Τις επιτυχημένες πολιτικές στρατηγικές τις γεννά η κοινωνικοοικονομική και η πολιτική πραγματικότητα και την υιοθέτησή τους την επιβάλλουν οι συνθήκες της εγχώριας και της διεθνούς καθημερινότητας. Οι ικανότητες κατανόησης και αποτελεσματικής διαχείρισης της πραγματικότητας και της καθημερινότητας είναι το προνομιακό φορτίο με το οποίο είναι προικισμένοι οι μεγάλοι ηγέτες, χαρακτηριστικά της ταυτότητας των οποίων είναι η οξύνοια, η διορατικότητα, η ενσυναίσθηση, η μεγαλοψυχία, το θάρρος, η αποφασιστικότητα, το αίσθημα ευθύνης, η δίκαιη επιλογή και αξιολόγηση των συνεργατών και η απουσία ευτελών ιδιοτήτων και κινήτρων, όπως η αλαζονεία, η ζηλοφθονία, η κακεντρέχεια και η τιμωριτικότητα. Οι μεγάλοι ηγέτες δεν διοικούν με αυλικούς και μπάτλερ, αλλά με ικανούς συνεργάτες και οξυδερκείς, ταπεινούς συμβούλους.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης ξεκίνησε δυναμικά την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία το 2019. Οι πρώτες κινήσεις του ( ορισμός μεγάλου αριθμού εξωκοινοβουλευτικών υπουργών και αξιοποίηση πολλών στελεχών που ανήκαν στο περιβάλλον του κ. Κ. Σημίτη) είχαν υψηλό πολιτικό ρίσκο, αλλά άρεσαν και επικροτήθηκαν από μεγάλο μέρος του πολιτικού σώματος. Η επιβράβευση των κινήσεων αυτών, παρά τις όποιες κυβερνητικές αστοχίες και τα σοβαρά διοικητικά λάθη, ήρθε στις εθνικές εκλογές του 2023, με ένα εκλογικό ποσοστό καλύτερο από αυτό του 2019, το οποίο καθιστούσε τον Κ. Μητσοτάκη μοναδικό και προνομιούχο διαχειριστή της εξουσίας για τουλάχιστον μια ακόμα τετραετία. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι αυτοί που το 2023 υποστήριξαν ότι ο Κ. Μητσοτάκης θα εκλεγεί και τρίτη τετραετία. Όμως, η αίσθηση της κυριαρχικότητας οδήγησε τον κ. Κ. Μητσοτάκη στη λήψη μιας σειράς λανθασμένων στρατηγικών αποφάσεων που θα οδηγούσαν αργά ή γρήγορα στη συρρίκνωση του εκλογικού ποσοστού του κόμματος.
Το πρώτο καταγράφηκε άμεσα με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Ο Κ. Μητσοτάκης μετακίνησε επιτυχημένα στελέχη από τα υπουργεία, στα οποία είχαν δείξει αξιόλογο έργο, για να τα αντικαταστήσει με ανθρώπους του περιβάλλοντός του, δεν έδωσε χαρτοφυλάκια σε ικανό αριθμό λαϊκών δεξιών που αποτελούν τον πυρήνα της Ν.Δ., αγνόησε παντελώς τα στελέχη του περιβάλλοντος του Κ. Καραμανλή και του Α. Σαμαρά και άφησε τη μισή Ελλάδα από τη Θεσσαλία και επάνω με ασθενική εκπροσώπηση στο κυβερνητικό σχήμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία και Θράκη διέθεταν, αν δεν απατώμαι, μόλις έναν υφυπουργό, ενώ και η Κεντρική Μακεδονία είχε πολύ χαμηλή εκπροσώπηση.
Δεύτερο στρατηγικό λάθος ήταν η, ενόψει των ευρωεκλογών, ψήφιση νόμων που δεν αφορούν τα ζέοντα προβλήματα βελτίωσης της ζωής της πλειονότητας των πολιτών, αλλά διευθετούν δικαιώματα μικρών μειονοτικών ομάδων. Ψήφισε τον νόμο για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών την ώρα που η ακρίβεια σε καταναλωτικά είδη και ενέργεια “θέριζε” τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και το στεγαστικό με τις πολιτικές του Airbnb και της βίζας είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η προτεραιοποίηση αντιμετώπισης δευτερεύουσας σημασίας προβλημάτων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στους συντηρητικούς βουλευτές και ψηφοφόρους του κόμματος και όχι μόνον. Από άλλους εκλήφθηκε ως έλλειψη κυβερνητικής ενσυναίσθησης και αδυναμία επίλυσης των σοβαρών προβλημάτων της χώρας και από άλλους ως επίδειξη κυβερνητικής αλαζονείας. Αυτό ήταν το πρώτο σοβαρό σημάδι απώλειας επαφής του Πρωθυπουργού με την πραγματικότητα.
Τρίτο στρατηγικό λάθος του Πρωθυπουργού ήταν η χωρίς ουσιαστικό λόγο ανάδειξη των ευρωεκλογών σε δημοψήφισμα. Και αυτό όχι μόνο επειδή οι ευρωεκλογές προσφέρονται για την έκφραση δυσφορίας για τις κυβερνητικές πολιτικές, αλλά επειδή η δυσφορία των λαϊκών δεξιών, βουλευτών και ψηφοφόρων, είχε θεριέψει από την απαξίωση των παραδοσιακών αξιών τους από το στενό περιβάλλον του Μαξίμου. Αγνόησε επιπλέον και την ευρωπαϊκή τάση που έδειχνε ενίσχυση των κομμάτων της Ακροδεξιάς.
Η ακολουθία των σοβαρών στρατηγικών λαθών ολοκληρώθηκε στον ανασχηματισμό. Μετά από ένα τέτοιο αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές θα περίμενε κανείς πως ο Πρωθυπουργός θα σχημάτιζε μια κυβέρνηση που θα θεράπευε τις αστοχίες και τα λάθη, τα οποία συστηματικά κάνει τον τελευταίο χρόνο. Φαίνεται όμως πως έχει χάσει την ικανότητα να αξιολογεί την πολική κατάσταση. Διότι ο ανασχηματισμός δεν ήταν παρά μια ανακύκλωση υπουργών και υφυπουργών που στο παρελθόν είχαν απομακρυνθεί από τον ίδιο ως μη αποτελεσματικοί. Επιπλέον, Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία, Θράκη και οι περισσότεροι νομοί της Κεντρικής Μακεδονίας, όπου ο συνομιλητής του Χριστού ήρθε δεύτερο κόμμα με ποσοστά μεταξύ 15% και 18% , κρίθηκε πάλι ότι δεν έπρεπε να εκπροσωπούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο. Για τον Πρωθυπουργό δεν έχει καμία σημασία αν οι Τούρκοι στις ευρωεκλογές έκαναν πάρτι σε δύο νομούς της Θράκης, αν η Δυτ. Μακεδονία πλήττεται από την απολιγνητοποίηση και την υψηλή ανεργία και η Ήπειρος ανήκει στις πιο φτωχές περιφέρειες της Ευρώπης. Αν πιστεύει ότι οι βουλευτές των περιοχών αυτών δεν διαθέτουν υπουργικά προσόντα θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει επιτυχημένα εξωκοινοβουλευτικά στελέχη.
Συμπερασματικά, πολλοί Κεντροδεξιοί και φιλελεύθεροι είχαν πιστέψει στον Κ. Μητσοτάκη και, ελλείψει σοβαρής αντιπολίτευσης, έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν Πρωθυπουργό που θα οδηγούσε τη χώρα σε σταθερότητα και ανάπτυξη. Όμως φοβάμαι πως οι κινήσεις του τελευταία ενέχουν ανεξήγητα αυτοκτονικές διαθέσεις. Ανοίγουν την πόρτα στη δημιουργία ενός λαϊκού πατριωτικού μετώπου, υπό την ηγεσία ενός ικανού ατόμου, που θα μπορέσει να ενώσει τη Δεξιά και να ψαλιδίσει και τη σημερινή ΝΔ. Αν σκεφθούμε ότι ο χώρος αυτός, χωρίς σοβαρές ηγεσίες, έλαβε στις ευρωεκλογές ένα ποσοστό γύρω στο 20%, φαίνεται πως κάτι τέτοιο είναι περισσότερο από εφικτό. Άλλωστε η λαϊκή- πατριωτική Δεξιά κυβερνά εδώ και χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους θα αποτελέσουν καθοριστικό καταλύτη για την αναδιαμόρφωση και ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Και οι εξελίξεις θα είναι μάλλον τεκτονικές και θα αφορούν το συνολικό πολιτικό σκηνικό. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν ο Κ. Καραμανλής στήριζε ανοιχτά κάποιον “Καραμανλικό” για την ηγεσία ενός λαϊκού πατριωτικού κόμματος, αν ο Ν. Παπανδρέου διεκδικούσε την προεδρία του ΠΑΣΟΚ και αν ο Α. Τσίπρας δραστηριοποιούνταν και πάλι στην Αριστερά…
*Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο “Πώς να αναδείξεις τον τόπο σου. Μάρκετινγκ και διαχείριση επωνυμίας τόπων και πόλεων” μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΘΜΟΣ.