Μπορούμε να προσεγγίσουμε τη δογματική διδασκαλία του χριστιανισμού με τη λογική και κατά τον ίδιο τρόπο να ερμηνεύσουμε το γράμμα της Αγίας Γραφής;
Στους αιώνες που ακολούθησαν την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, στη διαδρομή της ανθρώπινης σκέψης και της ιστορίας, πολλοί φιλοσοφούντες και θεολογούντες αναζήτησαν γέφυρες μεταξύ της ελληνικής φιλοσοφίας και της ευαγγελικής διδαχής και βάλθηκαν να δώσουν πειστικές απαντήσεις για το αν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ πίστης και λογικής, μεταξύ πίστης και γνώσης.
Το γεγονός πάντως που καταγράφτηκε στην ιστορία είναι πως όταν ο χριστιανισμός διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη, τα μόνα κέντρα παιδείας που είχαν απομείνει μετά τις βαρβαρικές επιδρομές, ήταν τα Μοναστήρια και δευτερευόντως τα πανεπιστήμια, τα οποία κι αυτά ήταν εξαρτημένα από την Εκκλησία.
Τότε, λοιπόν, έγινε αισθητή η ανάγκη της φιλοσοφίας για τη διατύπωση των εξ αποκαλύψεως δογμάτων, οπότε η εισχώρησή της στο χριστιανισμό ήταν αναπόφευκτη.
Κάπως έτσι δικαιολογείται το πλατωνικό και αριστοτελικό πνεύμα που διαπνέει τα περισσότερα από τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας.
Για παράδειγμα, ο ιερός Αυγουστίνος για την ανάπτυξη της χριστιανικής του σκέψης χρησιμοποιεί την πλατωνική φιλοσοφία και τον νεοπλατωνισμό. Θεός, κόσμος και άνθρωπος, Εκκλησία και Πολιτεία, σωτηρία και βασιλεία των ουρανών, περιγράφονται και ερμηνεύονται σε μια διάρθρωση και ιεράρχηση φυσικών και υπερφυσικών τάξεων. Η δικαιϊκή δε, τάξη, που ρυθμίζει και την ίδια τη θεία τη ζωή, αποτελεί τη μοναδική συνεκτική δύναμη για την περιφρούρηση αυτής της διάρθρωσης και ιεράρχησης.
Και είναι ο Αυγουστίνος, ο άνθρωπος, που τελικά αναδείχθηκε ο θεμελιωτής ενός φιλοσοφικού και θεολογικού συστήματος, το οποίο σφράγισε για πάντα τη μετέπειτα εξέλιξη του λεγόμενου δυτικού πνεύματος.
Αρκετοί μελετητές βασίζονται σ΄αυτόν τον «εκχριστιανισμό» του Πλάτωνα από τον Αυγουστίνο και λέγουν πως ουδέποτε διανοήθηκε να απορρίψει τη φιλοσοφία ως ασυμβίβαστη με την πίστη και το χριστιανισμό. Πάντως, στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι τον Άνσελμο, ο επηρεασμός της δυτικής σκέψης από τον Πλάτωνα ήταν καταλυτικός, μέχρι που τον 13ο αιώνα εμφανίζεται η παράδοση του Αριστοτέλη, την οποία μάλιστα είχαν διατηρήσει φιλόσοφοι του Ισλάμ. Αυτός, που «εκχριστιάνισε» τον Αριστοτέλη ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος και θεολόγος της εποχής εκείνης. Στο Θεό έλεγε, μπορούμε να φτάσουμε ακολουθώντας το δρόμο της πίστης, αλλά και το δρόμο της λογικής, αφού κι αυτός μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι όλα προέρχονται από μια «πρώτη – αρχική αιτία».
Για τον Ακινάτη η θεολογία διακρίνεται στην «αποκαλυπτική» και στη «λογική ή φυσική», ενώ η αλήθεια της φιλοσοφίας των επιστημών είναι απόλυτα συμβατή με την αλήθεια της θρησκείας. Έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου να υποστηρίξει με σθένος ότι τα αριστοτελικά συμπεράσματα συμφωνούσαν με τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες της Βίβλου, κι αν κάπου υπήρχε ασυμφωνία ή κάποια διάσταση απόψεων, αυτό οφειλόταν σε παρερμηνεία της Βίβλου!
Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο που διόρθωνε τις πλατωνικές ασυμφωνίες με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Ακινάτης προτιμούσε να επανερμηνεύσει αυτήν στα σημεία που ερχόταν σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, αλλά δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις εκείνες που αναγκάστηκε να εμβαθύνει στα έργα του Αριστοτέλη και όπου κατά την άποψή του διαπίστωνε φιλοσοφικά κενά, προέβαινε σε διορθώσεις και μάλιστα για θρησκευτικούς λόγους.
Ηλίας Μάρκου