Είναι κοινή η διαπίστωση ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια ένα μικρό τμήμα Σερβιωτών και Βελβεντινών, λόγω της διοικητικής μεταρρύθμισης Καλλικράτης, δημιούργησε ένα κλίμα έντασης, και σε πολλές περιπτώσεις εμπάθειας, στην περιοχή μας. Γνωρίζω την ευαισθησία (πολιτική και κοινοτική) των Βελβεντινών για την απώλεια του Δήμου τους, η οποία διασταυρώνεται στη σκέψη μου με την εμπειρία της υποβάθμισης και εν τέλει κατάργησης υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (Εφορία, Ι.Κ.Α.), που για πολλές δεκαετίες έδρευαν στα Σέρβια. Αποτελούν το αποτύπωμα ενός δίδυμου αιφνιδιασμού στην τοπική κοινωνία ο οποίος, ως ανακλαστική αντίδραση, δημιούργησε τις πιο πρόχειρες ομαδοποιήσεις: οι μεν εναντίον των δε και αντίστροφα.
Εξαρχής οι κυβερνητικές αποφάσεις αναζωπύρωσαν πάθη ή γέννησαν νέα, ικανά να σχηματοποιήσουν μια διελκυστίνδα, της οποίας όμως το έπαθλο κατείχε η ίδια η κυβέρνηση. Ως τέτοια η ένταση μεταξύ των πολιτών είχε τα χαρακτηριστικά της χαλκευμένα από τον σχεδιασμό της περιστολής και της απομείωσης των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Δεν ρωτήθηκαν οι κοινωνίες μας, αλλά αφέθηκαν στη «χώνευση των υπολοίπων», δηλαδή στις αλληλοκατηγορίες, ενώ ο Καλλικράτης- πολιτικός οδοστρωτήρας επιβλήθηκε ως φυσικός νόμος και γι’ αυτό αναγκαίος και μη συζητήσιμος.
Αν στην περίπτωση του Βελβεντού η αντιμετώπιση απ’ την πλευρά της πολιτείας ήταν όντως επιδερμική και κυνική, στην περίπτωση των Σερβίων, επιτρέψτε μου να ισχυριστώ ότι ήταν περιπαικτική. Διότι η υποβάθμιση της εξυπηρέτησης συνοδεύτηκε με τον ορισμό των Σερβίων ως έδρα του νέου Δήμου, απ’ τους μεγαλύτερους σε έκταση στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι όταν οι Βελβεντινοί βίωναν την απώλεια, οι Σερβιώτες συνειδητοποιούσαν τον εμπαιγμό της τυπικά ευρείας διοίκησης, αποστερημένης όμως από ουσιαστικές παραμέτρους της, λόγω μείωσης κατά 50% της κρατικής επιχορήγησης .
Για όποιον μπορεί να χειρίζεται τη στοιχειώδη λογική, είναι εμφανές ότι και η περιοχή μας αποτέλεσε τον δοκιμαστικό σωλήνα ενός κοινωνικού πειραματισμού, με απώτερο στόχο την υποβάθμιση του επιπέδου και της ποιότητας της ζωής μας. Η πειραματική δοκιμή όμως διεκπεραίωσε και μια άλλη στόχευση, τη διασπορά της καχυποψίας και της αντίστοιχης έντασης που αυτή μας προικίζει. Η οικειοποίηση και τελικά υιοθέτηση της καχυποψίας από ένα τμήμα των κοινωνιών μας, αποτέλεσε μια οπισθοδρόμηση που έφτασε μέχρι την ανταλλαγή απαράδεκτων χαρακτηρισμών στις σελίδες του διαδικτύου.
Πιστεύω ότι αυτές οι εκατέρωθεν συμπεριφορές δεν ανταποκρίνονται στον κρίσιμο πολιτικά καιρό μας, διότι υποβάλλουν πρακτικές ενός ιδιότυπου κοινωνικού αυτοματισμού, όχι μεταξύ κοινωνικών ομάδων αλλά μεταξύ τοπικών κοινωνιών. Αναγνωρίζω τις διαφορές των κοινωνιών μας, προκρίνω όμως τους ιστορικά διαπιστευμένους δεσμούς μας μέσω της εκπαίδευσης και των οικογενειακών σχέσεων. Αυτοί εντασσόμενοι στις σύγχρονες και δύσκολες συνθήκες, μπολιασμένοι με εμπιστοσύνη, είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσουν το γόνιμο πεδίο της συνύπαρξης μας και τον σηματωρό του μέλλοντος μας. Η εμπιστοσύνη όμως ευδοκιμεί με την διεύρυνση της δημοκρατίας, της πολιτικής έκφρασης και του δημόσιου λόγου και αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσω των λαϊκών-κοινοτικών συνελεύσεων . Πρόκειται για τον θεσμό που αφενός γονιμοποιεί την πολιτική πρακτική, αφετέρου καθιερώνει την ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης .
Δημοσίευσα αυτές τις σκέψεις μου ώστε να εστιάσω στην οπτική, μέσω της οποίας η Δημοτική Κίνηση «ΑΝΤ.Α.Μ.Α» του Δήμου Σερβίων- Βελβεντού προσεγγίζει τις σχέσεις των κοινωνιών μας. Οπτική που δεν αναδεικνύει το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αλλά τη συνειδητοποίηση του κοινού στόχου και του αμοιβαίου οφέλους, διαμεσολαβημένων απ’ τον αγώνα μας απέναντι στους Πολιτικούς Αναμορφωτές του Κωνσταντίνου Καβάφη που:
“…όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά , και να παυθούν ζητούνε .
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.”
(«Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200π.Χ.»,1928)
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
«ΑΝΤ.Α.Μ.Α.» ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΕΡΒΙΩΝ –ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ