– Πάντως, κανείς σήμερα δεν αμφισβητεί πως η μετασωκρατική φιλοσοφία δίκαια θεωρείται η μάνα της σύγχρονης σκέψης. Θέλω, όμως, αν μου το επιτρέπεις να κάνω μια επισήμανση που ίσως και να μην την εντόπισες στις πηγές που επέλεξες, για να στηριχθείς. Έχω την εντύπωση, πως παρόλο που ο Αριστοτέλης μαθήτευσε επί εικοσαετία στην Ακαδημία του Πλάτωνα, αργότερα που ίδρυσε τη δική του Σχολή, η σωκρατική «υπόθεση» αρχίζει και μετασχηματίζεται κάπως. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός σε κάποιους τομείς και όλων των άλλων Σχολών που ιδρύθηκαν μετά την Ακαδημία. Κάτι που μπορεί να δικαιολογηθεί νομίζω και εξαιτίας του τεράστιου εύρους των ενδιαφερόντων του, αφού μελέτησε, διεύρυνε ή και επινόησε ακόμα ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη Λογοτεχνική Θεωρία ως τη Λογική και από την Οικονομία ως τη Βιολογία.
– Σωστή η επισήμανσή σου και πραγματικά εύστοχη η παρατήρησή σου για το εύρος του Αριστοτέλη, αφού είναι ο πρώτος που διαίρεσε τις επιστήμες κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο που το κάνουμε κι εμείς σήμερα (μετά από περίπου είκοσι τέσσερες αιώνες) και ασχολήθηκε μαζί τους κατά τρόπο συστηματικό και ορθολογικό.
Η ειρωνεία, όμως, είναι πως είχε τεράστια επιρροή στη μεσαιωνική φιλοσοφία, γι αυτό και πολλοί μελετητές του καταλογίζουν πως «φρέναρε» την επιστημονική έρευνα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως η δυτική λεγόμενη σκέψη – και όχι μόνο – βρέθηκε στη σκιά του για δεκαεννέα ολόκληρους αιώνες. Καταλυτική επίσης ήταν η επιρροή που άσκησε στους Άραβες φιλοσόφους, μέσω των οποίων διαδόθηκε το έργο το μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και στους χριστιανούς θεολόγους από τα τέλη του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα στον Ακινάτη και τους διαδόχους του, που προσπάθησαν να συμβιβάσουν χριστιανικές και αριστοτελικές απόψεις. Ο Θωμάς ο Ακινάτης υποστήριζε ότι ο Θεός στην ουσία του είναι καθαρή ενέργεια, δίχως ύλη και είδος, αλλά μόνον είδος και φυσικά ακίνητος. Αυτοί οι ακινάτειοι στοχασμοί, βαθιά επηρεασμένοι από τον Αριστοτέλη, μάλλον αστόχαστοι είναι, αφού δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση, ούτε με την αριστοτελική φιλοσοφία, ούτε φυσικά και με τη χριστιανική θεολογία. Οι προσπάθειές του ήταν σταθερά στοχευμένες στην κατεύθυνση της συμφιλίωσης του Αριστοτέλη με το Χριστιανισμό, δηλαδή, ήθελε να δείξει και να αποδείξει πως η φιλοσοφία και η θρησκεία συμβιβάζονται, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε νομίζω είναι να φτάσει σε ακρότητες και να δημιουργήσει σύγχυση. Κάποιοι ισχυρίζονται πως το φιλοσοφικό έργο του Ακινάτη είναι βαθιά ριζωμένο στον Αβερρόη, αλλά στα δικά μου αυτιά αυτό ακούγεται κάπως παράδοξο, αφού είναι γνωστό σε όλους, ότι ο μουσουλμάνος φιλόσοφος και οι χριστιανοί οπαδοί του θεωρούσαν πως, θρησκεία και φιλοσοφία είναι ριζικά αντίθετες. Κάτι είπες για τους Στωικούς, αλλά δεν σε άκουσα.
– Μιλάς μόνο για την επιρροή που άσκησε ο Αριστοτέλης στη μεσαιωνική φιλοσοφία και στους Άραβες φιλόσοφους, ενώ είναι γνωστό πως οι στωικοί ήταν εκείνοι που επηρέασαν βαθύτατα τους περισσότερους από τους Ρωμαίους στοχαστές και ειδικά εκείνους που ανέπτυξαν τη σημαντικότατη έννοια του φυσικού νόμου και έδωσαν έμφαση στην ψυχική ηρεμία, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της υποταγής στη θεία πρόνοια. Οι Στωικοί δέχονται ότι ο κόσμος «διοικείται» και ελέγχεται με νου και πρόνοια. Γι αυτούς, ο κόσμος με τη δημιουργία, που δεν είναι παρά η μορφοποίηση της ύλης, μέσω του θείου λόγου, γίνεται ζωντανός, έμψυχος και λογικός, όπως ακριβώς περίπου το ανθρώπινο σώμα με την ψυχή.
Συνέχισε, όμως, σε παρακαλώ, γιατί σε διέκοψα.
– Η αλήθεια πάντως είναι πως στην ύστερη ρωμαϊκή δημοκρατία και στην πρώιμη αυτοκρατορία, η αρχαία φιλοσοφία γνώρισε πολλές λαμπρές στιγμές αναγνώρισης και ακμής. Μπορεί να μην υπήρχαν πια οι μεγάλοι πρωτότυποι φιλόσοφοι, αλλά σίγουρα υπήρχε ποικιλία φιλοσοφικών σχολών, που άνθησαν και επεκτάθηκαν σε όλη την αυτοκρατορία.
Η Αθήνα που ήταν το κέντρο της φιλοσοφίας και κρατούσε την πρωτοκαθεδρία από τον Πλάτωνα και μέχρι τον 1ο μ.Χ αιώνα, πλέον την έχασε, γιατί η πνευματική ζωή μετακόμισε και σε άλλες πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια και η Ρώμη. Σε όλη, όμως την αυτοκρατορία, η φιλοσοφία ήταν και παρέμεινε η προσφιλής ενασχόληση των καλλιεργημένων πολιτών. Έτσι, κατά τον 3ο μ.Χ αιώνα, οι ιδέες του Πλάτωνα και κατ΄επέκταση του Σωκράτη επανακάμπτουν, σε μια νέα και για κάποιους πρωτότυπη σύνθεση, με τον ιδρυτή της Σχολής του νεοπλατωνισμού, τον Πλωτίνο.
Πολλοί μελετητές, ακόμα και σήμερα, θεωρούν τον Πλωτίνο ως πλατωνικό φιλόσοφο, ως τη συνέχεια του Πλάτωνα, αλλά νομίζω πως δεν είναι απολύτως έτσι τα πράγματα. Δέχτηκε πολλές επιρροές και από άλλους φιλοσόφους, όπως ο Αριστοτέλης, οι Πυθαγόρειοι και οι Στωικοί, αλλά δεν αντέγραψε κανέναν. Τα επιχειρήματα δε, της σωκρατικής «υπόθεσης» στα χέρια του Πλωτίνου απόκτησαν ξεχωριστή σημασία μέσα στο διαμορφούμενο από αυτόν καινούργιο φιλοσοφικό σύστημα, που έγινε γνωστό σε όλον τον κόσμο, ως νεοπλατωνισμός και είναι αυτό, που άσκησε μεγάλη επιρροή στους πρώτους χριστιανούς θεολόγους.
Ηλίας Μάρκου