Η διάκριση μεταξύ της εγκληματικής παραλλαγής και του ιδιώνυμου εγκλήματος.
Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη διάκριση ανήκει στη κατηγορία βαθύτερων νομικών γνώσεων ωστόσο θα προσπαθήσω να γίνει όσο το δυνατόν πιο εύληπτη από τον μη έχοντα νομικές γνώσεις. Για κάθε σας απορία, ο ποινικολόγος στον οποίον έχετε αναθέσει την υπόθεση θα σας απαντήσει με σαφήνεια. Ας δούμε στο παρόν σημείο τη κάθε μια έννοια ξεχωριστά. Η εγκληματική παραλλαγή αποτελεί με απλά λόγια τη διαφορετική ρύθμιση του νόμου για το ίδιο έγκλημα ανάλογα με τη βαρύτητα της εγκληματικής πράξης. Στις παραλλαγές του βασικού εγκλήματος υπάρχει ηπιότερη πρόβλεψη ποινής (προνομιούχο έγκλημα) αλλά και αυστηρότερη (διακεκριμένο έγκλημα). Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα εγκληματικής παραλλαγής είναι το έγκλημα της απάτης των άρθρων 386, 387 ΠΚ, το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας των άρθρων 381, 382 ΠΚ και το έγκλημα της κλοπής των άρθρων 372, 374 και 377 ΠΚ. Αναφορικά με τα ιδιώνυμα εγκλήματα (delicta sui generis), αυτά αποτελούν εγκλήματα που ναι μεν έχουν συγγενή έννοια με τη βασική εγκληματική συμπεριφορά, ωστόσο διαφέρουν ουσιωδώς και αντιμετωπίζονται από το νόμο ως μια αυτονομημένη εγκληματική οντότητα. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ιδιώνυμων εγκλημάτων είναι η κλοπή χρήσεως μεταφορικού μέσου του άρθρου 374 Α ΠΚ καθώς και η πρόκληση σωματικής βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά του άρθρου 312 ΠΚ. Ποια είναι όμως η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ της εγκληματικής παραλλαγής και του ιδιώνυμου εγκλήματος; Οι διακρίσεις μεταξύ των εννοιών είναι οι ακόλουθες: Α) στη περίπτωση που ένα έγκλημα χαρακτηρισθεί ως εγκληματική παραλλαγή, ακόμα και αν καταργηθεί η παραλλαγή του εγκλήματος ο δράστης θα τιμωρηθεί για το βασικό έγκλημα, εκτός βέβαια αν αυτό καταργηθεί. Αντίθετα, αν μια διάταξη λάβει τον χαρακτηρισμό του ιδιώνυμου εγκλήματος, τότε σε περίπτωση κατάργησης της, ο δράστης δε τιμωρείται. Παρατηρείται δηλαδή αφενός η πλήρης διάσταση μεταξύ του ιδιώνυμου εγκλήματος και του λεγόμενου εγκλήματος προέλευσης της διάταξης και αφετέρου εξάρτηση της εγκληματικής παραλλαγής από το βασικό έγκλημα. Β) ζήτημα αναφύεται επίσης και στις περιπτώσεις της συρροής αφού είναι σύνηθες επί εγκληματικής παραλλαγής να έχουμε φαινομενική συρροή μεταξύ του βασικού εγκλήματος και της παραλλαγής του, αν όμως έχουμε ιδιώνυμο έγκλημα αρκετά συχνά υπάρχει αληθινή συρροή μεταξύ του ιδιώνυμου και του βασικού εγκλήματος. Γ) Άλλη μια διαφορά είναι πως σε ένα βασικό έγκλημα μπορεί να υπάρχουν εγκληματικές παραλλαγές, κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει επί ιδιώνυμου εγκλήματος.
Συνοψίζοντας, η εγκληματική παραλλαγή αυξάνει ή μειώνει τη ποινή που προβλέπεται για το βασικό έγκλημα ενώ το ιδιώνυμο έγκλημα αν και έχει υιοθετήσει κάποια στοιχεία από το συγγενές βασικό έγκλημα χαρακτηρίζεται από αυθυπαρξία. Τέλος, μεταξύ των δύο εννοιών παρουσιάζονται διαφορές στο βαθμό αυτονομίας από το βασικό έγκλημα, στο ζήτημα της συρροής καθώς και στην απουσία παραλλαγών στο ιδιώνυμο έγκλημα.