Β ΚΥΚΛΟΣ 11ο ΜΕΡΟΣ
Λένκου: Για να ιδώ;; ούουου τι επαθάμι.. ξιφόριστα αγλίγουρα…φουρλαξτα σιαπέτα…και τα δυο κι τν ποχα κι τν πουτούρα… είδα άρπαξιν κι η πουτούρα.
Πιαλάει αγλίγουρα στ’ μισάντρα, πουκάτ’ πτ’ σκάλα είχιν ένα ντλάπ απ’ έβανιν τα καθαρά.Αρπάχν κι πόχα κι πουτούρα, αλλά πρώτα τα ιλέγχ ινδελεχώς. Αφού σιγουρεύιτι ότι είνι ιντάξ, πααίν σβέλτα στου νουντα’α κι τουν λέει: «Άλλαξέτα ενακένας Τάκ να γέντς έμπριπους, μη προυφτάσ’ κι μας ειδεί καένας .. πάμι χαμέν’.
Η Λέν’ υρνάει ψίχα πτι ικείια που σέβας.Ου Τακ’ς πουλιουμάει σιαπέρα τα ιλατουματικά και πτου πουλύ ινάτ, για τν τρανή τν κριπα π’ χράζουνταν, ζγκαλών’ τν πουτούρα στ’ γκαζόλαμπα πούχαν στου μπουχαρί, στου τζιάκ’.Η Λέν του γλέπ’ κι τσακών’ μια κλούτσα π’ είχαν ικείια στου μπουχαρί κι τν ξιζγκαλών παραύτα, Ου φουτουγράφους αλλάζ’ κι τσιράπια, κι τα ρούχα κι νιώθ άλλου πράμα, έτμους για του παζάρ’ στου Τσουτύλ. Αν τα φτιάτ’ είχαν χείλια χα να ιλούν κι αυτά. Τν ώρα π’ σκυβ’ να πουδέσ’ τα λάστχα, του ματ’ τ’ πέφτ’ σι μια θυμουνιά φουτουγραφίις, διμένις μι σπάγγου σι σταυρό, για να μι αραδίζν. Τς έστειλιν κι αυτές ου συμπέθιρους π’τν Κρήτ’ αντάμα μι τ’ ντραματζάνα.. Τς αγραπών’ ενακένα , κι έτς ξαλαφρουμένους πούνι φταν’ σβέλτα στου Νιάνιου. Πάλι αγλίγουρα. Αφήν’ τ’ς φουτουγρφίις στου τραπέζ’ κι κάθιτι μ’ άλλ’ διάθις ‘φτή τ’ φουρα’
Τακς: Άκσι αξά, αυτό του μέρους τ σιμπέθιρου π’λες, η γριντιά η ξαπλουμέν’, η Κρητ, είνι πουλύ τρανή, κι είνι Νήσους. Νήσους είνι όποιου μέρους π’ πατάς , εχ που τριιούρτ αρμυρό νιρό , όπους όταν ξιπλένουμι τν αλατσιά, π’ τρων άλας τα πρόβατα. Αν κατά λάθους , αυτό του παλιουνέρ σεβ’ στς μύτις κι του καταπιείς, σ’ έρχιτι αντράλα, κι άχαρα αντάμα. Τσουζ’ σα νάσαν παραφύσις μιθζμένους κι να μι πιτχεντς του στομα να ριξ’ τν τιουλτιούκου κι να πιτχεντς του ρουθούν, κι ίσια του γκαργκαλιάνους. Σα να σ’έρξαν, οινόπλιμα κι τιάφ αντάμα , στ’ς τρύπις..κατάλαβις;;Αν σέβ στου στομα; σα ναχς πουρδόλτσα κι να γκριώνισι. Αν ξιαστουχθείς κι πάει στου φτί γένιτι….ορε πως του λέν πααίν στου νταμπουρλέκι π’του φτί κι ύστιρα αυτό γένιτι απού νταμπουρλέκ’ .. νταούλ
Νιάνιους : Ορέ αξά έχ’ του φτί νταμπουρλέκ; Που χουράει;
Φουτουγράφους : Έχ ρε …έχ να ιδείς πως του λέν στου Λιαψίστ , στ Χρούψτια, στν Κόζιαν,, ορε να ιδείς .. πως του λέν…θμήθκα ρε…. ντούμπανου…οχ ρε τύμπανου λέγιτι ρε αλλά ,δεν έχ’ σημασία , αφου στουν πάτου του φτι πάλι νταούλ γένιτι κατάλαβις; Τώρα πως γένιτι του νταμπουρλεκ νταούλ; Θα σι γιλάσου…τρανό μυστήριου.. Κι ξερς τι ακούς; κουρνέτις, κλαρίνα τζιτζικαίοι κι αγριουκουμπαναίοι, όλα αντάμα , τοσου τρανό νταουλ γένιτι του φτι απ τι αυτό του αλατζμένου του παλιουνέρ. Κι αν τρουτσκαλτστει, αυτό του δηλητήριου κι σεβ στα γκαβάς;; κάϊκις., κουντεβς να γκαβαθείς, δε γκαμπλιώντς καντίπουτα..θουλουρα στουν αμφιβληστρουειδή, ου φακός γκαρτσανιέτι πτ’ άλας…σι ξάει σα ναχς αστράκα…του ουπτικο νεύρου τιζαρώνιτι σα σπάγγους σι ραματιά κι κάμν όπους όταν διαλάζ’. Τα ματουτσίνουρα ιουμώζν τσίμπλις..του ματ’ σφαλναει κι δε ζαρίιζ καντίπουτα. Άμα σέβ στου νουφαλό;; στα τσκαλια κι στουν ουπισνο ; δηλητηριάζισι, ανακατώνουντι όλα τα σουθικά., τσιουτσιουριάιζ…χπας τα κατσιαούλια…έτμους να χιριτίις είσι. Αυτά κι πουλά άλλα φκιαν οι αλατσιες π’ είνι τριιούρ τς Νήσ’…σκετους όλιθρους..κι ακσι τωρα αξά ( Ου Νιάνιους ακούει ό λου μη πιρισιλουγή ,μη σπουδη…θελ’ να τα μαθ, όλα..)
Τακς: (συνιχίζ) Αυτός λοιπόν ου Νήσους , οχ Νίτσιους, αυτοί είνι θκοί μας , είνι καλοί, έμπριπ’, τς ουρθιάς, βαν πόχις, λάστχα γιαλέκα, πουκαμίσις, αντιά, μαόιοτα σιαλβαρια κι τραιάσκις, ουλόσουστ. Τ’ θκού μας, τ’ συμπέθιρου δηλαδή , η Κρήτ, εχ τριούρ π’ τ’ιαυτο του φαρμάκ’, του δηλητήριου , του κώνιου που ήπιιν ου Σουκρατς τ’ Τούσα (χίρσιν να ξιφεύγ’,,,ιπανέρχιτι). Κι είνι τόσου πουλύ , ακ , είδις στν κουτσούφλιαν, στουν κατ’ του κάμπου μιτά τς γιτιές πού’νι του πουτάμ;
Νιάνιους : Είδα
Τακς: Πρίν του τρανό του κλώσμα, στ γκαλτσουφουλιά, είδις που του νιρο πιαν πουλύ μέρους κι είνι ψια ήσυχου;; Βάλι μι του νους τώρα …η Κρητ που πάνου ποχ’ τα σουγλιά, ως που να πατίις παλι χώμα κι μπιστιριές, σ΄ ένα μέρους πτου λέν Σούνιου, εχ’ π’τ αυτό του βιράνκου του φαρμάκ’ ίσια μι (σκεφτιτι κι υπουλουγιζ) …16.325 γκαλτσουφουλιές. Πουκάτ ως που να πας σ’ ένα άλλου μέρους π’του λεν Αίγυπτου, κ εχ κι αυτή ένα τρανο πουτάμ, π’του λεν Νείλου μι πουλλά ρουγκόζια κι νταβάνια εχ 21.327 γκαλτσουφουλιές αλατσιά (Ου Νιάνιους τηράει απουσβουλουμένους…σαν τ’ς σβόλις δηλαδης π’ υρναει τ’ αλέτρ’ κι απουμεν’ ικεί όπους ύρσαν …κι δε σκαλνιέτι ντίπ)
Ου Φουτουγράφους π’ καταλαβαίν’, τι γένιτι, αναλαμβαν να του ιξιγίσ’ . Πρεπ’ να βρει του κουμπί, για να καταλάβ’ ου Νιάνιους. Ξαει του κατσιαούλ’τ, στρίβ’ του μστάκ’τ, γκαζγκαλναει ψια του φτί, γκουζγκουτέβ’ ψια τ’ φαλάκρα κι τότι!!!τουν έρχιτι….Ααα λεει… οι ξιαλις είνι η λύσ’. Φουνάζ’ ..Λένκουουου
Λενκου: Α μπρέ Τάκ’
Τακς: Φέρ’ μα ψίχα του κουντύλ’ κι τ’ μιλαν..
Λενκου: Αυτό πούχαμι τσακίσκι Τακ, αλλά του φρόντσα ενακένα . Πήρα π’ του παζάρ’ ένα νέου είδους π’ λέϊτι χαρακ’, , αλλά τι λέου ‘φου του ξερς , στο δειξα προυχτές. Άει στου φέρνου
Μόλις του φέρν , ου Φουτουγράφους τσακών’ του χαράκ’ , του σαλιών ψίχα στν άκρα, για νάνι βαφιρό, να γράφ’ καλύτυρα, υρνάει μια φουτουγραφία ανάπουδα π’τ θυμουνιά, πτν Κρήτ κι ‘χινάει. Πρώτα ξαει του κατσιαουλ’τ, ύστιρα τα δάχλα πααίν, ανάμισα ουπάν στα φρυδια…χιρνάει να τα ζλούγ’ κι λεει: « Ένα πιδί, εχ πανκάτ 1,5 πηχ’ …η ξιάλα π’τν κλέντζα, για να τ’ν κουμαντάρ’ του πιδί είνι πιριπου 1,2 πηχ’ .. άρα έχουμε κι λέμι 16.325 γκαλτσουφουλιές. δια 1,2=13604,16 ξιάλις που πάν π’ τν Κρήτ, κατά του Σούνιου … κι κατά πουκάτ κατά του Νείλου πούνι ιουμάτους φτέρις κι ρουγκόζια 21327 γκαλτσουφουλιες δια 1,2 = 17772,50 ξιάλις . Ου φουτουγραφους εν είδη κουρυφαίους, ιπικιφαλής σύνιδρους ανακοινών : Αξά, αυτή η Κρήτ, έχ’ 13604,16 ξιαλις φαρμακ που πάν κι 17772,50 ξιαλίς δηλητήριου πουκάτ’
Νιανιους: (μόλις τά’πιν, ου φουτουγράφους , ιπιστιμουικά , σι ξιάλις δηλαδή, τ’ άρπαξιν ενακένα κι λέει) «Α σκουσούμ ρε αξέ ..πέ’τα ετσιαϊα να καταλάβου …πάντους πουλύ ξιάλα φαρμακ’ που παν κι πουκάτ .εχ, αυτή η βιράνκ’ αυτή η Κρήτ’…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ