953…
Βαρύ χινόπουρου κατ’ του χ’μώνα . Απόγιμα..κατ’ τς τισιράμσ’.. κρέμασιν καταχνιά στα όντρια ..ανταριάσκιν κι ου τσαπουρλιάνους κι ου ΑηΓιώργης..πήριν να μουργκιζ’…Ιτιμάζιτι η σκουτίδα , να καβαλκέψ τ’ μέρα. Όξου χίρσιν σουλώτα κι γιρί ανιμκιά… βούρζμα Αη Σουτηριάτκου , δέχουνταν του κουζίν’ μέχρι κι μαλιότου. Στου νουντά , κι σ’ όλου του τσιαρδί , που κιρό στρωθκαν τα πουκρόβια, οι τσέργις, οι κουριλούδις κι οι φλουκάτις
Ρακουκάζανου τ Χρήστου τ’ Νικουλή.Μσή δρασκλιά πν πλατέα . Φέτου του καζάν’, του δλέβ του τρανό του πιδίτ ου Κουτσιαρής.
Κάθι 48 ώρις πιαλάει στ’ Σιάτστα κι παίρν άδεια, για να του δλεβ του καζάν’, πτ Χουρουφυλακή , που ίνι κι αγουρανουμία, ιφουρεία, ληξιαρχείου, δασαρχείου, ΟΤΕ, ΙΚΑ , ΔΕΗ, ΥΕΝΕΔ, Δημαρχείου, Μαμάτσιου, Μπλιούριου, Παρθιναγουγίου, κατηχητικό, οινουμαγειρείου, φρινουκουμείου… κέχ’ κι πειθαρχείου..κι έχ κι φουρφούρ π’ κλώθιτι κι κάμν’ ίου-ίου…απόλα ίνι η χουρουφυλακή..Ίνι του μάτ’ κι του φτί πτ’ αφνούς π κυβιρνούν. Έκαμις πως αστόισις να πιταχτείς να πάρς άδεια κάθι 48;; Σέφαγιν του μάυρου του σκουτάδ…άνξι λάκου στα μνημόρια..ειδουπεία τουν ΠαπαΑντρία να σι μιταλάβ’ ..να σι φκιάσ’ όλα τ΄αντέτια για φιβγιό..βάλι του γαμπριάτκου του κουστούμ κι κιντώς στου ξυλουκρέβατου.Χιρνούν πρώτα οι μσοί του σουλτάν- μερεμέτ …ύστιρα μπίξι-σφίξι όλ’ αντάμα. Σι κρούν παραφύσις μι λουμάκια , μι τσιατόξλα μι κρανίσιις ..φάλαγγα ..βραζμένα αβγά στς αμπασκάλις κι στα τσκάλια κρέμαζμα ανάπουδα πτου τσιγγελ’..δαυλιά στα πουδάρια σαν τς αναστινάρδις..ντανάλια για τα δάχλα..κι όλ’ ιπιστίμουνις σι λέου …φουστήρις για του πώς τυρανούν τουν άνθρουπου.. κι μόλις λιγουθμίις; στου φρέσκου καταί στου πάτουμα..καμς πως συνέρχισι;; ξανά-μανά… παέν’ κι του καζάν’ κι η φαμπλιά κιόλα. Αει νάσι ισί, αστόχα να πάρς άδεια πν χουρουφυλακή, γιατί κι σι κάθι χουριό έχν κι μάτ’ κι φτί.
Οι χουριανοί παέν κέρχουντου όλου του μιρόνυχτου κι βγάν τν τιουλτιούκουτς για τ χρουνιά. Φερν μι τα μπλάρια κι τα γουμάρια στς κουσιόρις τα τσίπουρα , ότ’ απόμνιν δηλαδή ύστιρα πτου πάτ’μα κι αφού τράβξαν του μούστου. Σι κάθι φουρτιό π’ φέρν , στα πίσου τα κουτσάκια πτου σαμάρ έχν διμένις κι ντραματζάνις π’ βάν του πιόμα. Αλλού του μιτάβγαλμα , αλλού τν αδυνατότιρ.Ύστιρα κουβαλούν κι ξύλα για τ’ φουτιά. Κουβαλούν κιάλα στα τρουβάδια, κούκλις που καλαμπούκ’ πατάτις , μπάτζιου, λουκάνκα, καβουρμά, παλιουπρουβάτνα, παϊδια, ψαχνό ..τσιγαρίδις ..απ’ όλα, για ντιρλίκ’ κι για να δουκιμάζν ταχατιά τν τιουλτιούκου π’ βγάν’. Του σούρουπου ιτούτου ψιά αλλιώτκου μι σφιχτό κιρό..οχ χινουπουρνό..χειμουνιάτκουν.
Κουτσιαρής: (στου μκρότιρου του πιδίτ..του Γιώτη). Ω Παναιώτ’…αει σύρι ρε πιδί βόηθα ψίχα τ’ μάνας να μάστι τ’ αρνίθια κι να ταχτουποιήστι ψιά τα πρόβατα στου μαντρί , γιατί ίδώια έχου κάμπουσ’ δλειά κι δεν προυφτένου. Μόλις σώστι…έλα πάλι..θα ψήσουμι κάστανα στ φουτιά πτου καζάν’ θα βάλου κι λουκάνκα κι κούκλις κι μπάτζιου..έλα πάλι αφου ταχιά δεν εχς κι σκουλειό…
Πουκάτ πτου καζάν’ , ίνι του μαντρί κι του αρνιθουκούμασου. Δίπλα είνι του σπίτ’ του Κουτσιαρή , μι του νουβρότ, του μπαχτσέτ κι ένα αυλαγαδούλ’ π’ βγαίν κι βουσκούν κάπου-κάπου τα πρόβατα κι κάθι μέρα τ’ αρνίθια.
Πιαλάει ου Γιώτης (ιγώ δηλαδή..δεν είχα γινθεί του ’53, αλλά θμούμι, όταν ήμαν μκρός του καζάν’.. κι μι μουλόγσιν κι ου πατέρας πουλές ιστουρίις)
Γιώτης: Ω Μάνα..που ίσι …μέστειλιν ου πατέρας να σι βουηθίσου να μάσουμι τ αρνίθια κι τα πρόβατα..
Όλγα: (η γυναίκα τ κουτσιαρή, η μάνα τ’ Γιώτη). Που ίσι Παναιουτάκ μ’; έχς ώρις στου καζάν’ μέσα-όξου να μη κρυώις. Α έλα να σφιχτούμι ψίχα να φκιάσουμι τς δλειές μας, γιατί πήριν κιρός κι αν αργήσουμι θα πλιυριτουθούμι..Αει σύρι χίρνα πτα ‘ρνίθια.
Πιαλάει ου Παναιουτάκς στ’ αυλαγαδούλ’.. τηράει πρώτα που ψίχα μακρύτιρα…
Γιώτης: Ω μάννα ..πούντα μα τ’ αρνίθια; ..μόνι δυό γλέπου πτι ιδώια κι αυτά τρικλνούν (ζγών σμότιρα), μια βαίζν κατ’ τ μια, κι σκών’ του ένα του πλατάρ’ κι νταιαντιούντι , μια πν άλλ’. Ωρε μάννα , ντιπ σα μιθζμένα φκιάν..Τιιι!! Μάνα γλέπου κι τ άλλα ίνι κιντουμένα καταίς κι δε σκαλνιούντι ντίπ..τα μσά έχν τα πουδάρια σιαπάν.. ή ψόφσαν η λιγουθίμσαν…λιγουθμούν τ αρνίθια ρε μάννα;; πιάλα μαμά..
Πιαλάει η Όλγα κι τι να ιδεί…όλα τ αρνίθια τιντουμένα στουν αυλαγά κι τα δυό π’ απόμναν ..ανέσουστα..άλλα δυό τρία, ζακατζμένα στς ντρίτζγκις..στα φράχτια
Όλγα : Ωρε τι έπαθαν τ αρνίθια;Για τ’αυτό λαλάει ου πέτνους σχιδόν πτου γιόμα κι παταρίζιτι; Τι γριντώθκαν καταϊ κι δε σκαλνιούντι..σα να νταμπλιάσκαν ίνι, αλλά..τ αρνίθια μήτι νταμπλιάζουντι μήτι λιγουθμούν..μήπους τα γκρίουσι κανά ζλάπ; Αλλά δε φαίνουντι κι ψόφια..τι συμβαίν’..συλουιάζ’ κι τσακών μι τα δυό τα χέρια του κιφάλ’. Τότι , πουπάν πτ στράτα ακούιτι μια φουνή
‘Ολγααα..μο Όλγα..πούσι μα;
Όλγα: Καλησπέρα μα Νιά (απ του Κουσταντινιά)..καλώς την…τι θέλτς; Ξέρς μα, έπαθα γιρό χατά….η γκριώθκαν, η ψόφσαν τ’ αρνίθιαμ κι δεν ξερ..
Νιά: Για τι’αυτό μα Όλγα ήρθα..ήθηλα να σι πώ. Πάινα νουρίτιρα στου πηγάδ για να πλένου στς καρούτις κατ’ τσιόλια. Ύρσα του κιφάλ’ σιακάτ σι σας κι τι να ιδώ…τα μσά τ αρνίθιας απιτούσαν ουπάν πτου φραχτ’ σας κι τ’ άλλα χίρσαν ν’ αραδίζν πτι ικείια πέχτι τν πουριά.Τραβούσαν όλα στ’ γκουγκουμαριά μι τα στέμφλα π’ βγάντι μι ν’ τσιουτάλα πτου καζαν’. Απ τ γκουγκουμαργιά έβγινιν άμπουρους, κι θαρούσαν δεν τα πείραζιν. Αυτά ήταν σγκαλουμένα ουπάν στ γκουγκουμαργιά κι τσιουμπούσαν αράδα ξιζιουλτζμένις ρόγις. Κάθουμαν κι τα τηρούσα για να καταλάβου , τι σκλια γυρέβν τ’ αρνίθια στ’ γκουγκουμαριά μι τα τσιόπουρα;. Ύστιρα γκιλνούσαν πτ’ γκουγκουμαργια κι βάιζαν πέρα δώθι σα θυμιατό ,σαν τς γραδουμέν η αφνούς π’ βγαίν πτου μιτάβγαλμα πτου καζάν’ . Χίρσα να φουνάζου Όλγααα..Όλγαα..Κώτσινααα αλλά δεν απουλουίθκις κι ίπα να στα πώ ψίχα κατουπίτυρα, αφού τάιδα ζουντανά τ’ αρνίθια..ξιαστουχήθκα όμους μι τς δλειές κι θμήθκα κ’ ήρθα τώρα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ