Καλλιεργείται στους Νεοέλληνες η αποστροφή προς το πνεύμα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Η πνευματοκτόνα τυπολατρεία οδηγεί στην απαιδευσία. «ο τύπος τρώει την ουσία».
Πρόκειται για ένα πελώριο, πολυσυζητημένο και πολυβασανισμένο ζήτημα, σίγουρα. Χρόνια και χρόνια οι Νεοέλληνες ξιφουλκούμε και αρχίζουμε να αντιδικούμε, φανατισμένα ή νηφάλια, υποστηρίζοντας τούτη ή εκείνη την άποψη. Και, φυσικά, ο καθένας διεκδικεί το δίκιο για τον εαυτό του.
Oι απόψεις μου δεν βρίσκονται σε καμιά παράταξη, απόλυτα. Πιστεύοντας ότι κάτι διαφορετικό κομίζω στο συζητούμενο πρόβλημα, θα ξεδιπλώσω τις σκέψεις μου, ακολουθώντας μια μεθοδολογία απλουστευτική, εκλαϊκευτική, για να κατανοεί ο κάθε επιπέδου αναγνώστης αυτά που γράφω. Άλλωστε, πιστεύω ότι η αλήθεια συνήθως (ή πάντοτε για κάποιους) είναι απλή. Η έκφραση των αρχαίων: «απλούς ο μύθος της αληθείας (έφυ)», νομίζω πως έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι συνήθως της αποδίδουμε. Διευκρινίζω, επιπλέον, ότι όσα γράφονται εδώ δεν διεκδικούν τίτλο συστηματικής μελέτης ή διατριβής, είναι ένα απλό γραφτό κουβεντολόι που θέλει να δείξει κάποια πράγματα τα οποία πολλοί τα αποσιωπούν, άλλοι τα διαστρεβλώνουν και άλλοι τα προβάλλουν φανατικά και μονοδιάστατα ως κάτι το απόλυτο, το μοναδικό και σωτήριο. Ακόμη, θα ξεχώριζα τους διάφορους υποστηρικτές τούτης ή εκείνης της άποψης σε δυο βασικές κατηγορίες: σε αυτούς που πιστεύουν καλοπροαίρετα όσα υποστηρίζουν και σε εκείνους που άλλα πιστεύουν ή γνωρίζουν και άλλα προβάλλουν.
Αυτούς τους τελευταίους, δηλ. τους ανθρώπους της σκοπιμότητας (της οποιασδήποτε σκοπιμότητας), τους θεωρώ πολύ πιο επικίνδυνους και αχρείους από κάθε άποψη. Με αυτές τις βασικές αποσαφηνίσεις γίνεται φανερό ότι οι σκέψεις μου έχουν ως μοναδικό σκοπό να φωτίσουν το ζήτημα της Γλώσσας χωρίς καμιά σκοπιμότητα και πέρα από οποιαδήποτε τοποθέτηση ομάδων και κλικών κάθε είδους. Έτσι, μπορεί να ταυτίζονται κάποιες απόψεις μου με μια α’ ομάδα, με την οποία διαφωνώ ως προς άλλες πτυχές τους θέματος, και να διαφοροποιούνται από κάποια άλλη ομάδα ή άτομο, που σε άλλα σημεία συμπορεύομαι. Αυτό είναι και μια ουσιώδης διαφορά μου με άλλους που, τραβώντας τα άκρα, απορρίπτουν ή αποδέχονται κάτι εντελώς, επειδή συμβαίνει να διαφωνούν ή να συμφωνούν σε κάποιο σημείο. Δεν θα δυσκολευτώ λ.χ. να παραδεχτώ μια θέση που δέχεται τη Δημοτική γλώσσα, όχι όμως και το μονοτονικό ή ατονικό σύστημα. Η παραδοχή της Δημοτικής είναι θετική, έστω και χωρίς την αποδοχή του μονοτονικού.
Πριν από μερικά χρόνια είχα παρακολουθήσει μια συζήτηση στην TV σχετικά με τη γλώσσα. Από κείνες τις άθλιες και «στημένες» εκπομπές που εξοργίζουν το θεατή, οσοδήποτε καλοπροαίρετος και να είναι, γιατί μόλις πάει να αρθρώσει κανείς κάποια σωστή σκέψη, που δεν συμφέρει, σπεύδει ο συντονιστής να τον σταματήσει, επισείοντας τον….αμείλικτο τηλεοπτικό χρόνο, που δεν επιτρέπει παραπέρα ανάπτυξη! Έτσι, ακρωτηριάζεται κάθε σοβαρή κουβέντα και συνάγεται το αρεστό στον οικοδεσπότη συμπέρασμα. Αυτή είναι η αθλιότητα του τηλεοπτικού κατεστημένου που έχει εισβάλλει βάρβαρα στη ζωή μας και έχει μεταβληθεί σε φοβερή μάστιγα αποβλάκωσης και τηλεχειρισμού της ζωής των απλών ανθρώπων που δεν διαθέτουν ισχυρές αντιστάσεις. Έτσι, ο μεγάλος κίνδυνος από την εισβολή της TV είναι η ομοιοποίηση όλων των ανθρώπων, σύμφωνα με το μοντέλο που θα προβάλει το θαυματουργό χαζοκούτι. Και, φυσικά, δεν φταίει το χαζοκούτι, αλλά οι αφέντες, που δουλεύουν με σκοπό την αποχαύνωση και την αποβλάκωση του ανθρώπου. Η TV είναι ουδέτερη, όπως όλα τα εργαλεία που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Όλα αυτά, αν χρησιμοποιηθούν για κακό, γίνονται βλαπτικά.
Δεν φταίνε, όμως, αυτά, αλλά ο άνθρωπος που τα χρησιμοποιεί.
Στη συζήτηση, που είπα, μετείχαν διαφοροι (δεν έχουν σημασία τα ονόματα) με διαφορετικές, παρεμφερείς ή και ριζικά αντίθετες απόψεις. Η διελκυστίνδα συρόταν ανάμεσα στους δύο πόλους: Αρχαία – Νέα γλώσσα. Τέτοιες συζητήσεις γίνονται πολλές κατά καιρούς από διάφορους, αρμόδιους ή αναρμόδιους. Εκείνο που πάντοτε παρατηρώ στις περιπτώσεις αυτές και με εξοργίζει είναι η υποκρισία μερικών ή η ανευθυνότητα κάποιων άλλων που υπερασπίζονται θέσεις και απόψεις εντελώς ανεδαφικές. Μια τέτοια θέση π.χ. είναι αυτή που δέχεται ότι πρέπει να διδάσκονται στη Μέση Εκπαίδευση υποχρεωτικά τα Αρχαία Ελληνικά. Ας δούμε, πιο αναλυτικά, αυτή την αντίληψη. Πιστεύω ότι όσοι υποστηρίζουν φανατικά τη θέση «να διδάσκονται υποχρεωτικά τα Αρχαία Ελληνικά στη Μέση Εκπαίδευση» είναι σε λαθεμένο δρόμο, από άγνοια ή σκοπιμοτητα. Είναι πολύ απλό το πρόβλημα για μια γλώσσα ηλικίας χιλιάδων χρόνων. Με το πέρασμα του καιρού όλα, τα επί γης «κινητά και ακίνητα», ζωντανά ή νεκρά, ιδέες ή πράγματα, καλά ή όχι, μεταβάλλονται χωρίς να περιμένουν τη δική μας θέληση ή διαταγή, τη δική μας έγκριση ή απαγόρευση. Είμαστε θεατές των μεταβολών, δεν είμαστε ούτε δράστες ούτε ρυθμιστές τους. Όλα υπακούνε στο νόμο της μεταβολής. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να προκαλούμε μεταβολές. Όταν το επιχειρούμε, μόνο τέρατα δημιουργούμε σε όλους τους τομείς. Γιατί εναντιωνόμαστε στη φύση, που έχει τους νόμους και τους ρυθμούς της. Κάθε φορά που επεμβαίνουμε δημιουργούμε αναστάτωση και προβλήματα που επιδεινώνουν και τη ζωή μας. Διδακτικότατα τα όσα γίνονται σήμερα στον πλανήτη μας εξαιτίας των ανόητων επεμβάσεών μας. Η γη μας κινδυνεύει να καταστραφεί και οι δράστες είμαστε εμείς, που γίναμε θεοί πριν γίνουμε άνθρωποι. Που τα μάθαμε και τα επιχειρούμε όλα, ενώ είμαστε «παίδων αθύρματα». Έτσι, αναστατώσαμε τη φύση με τα έργα μας, διαταράξαμε την ισορροπία της και την καταντήσαμε ναρκοπέδιο για την ίδια τη ζωή μας. Γιατί όλα αυτά; Γιατί καβαλάμε το καλάμι! Αντιστρατευόμαστε ρυθμούς και νόμους που υπάρχουν όσο υπάρχει η γη, ενώ εμείς είμαστε χτεσινοί, νήπιοι. Νήπιοι με τη διπλή έννοια της λέξης. Ξεχνούμε, όμως, την πρώτη σημασία της και παρασταίνουμε τους σοφούς.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, απλά, κατανοητά, για όλους όσοι έχουν κοινό νου. Γιατί αυτοί καμιά φορά είναι οι μόνοι πραγματικά σοφοί. Τους έχει κάνει σοφούς η φύση με την οποία συνομιλούν και η οποία είναι διαλεκτική και φτιάχνει το μυαλό του ανθρώπου, δεν το χαλάει. Το μυαλό του ανθρώπου χαλάει σίγουρα το αστικό σχολείο! Και φυσικά όχι τυχαία, όχι από αδυναμία, από πρόθεση, σκόπιμα. Ναι. Και θα προσθέσω: από πρόθεση, γιατί αν όλοι μάθουμε, πώς θα επικρατήσουν οι ημιμαθείς που τώρα επικρατούν άνετα, εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια των άλλων; Βαλθήκαμε, λοιπόν, να καταστρατηγήσουμε τους ρυθμούς της φύσης. Δηλαδή να αναστείλουμε τη μεταβολή! Και ο σοφός λόγος του Ηράκλειτου: «Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει» (: όλα αλλάζουν, τίποτα δεν μένει σταθερό), που για να δείξει αυτή την αέναη μεταβολή πρόσθεσε και την ακόλουθη σκέψη, με την πρώτη ματιά παράδοξη: «ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ» (: δυο φορές στο ίδιο ποτάμι δε μπορείς να μπεις); Και ο βιαστικός απορεί. Πώς δεν μπορείς; Όταν, όμως, σκεφτεί τη λεπτομέρεια, το ποτάμι δεν είναι ίδιο, αφού το νερό κυλάει αδιάκοπα, καταλαβαίνει πως ο σοφός Ηράκλειτος κάτι περισσότερο ήξερε. Μέσα σ’ αυτή τη συνεχή μεταβολή, στην αδιάκοπη ροή, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε μας συμφέρει είτε μας ζημιώνει, εντάσσεται και η γλώσσα, κάθε γλώσσα, ως ζωντανός οργανισμός που είναι. Αναγκαίο, λοιπόν, αποτέλεσμα είναι η μεταβολή και της γλώσσας, κόντρα σε οσεσδήποτε φωνασκίες ή διαμρτυρίες μας. Ο χρόνος τρέχει, ανεξάρτητα από τις δικές μας αντιλήψεις.
Όπως όλα τα επί της γης, έτσι και η γλώσσα μεταβάλλεται. Γιατί επιμένουμε στη διατήρηση της αρχαίας;
Γνωστό το επιχείρημα και, ειλικρινά, αφοπλιστικό: γιατί ήταν τέλεια! Το προσυπογράφουμε. Αλλά μέχρι εδώ. Ήταν τέλεια, όχι και αθάνατη, αμετάβλητη. Να η διαφωνία μας. Τον Ηράκλειτο, λοιπόν, τον παραδέχεστε(;) επιλεκτικά. Όπου σας εξυπηρετεί. Εδώ τον παρακάμπτετε. Ο Ηράκλειτος, όμως, στοχάστηκε, την Αλήθεια.
Ενδεχομένως κάποτε να αστόχησε. Όχι όμως, από πρόθεση, σκόπιμα, όπως ενεργούν κάποιοι σύγχρονοι ή και σύγχρονοί του. Όλοι μπορεί να αστοχούμε ή κυρίως αστοχούμε. Συγγνωστό. Η εμπρόθετη υπηρεσία σε σκοπιμότητες είναι ασύγγνωστη. Το πιθανό σχόλιο για εκλαϊκευση των σκέψεών μου το δέχομαι θετικά. Αν είναι αμάρτημα η προσπάθεια να προσφερθεί η αλήθεια σε όλους, δέχομαι την αμαρτία αυτή, με ό,τι συνεπάγεται. Η γνώση είναι για όλους. Δεν είναι για λίγους που έτυχε να είναι πορφυρογέννητοι, που είναι βολεμένοι και φροντίζουν μόνο για τον εαυτούλη τους. Ναι, απλά πρέπει να τα λέμε, για να καταλαβαίνουν όλοι. Η δυστυχία του κόσμου ήταν και είναι ότι ούτε τα αγαθά ούτε τα δεινά (όσο και όποια) δεν είναι για όλους. Το πώς, βέβαια, συμβαίνει τα καλά να είναι για πολύ λίγους και τα δεινά για πάμπολλους μονίμως, ας το σκεφτεί ο καθένας. Για τα παιδιά, λοιπόν. Έτσι απλά. Τόσο πολύ. Και ο Ηράκλειτος, άλλωστε, αυτό ζήτησε από τους συμπολίτες του, όταν τον κάλεσαν να ασχοληθεί με τα κοινά της πόλης τους. «Πηγαίνετε» είπε, «όλοι σας να κρεμαστείτε, όσοι είστε πάνω από δεκαπέντε χρόνια και αφήστε μόνο τα παιδιά». Με αυτά μπορούσε να συνεννοηθεί (: άξιον Εφεσίοις ήβηδόν ανάγξασθαι πάσι και τοις ανήβοις την πόλιν καταλιπείν…). Και ούτε τα πολλά τεφτέρια αξιοσύνης των «επιφανών» θάμπωναν τον Ηράκλειτο – που θα ήξερε σίγουρα πώς αποκτιούνται τα πολλά λιλιά και οι διάφορες «ευαρέσκειες», από τους αλληλολιβανιζόμενους. «Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει», έλεγε (: η πολυμάθεια – παπαγαλία δεν βάζει μυαλό). Γι’ αυτό, λοιπόν, επιμένω: απλά. Όσοι έχουν μυαλό καταλαβαίνουν. Και δέχονται την απλότητα και την εκλαϊκευση. Και τη Δημοτική γλώσσα, κατά συνέπεια. Αντίθετα, οι σπουδαιοφανείς, οι «βαρείς και ασήκωτοι», που τίποτα δεν θέλουν ή δεν ξέρουν να πουν, ταμπουρώνονται πίσω από τις δοτικές και τα σχοινοτενή φραστικά φληναφήματα, για να θολώσουν τα νερά, να παραπλανήσουν και να περάσουν ως σπουδαίοι. Να βολευτούν! Τέτοιοι, κατά κανόνα, είναι αυτοί, που μάχονται να νεκραναστήσουν γλώσσες, ήθη, ενδυμασίες, τροφές, κατοικίες, που έχουν προ αιώνων ατονήσει ή συντηρούνται με «τεχνητές αναπνοές», για λόγους σκοπιμότητας ή καθαρής εμπορίας. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιβόητοι Ολυμπιακοί αγώνες, που από τον απλό κότινο που πρόσφεραν στον αρχαίο αθλητή (είχαν κι αυτοί τα κουσούρια τους, ασφαλώς) σήμερα κατάντησαν «χρυσοτόκος όρνιθα» για αθλητές και παράγοντες της διοργάνωσής τους.
Και όλα αυτά σε βάρος του ταλαίπωρου κοσμάκη που δεν έχει χώρους άθλησης αλλά ούτε πεζοδρόμια να περπατήσει, μέσα σε τούτες τις αφόρητες και απάνθρωπες τσιμεντουπόλεις! Φοράνε, λοιπόν, οι γλωσσαμύντορες τα «φυσεκλίκια» της εθνικοφροσύνης – κυρίως (μια πολύ γευστική καραμέλα) – και αρχίζουν με ιερή αγανάκτηση να αμύνονται της «πατρίου ημών γλώσσης».
Αρχαία (γλώσσα) και πάλι Αρχαία (γλώσσα)! Ωρύονται. «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», θα έλεγαν – αν καταδέχονταν τη χυδαία γλώσσα των λαϊκών τάξεων. Αλλά προτιμούν το: «χάριν του μεγαλείου της πατρίδος, χάριν της δόξης των προγόνων»! Αλλά δείτε κάτι. Δεν μας λένε ποτέ για τα έργα που είναι γραμμένα σ’ αυτή την αρχαία γλώσσα. Δεν μας προτρέπουν ποτέ να διαβάσουμε, να μάθουμε τον Θουκυδίδη. Ποτέ! Περιορίζονται μόνο στο τυπικό της γλώσσας. Όχι στην ουσία, όχι στις ιδέες που διατύπωσαν οι αρχαίοι (όσοι ήσαν φωτισμένοι, βέβαια, γιατί υπήρξαν πολλοί κι από αυτούς σκοτεινοί και τρισάθλιοι. Υπάρχουν, αναφορικά με αυτούς, πολλοί μύθοι που πρέπει να απομυθοποιηθούν). Μόνο στους τύπους. «Διότι εν ω συνεχώς τονίζομεν εις όλους τους τόνους και δι’ όλων των μέσων ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών και η γνώσις (πρόσκτησις, αφομοίωσις ή είπατέ το όπως άλλως θέλετε) της ουσίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και ότι όλα τα άλλα, και κυρίως η γλωσσική διδασκαλία, είναι μέσα – απαραίτητα, βεβαίως, πάντως όμως μέσα – προς επιτυχίαν του σκοπού αυτού, εις την πράξιν το μέσον έγινε σκοπός και ο σκοπός… παρελείφθη ως ευκόλως εννοούμενος». Η γλωσσική διδασκαλία («στάδιον δόξης λαμπρόν», φαίνεται) εθέριεψε και κατέπιε το ωρολόγιον πρόγραμμα της διδασκαλίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Τα κείμενα των Κλασικών αντιμετωπίσθησαν ως απλή Χρηστομάθεια δια την εφαρμογήν και εμπέδωσιν των Γραμματικών και Συντακτικών γνώσεων. Οι κατέχοντες τα Γραμματικά και Συντακτικά στοιχεία της Γλώσσης αφομοιώθησαν ολοψύχως και αποκλειστικώς εις την επίδειξην της σοφίας των, οι δε μη κατέχοντες επαρκώς ταύτα εμίσησαν κατ’ ολίγον το έργον των και έπαυσαν ουσιαστικώς να διδάσκουν Αρχαία Ελληνικά. Οι βαίνοντες επί της λεωφόρου της αληθείας απέμειναν δυστυχώς ολίγοι και περιέπεσαν εις την κατηγορίαν των εξαιρέσεων, μη δυνάμενοι επομένως να αλλοιώσουν τον κανόνα. Υπό τας συνθήκας αυτάς η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών αστοχεί του σκοπού της, της μεταλαμπαδεύσεως του κλασικού πολιτισμού, οι δε τυχόντες κλασικής Παιδείας μαζί με το τέρμα των Γυμνασιακών των σπουδών τερματίζουν και κάθε επαφήν των με τους Αρχαίους Συγγραφείς». Καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ο Ιω. Σταματάκος – και από τους πιο συντηρητικούς – διαβλέπει το αδιέξοδο. Ομολογεί – και αυτός – την ανάγκη μεταφράσεων, όπως σε άλλο σημείο γράφει. Δεν προχωρεί, όμως, σε ουσιαστικότερη τομή στο πρόβλημα. Είτε γιατί δεν υποπτεύεται την πλεκτάνη, είτε γιατί δεν θέλει να αντιδικήσει με τους νεκροθάφτες του κλασικού μας πολιτισμού. Και το ένα και το άλλο, πάντως, δεν του «περιποιούν τιμήν». Εδώ βρίσκεται η μεγάλη παγίδα, που άλλοι από τους γλωσσαμύντορες τη στήνουν από άγνοια («αγραφιώτες» ουσιαστικά οι ίδιοι) και άλλοι με αριστοτεχνική υποκρισία. Εξαιρώ τους ρομαντικούς. Που είναι σπάνιοι! Οι πρώτοι είναι θύματα της άγνοιάς τους. Μπορούμε, απλώς να τους ελεεινολογήσουμε. Οι δεύτεροι, όμως, είναι επιδέξιοι υπηρέτες του σατανικού σχεδίου που στοχεύει στην απομάκρυνσή μας από το πνεύμα των φωτισμένων αρχαίων έργων. Γιατί αυτά τα φωτισμένα έργα, αν γίνουν κτήμα όλων μας, ισοδυναμούν με βόμβες ανατιναχτικές στα θεμέλια του κατεστημένου. Το κατεστημένο, όμως, δεν αυτοχειριάζεται ποτέ. Αντίθετα, προστατεύεται με όλα τα μέσα. Και το κυριότερο μέσο προστασίας του κατεστημένου είναι η απαιδευσία των πολλών, του λαού. Αλλά με μελέτη του Θουκυδίδη ή του Αριστοτέλη (εν πολλοίς) ή του Λουκιανού, η απαιδευσία φυγαδεύεται! Και τότε αλίμονο στους κάθε είδους κομπιναδόρους. Όχι, λοιπόν, Θουκυδίδη! Όχι Λουκιανό, όχι Αριστοτέλη, όχι Πλάτωνα (κι αυτός έχει πλείστα θετικά), όχι Αριστοφάνη, όχι Επίκουρο! Μπορεί (επιτρέπεται!), όμως, ένας «φυσεκλικιοφόρος» της εθνικοφροσύνης (που «άμα λάχει», θα στείλει…συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, επί τη διασώσει του!) να πει όχι στους αρχαίους μας προγόνους; Ε, όχι, βέβαια (φανερά!) γιατί μέσα του αφήστε πόσο τους υπολήπτεται! Μόνο που τους τρέμει. Γιατί το πνεύμα τους τον ανατινάζει. Πώς, λοιπόν, να στραφεί κατά των αρχαίων, αυτός ο λάβρος λάτρης του «προγονικού μας μεγαλείου», εντελώς, όμως, άγευστος από πνεύμα γνήσια αρχαίο; Άσχετος από Θουκυδίδη, Λουκιανό, Αριστοφάνη, ούτε ανάγνωσή τους δεν έχουν κάνει οι πλείστοι αρχαιοκήρυκες, όχι βίωση, ούτε ανάγνωση των αξιόλογων και ανατιναχτικών αρχαίων κειμένων! Άντε, να διάβασαν μερικές σελίδες Ξενοφώντα, κανένα δουλοπρεπή, σε «άνομους νόμους» Κρίτωνα και άλλα ανάλογα, Θουκυδίδη, όμως; Επίκουρο; Λουκιανό; Δημοσθένη; Αριστοφάνη, που σατίριζε καυστικά κι ασταμάτητα όλους τους ευρύπρωκτους – δική του λέξη για τον Αλκιβιάδη – και δεν άφηνε κανένα κηφήνα ήσυχο; Κανένας. Γιατί όποιος αφομοιώνει το γνήσιο πνεύμα των αρχαίων έργων, πρώτα-πρώτα μαθαίνει ότι είναι ηλίθιο να καμαρώνει κανείς για τους προγόνους – όσο σπουδαίοι και να ήσαν – , όταν μάλιστα ο ίδιος είναι ανάξιος απόγονός τους.
συνεχίζεται